Γεννήθηκε στις 16/12/1910 στο Κάιρο και παιδάκι τον πήραν οι γονείς του στη Νέα Υόρκη. Όπως ο ίδιος έλεγε, στα 14 του βρήκε ένα παλιό φλάουτο, άρχισε να παίζει, του άρεσε και έτσι άρχισε να μελετά κρυφά από τον πατέρα του Δημήτριο Καλλίμαχο – αρχισυντάκτη του “Εθνικού Κήρυκα” και συγγραφέα ηθικοφιλοσοφικών και κοινωνιολογικών έργων – αφού ούτε λόγος γινόταν σπίτι για τους “μουσικάντες”. Μετά την αποφοίτηση του από το γυμνάσιο γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης για να σπουδάσει Νομικά. Δεν είχε όμως εγκαταλείψει το φλάουτο.

Γράφει ο Ν Νικηταρίδης

Έτσι, σε ηλικία 20 ετών αποφάσισε να “σπάσει τα δεσμά”, να αφοσιωθεί στη μουσική και παρά την αντίσταση του πατέρα του να εγγραφεί στο Ωδείο, όπου φυσικά τον έβαλαν στους αρχάριους. Με ιδιαίτερο όμως πείσμα και επιμονή άρχιζε να γυμνάζεται στο φλάουτο κατά τις θερινές διακοπές, αποκτώντας όχι μόνο μια τέλεια τεχνική, αλλά εφεύρε νέους τρόπους και πρόσθεσε νέα “κλειδιά” στο μουσικό αυτό όργανο τελειοποιώντας το. Με την επιστροφή στο Ωδείο, οι καθηγητές πραγματικά τα έχασαν, διότι δεν είχαν κάτι άλλο να του μάθουν… Ο ίδιος έλεγε σε μια συνέντευξη του στα 1937 : “Τι έπρεπε να κάνω; Να μείνω να μουχλιάσω στο Ωδείο; Να πάρω δίπλωμα ; Γράψτε το, σας παρακαλώ, τονίστε το, πως δεν έχω δίπλωμα, πως περιφρονώ όλα τα διπλώματα και όλα τα βραβεία του κόσμου. Αυτά κάνουν δασκάλους – συχνά κακούς – κι όχι καλλιτέχνες. Τον καλλιτέχνη τον κάνει η κρίση του, το ένστικτο του, η μελέτη, το περιβάλλον. Ότι έμαθα το χρωστώ στο εαυτό μου και σ΄ ότι άκουσα στη Βιέννη και στη Γερμανία. Καταλαβαίνετε ; Κατείχα μια τέλεια τεχνική, είχα ανακαλύψει μόνος μου χίλιους τρόπους για να επιτύχω αυτή την τεχνική. Έπρεπε όμως να γίνω και μουσικός και καλλιτέχνης. Κι αυτό δεν μαθαίνεται στα Ωδεία”.

Κάπως έτσι, έφυγε από τη Νέα Υόρκη και πήγε στο Παρίσι, όπου στα 1933 εμφανίστηκε σε μικροσυναυλίες και αμέσως τον πρόσεξαν οι κριτικοί. Το 1934 μετά από τη δεύτερη μεγάλη συναυλία του στην Πόλη του Φωτός οι εφημερίδες γράφουν πως το κοινό μαγεύτηκε από την άφθαστη τέχνη του και τον αποθέωσε, ενώ εκείνο που ιδιαιτέρως άρεσε είναι πως χάρις σε δική του εφεύρεση με προσθήκη ειδικών κλειδιών στο φλάουτο του, μπορούσε να ανέβει μερικές νότες παραπάνω, που δεν τις έφταναν οι άλλοι φλαουτίστες. Αλλά οι αναζητήσεις του δεν σταματούν. Φεύγει για τη Γερμανία και στο Μόναχο ακούει μουσική και μελετάει για ένα χρόνο, πάντοτε μόνος του. Το 1935 παρουσιάζεται σ΄ έναν σπουδαίο ιμπρεσάριο, τον Μπάουερ, που αμέσως του διοργανώνει ένα ρεσιτάλ. Για πρώτη φορά ένας φλαουτίστας τολμούσε να κρατήσει ένα ολόκληρο πρόγραμμα και μάλιστα με Μπαχ και άλλα κλασικά έργα. Κι όμως από εκείνο το βράδυ ο Καλλίμαχος παύει πια να είναι ο άγνωστος καλλιτέχνης. Αποθεώνεται, γίνεται μεγάλος και όλο το Μόναχο μιλά για τον “μέγα βιρτουόζο του φλάουτου”, για τον “Παγκανίνι του φλάουτου”, για τον “μέγα Έλληνα”. Ένα δεύτερο ρεσιτάλ αφιερωμένο στον Μπαχ εδραιώνει τη φήμη του. Τα “αγκαζμάν” για συναυλίες, ρεσιτάλ, ραδιόφωνα έρχονται βροχή.

Στο Βερολίνο 22 εφημερίδες γράφουν για τον “Έλληνα φλαουτίστα”. Κι αρχίζει η περιοδεία, το χρήμα και η δόξα. Δεν υπήρχε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα και μουσικό κέντρο που να μη ζήτησε να τον ακούσει, δεν υπήρχε μεγάλος μαέστρος που να μην τον ζήτησε για σολίστ. Από την Ιταλία στη Ρωσία, κι από την Ουάσιγκτον στη Λατινική Αμερική. Το 1936 πήρε τον τίτλο του καθηγητή και διορίστηκε στην Ακαδημία “Μοτζαρτίουμ” του Σάλτσμπουργκ, για να διδάσκει τα καλοκαίρια. Και είναι αυτό το ίδρυμα που μονάχα στον σπουδαίο Γερμανό χορευτή Κρόυασμπεργκ και στον Καλλίμαχο επέτρεψε να δημιουργήσουν ¨τάξεις βιρτουόζων¨. Το 1937 όταν εμφανίστηκε στα αθηναϊκά “Ολύμπια” ως σολίστ με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών υπό τη διεύθυνση του Γερμανού μαέστρου Καρλ Σούριχτ ο ενθουσιασμός του κοινού ήταν πρωτόγνωρος για συμφωνική συναυλία, ¨αναγκάζοντας¨ τον να παίξει 12 έργα εκτός προγράμματος. Μάλιστα ο Δήμος Αθηναίων τον ανακήρυξε επίτιμο δημότη του.

Όμως ο παρορμητικός χαρακτήρας του ελλόχευε. Έτσι, έχοντας ερασιτεχνικό πάθος για την κρυπτολογία, κατά τη διάρκεια του Β΄π.π. και συγκεκριμένα το 1941 εισέρχεται στον Αμερικανικό Στρατό και στην Κρυπτογραφική Υπηρεσία, αρχίζοντας μια δεύτερη επιτυχημένη καριέρα. Μετά τη βασική εκπαίδευση, τίθεται επικεφαλής του Τμήματος Γλώσσας στο Fort Monmouth διδάσκοντας ιταλικά και κρυπτανάλυση, ενώ παράλληλα αναπτύσσει μια νέα σειρά μαθημάτων κρυπτολογίας με τον φημισμένο κρυπτολόγο William Friedman. Το 1943 μετατίθεται στο Νέο Δελχί ως Αξιωματικός Σημάτων των Μυστικών Υπηρεσιών και μετά το τέλος του πολέμου διορίζεται στην Army Security Agency ως βοηθός του Friedman. Την επόμενη δεκαετία, με τη δημιουργία της National Security Agency τοποθετείτε σε νευραλγική θέση και αναλαμβάνει στο πρόγραμμα ¨CA-400¨ την εκπαίδευση των κορυφαίων κρυπταναλυτών της NSA. To 1955 ίδρυσε την NSA Technical Journal, ενώ ως το 1976 εργάστηκε ως τεχνικός σύμβουλος της Υπηρεσίας. Μέχρι το θάνατο του στις 28/10/1977 είχε συγγράψει πάνω από 40 πονήματα και πάμπολλα άρθρα επί της κρυπτολογίας και μάλιστα το 1975 του απονεμήθηκε το Βραβείο Κρυπτολογικής Λογοτεχνίας από την NSA. Είχε επίσης τιμηθεί με το βραβείο Εξαίρετων Υπηρεσιών του Πολίτη, ενώ ως το τέλος της σταδιοδρομίας του αποτελούσε για την NSA έναν ζωντανό θρύλο με το βιογραφικό να βρίσκεται από το 2003 στην Hall of Fame της.

Πηγές : “Ταχυδρόμος”, Αλεξάνδρεια 17/1/1935, 9/2/1937, 14/2/1937 – erevnw.blogspot (3/9/2014) – wikipedia.org (6/12/2018) – nsa.gov (10/3/2018)