Οι αναμνήσεις αποτελούν τμήμα της ελεύθερης σκέψης, η οποία, όπως κι αυτές, είναι δυνατό να περιοριστούν ή και να απαγορευτούν ως προς τη δυνατότητα προφορικής ή γραπτής έκφρασης, αλλά αδύνατον να παυτούν αυτές καθαυτές στο επίπεδο της προσωπικής αναπόλησης στα μοναχικά όρια του νου.

Πολλές φορές, ξεκομμένες από την πραγματικότητα του μεταγενέστερου χρόνου, οι αναμνήσεις ξαναγυρίζουν και αν το επιτρέπει ο χώρος και ο χρόνος είτε ξετυλίγονται στις παρέες, είτε καταγράφονται σε έντυπα και βιβλία ως θυμητάρια μιας άλλης εποχής ή απλά ως απομνημονεύματα.

Έτσι, ο υπογράφων ως ¨Βοσπορίτης¨ κατέγραψε στις 15/1/1927 στον αλεξανδρινό ¨Ταχυδρόμο¨, ως τακτικός ανταποκριτής  του, τις αναμνήσεις του από τα Θεοφάνεια στην Κωνσταντινούπολη του 1919, όταν εν τω μεταξύ η τότε πραγματικότητα είχε βιαίως μεταλλαχθεί μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο περιλαμβάνονται οι αναμνήσεις του είχε καθοριστεί από τη νίκη της Αντάντ στον Α΄ π.π., με την Ανακωχή του Μούδρου στις 17-30/10/1918 μεταξύ των χωρών που τη συγκροτούσαν και την Οθωμανική αυτοκρατορία να σηματοδοτεί ουσιαστικά και τη λήξη του πολέμου. Τον Οκτώβρη του 1918 λοιπόν, με τη συνθηκολόγηση της Τουρκίας, ο αγγλογαλλικός στρατός κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη και μαζί του εγκαταστάθηκε κι ένα άγημα του ελληνικού στρατού με επικεφαλής το Λεωνίδα Παρασκευόπουλο. Ταυτόχρονα, τμήμα της Κρητικής Χωροφυλακής εγκαθίσταται στο Φανάρι, ως φρουρά του Πατριαρχείου. Παράλληλα, με τη ναυτική δύναμη της Αντάντ που διέπλευσε τα Δαρδανέλλια κατέπλευσαν στην Πόλη τα θωρηκτό ¨Αβέρωφ¨ και ¨Κιλκίς¨, καθώς και τα αντιτορπιλικά ¨Πάνθηρ¨, ¨Αετός¨ και ¨Ιέραξ¨, ενώ με την υπογραφή της ανακωχής απεστάλη στην Πόλη και ο συνταγματάρχης Γεώργιος Κατεχάκης, ως αρχηγός της ελληνικής στρατιωτικής αποστολής.

Είναι προφανές πως αυτά τα γεγονότα γέμισαν ενθουσιασμό τον καταπιεσμένο ελληνικό πληθυσμό που ξέσπασε σε σχετικές εκδηλώσεις χαράς κυρίως στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη. Χαρακτηριστικό είναι το ρεφρέν ενός παραδοσιακού ελληνικού τραγουδιού της Πόλης : ¨Έχει γεια, πάντα γεια, τα μιλήσαμε / όνειρο ήτανε τα λησμονήσαμε¨.

Ας μεταφέρουμε λοιπόν στη σύγχρονη γλώσσα, μέσω της αναδημοσίευσης αυτής της ανταπόκρισης, εικόνες που δεν έσβησαν στο πέρασμα του χρόνου και σήμερα πλέον ως αναμνήσεις αλλοτινών προπατόρων παραμένουν χαραγμένες στη συλλογική ελληνική ψυχή :

¨Είναι καλό να ζει κανείς καμιά φορά με αναμνήσεις, εφόσον οι αναμνήσεις αυτές αξίζουν τον κόπο να ανακινούνται μέσα στο κουρασμένο από το πέρασμα του χρόνου μυαλό μας. Και αναμνήσεις ωραίες και αξιολογότατες, δόξα τω Θεώ, δεν στερείται το ρωμέικο, οπουδήποτε έτυχε να βρεθεί, να υπάρχει.

Παρόμοιες αναμνήσεις, πολύ πρόσφατες αλλά και αλησμόνητες, έχει και ο εδώ Ελληνισμός και τώρα στη μοναξιά και στην αγριάδα που τον έχει καταδικάσει η σκληρή μοίρα, τις διατηρεί και θα τις διατηρήσει στην ανάμνηση του σαν τα καλλίτερα, τα πολυτιμότερα της ζωής του ενθύμια. Έχουν δε όλες αυτές οι αναμνήσεις τις σημαδεμένες ημέρες τους, που έρχονται κάθε χρόνο και μας φέρνουν στο νου τις αλησμόνητες εκείνες ομορφιές της εδώ ζωής μας. Μια από τις ημέρες αυτές είναι και τα Θεοφάνεια, το πρώτο έτος της ανακωχής, όταν η Κωνσταντινούπολη ελεύθερη ατένιζε με περιφρόνηση το ψοφίμι της Τουρκίας και τρελή από χαρά ακράτητη και ευχαρίστηση αφάνταστη αγκάλιαζε τον ελευθερωτή ελληνικό στρατό και ένοιωθε τα συγκινητικότερα της καρδιάς του σκιρτήματα.

Ήταν μια μέρα ηλιόλουστη, σωστή καλοκαιρινή, η οποία γελούσε σαν να ήταν ενθουσιασμένη μαζί μας, διότι πραγματικά δεν ήταν συνηθισμένο και χωρίς σημασία ότι τις ημέρες εκείνες αισθανόταν και απολάμβανε ο ελληνισμός της πόλεως μας, ύστερα από τόσων χρόνων δουλεία και τυραννία, απαίσια σκληρή και τρομακτική κατά το διάστημα των τεσσάρων ετών του πολέμου. Είχε δημοσιευτεί προ ημερών ότι η κατάδυση του Σταυρού κατά τα Θεοφάνεια θα γινόταν εκτάκτως λαμπρή στο Μέγα Ρεύμα, το Αρναούτκιοϊ του Βοσπόρου, το ελληνικότατο αυτό προάστιο, υπό την παρουσία της εδώ ελληνικής στρατιωτικής αποστολής.

Αυτό άρκεσε για να ξεσηκώσει όλο το ρωμέικο της πόλεως μας στο πόδι και από τα ξημερώματα ακόμη να βλέπεις κατάφορτα αμάξια, αυτοκίνητα, αργότερα και το τραμ, να μεταφέρουν από το Πέραν, από τα Ταταύλα, από το Σισλή, από το Γαλατά, από το Ταξίμ, από το Νισάν Τας, από όλες τις συνοικίες του Βυζαντίου και της Προποντίδας, από το Βόσπορο και από τα νησιά αμέτρητες χιλιάδες κόσμου ελληνικού για να βρεθεί στην ωραία αυτή χριστιανική μεγάλη γιορτή μας, όπως για πρώτη φορά θα τη γιορτάζαμε με την παρουσία του νικηφόρου ελληνικού στρατού και υπό την ενθουσιαστική σκέπη της τιμημένης ελληνικής σημαίας.

Που να χωρέσει όλη εκείνη η πρωτοφανώς ακράτητη κοσμοπλημμύρα του ελληνικού στοιχείου ; Το μέγα Ρεύμα έπλεε όλο σ΄ ένα απερίγραπτα ωραίο κυανόλευκο. Παντού αψίδες και τρόπαια, με δάφνες, με όπλα και με εικόνες των ηρώων μας, παλαιότερων, νεώτερων και σύγχρονων. Ούτε σκιά καν τουρκικής εξουσίας. Όλα τα πέριξ υψώματα, η προκυμαία της παραλίας παρουσιάζουν ένα αδιαχώριστο από τον ολοένα συμπυκνούμενο κόσμο. Ατμόπλοια καράβια, σλέπια, φορτηγίδες, όλα δέχονται τον κόσμο εκείνον, ακράτητο σε ενθουσιασμό και χαρά. Πίσω, στο μέσο της γαλήνης του Βοσπόρου φαίνεται υπερήφανος και καμαρωτός ο ¨Αβέρωφ¨. Την ώρα εκείνη, υπό τους ήχους της μουσικής του, αναβιβάζει τη σημαία και τον άλλο λόγω της εορτής σημαιοστολισμό του. Όλοι είναι τρελοί από ενθουσιασμό και ασκεπείς ζητωκραυγάζουν και χειροκροτούν. Ύστερα από λίγο ακούγεται δυνατή κωδωνοκρουσία. Η πομπή ξεκίνησε από την εκκλησία των Ταξιαρχών για να έρθει στην παραλία, όπου θα γινόταν η κατάδυση. Ένα μεγάλο τετράγωνο από ευσταλείς, λεβέντες, διαλεχτούς κρητικούς χωροφύλακες, σχηματίζεται πέριξ του τόπου της κατάδυσης. Σε λίγο φθάνει η πομπή. Θεέ μου, τι αλησμόνητο μεγαλείο ! Προηγείται η μουσική του ¨Κιλκίς¨, ακολουθεί στρατός ελληνικός και αγήματα των ελληνικών πολεμικών με τους αξιωματικούς τους με μεγάλη στολή. Ψάλτες, ιερείς, τρεις Αρχιερείς, ο αρχηγός της ελληνικής στρατιωτικής αποστολής κ. Κατεχάκης, οι στρατηγοί Ιωάννου, Νίδερ, Παρασκευόπουλος, οι συνταγματάρχες Μαζαράκης και Καδάπουλος, και πλήθος άλλων αξιωματικών αποτελούν τιμητική συνοδεία, η οποία λαμβάνει θέση μέσα στο τετράγωνο.

Μετά την ανάγνωση των συνήθων ευχών, μια νεκρική σιωπή κυριαρχεί. Ο προεξάρχων Αρχιερέας ρίχνει το σταυρό στη θάλασσα. Ο ¨Αβέρωφ¨ χαιρετά με κανονιοβολισμούς, αμέτρητοι δε πυροβολισμοί ρίπτονται και από τις χιλιάδες του κόσμου, όλα τα ατμόπλοια σφυρίζουν, κωδωνοκρουσίες εκκωφαντικές ακούγονται από όλες τις πέριξ εκκλησίες και μέσα απ΄ αυτόν τον πρωτάκουστο θόρυβο, μόλις κατορθώνεις να ακούς τη μουσική που ανακρούει τον εθνικό ύμνο.

Ποιος ήταν δυνατόν να συγκρατήσει τον ογκώδη εκείνον ελληνικό ενθουσιασμό ; Οι τούρκοι, παρά τον εξαφανισμό τους, τον αντελήφθησαν και φοβήθηκαν. Ύστερα από λίγο κατάφθαναν από το Βυζάντιο Έλληνες στα γραφεία της εφημερίδας μας και μας πληροφορούσαν ότι στήθηκαν γύρω από την Αγία Σοφία κανόνια και μυδραλιοβόλα. Και ξέρετε γιατί ; Γιατί διαδόθηκε από τους τούρκους ότι όλος εκείνος ο κατενθουσιασμένος ελληνικός κόσμος σκόπευε την ημέρα εκείνη να καταλάβει το περίλαμπρο τέμενος. Και αν γινόταν αυτό, πως θα ήταν δυνατό να αντισταθούν τα τούρκικα κανόνια και τα μυδραλιοβόλα ;¨

Ν. Νικηταρίδης