«…O Κωνσταντίνος Καβάφης μεταφέρει δύο πράγματα στους αναγνώστες: τη γοητεία του λόγου και τη μαγεία του μύθου, έχει να πει κάτι σημαντικό για τον εαυτό τους. Τα ποιήματά του κατοικούνται από μουρμουρητά και ψιθύρους, έτσι που το τοπικό γίνεται οικουμενικό.
Το ποίημά του, «Όσο μπορείς» ισχύει σε κάθε εποχή, σε κάθε πλανήτη εκεί έξω. Oι παραινέσεις που απευθύνει ο Κ.Π. Καβάφης δεν αναφέρονται μόνο στον εαυτό του, αλλά ισχύουν για κάθε άνθρωπο που θέλησε να ζήσει, κρατώντας μια ηθική στάση και μια μετρημένη ζωή. Αν και το ποίημα γράφτηκε το 1913, θα ισχύει για αρκετούς ακόμα αιώνες. Με αυτό το ποίημα ανακαλύπτει, πως το τοπικό γίνεται οικουμενικό και παγκόσμιο. Αυτό είναι ο Καβάφης. Τα σύμβολά του χαρακτηρίζονται από λιτό λόγο, αλλά διαχρονικά επίκαιρο. Σε όλη του τη ζωή πατούσε τα χώματα της ιστορίας, αφήνοντας τα ίχνη του σε αυτήν.
Είναι ποιητής άλλωστε, όπως έχει πει σε ξένο ανταποκριτή «των μελλουσών γενεών». Τον ενδιαφέρει ο οικείος τόνος της φωνής. Μιλάει σε χαμηλό τόνο καθημερινής κουβέντας. Δημιουργεί οικειότητα με τον απλό αναγνώστη και τον ποιητή- αναγνώστη, γιατί οι στίχοι του είναι λιτοί με τεράστια καταλυτική δύναμη που μαγνητίζουν τον αναγνώστη και ξεπερνούν τα όρια του ίδιου του ποιητικού κειμένου.
Για τον Κωνσταντίνο Καβάφη η ποίηση σημαίνει κρυφός φωτισμός από πολλές γωνίες, που φωτίζει τη μνήμη, την ιστορία, την ίδια την φαντασία. Ποιητική αίσθηση δίχως τη βοήθεια της φαντασίας, είναι γι’ αυτόν απλώς μία ευγενική συγκίνηση. Όμως η Αλεξάνδρεια θα γίνει για τον ποιητή ένα τεντωμένο πανί όπου φορώντας διάφορες μάσκες από Σύρους Έλληνες της Ανατολής, φιλόσοφους, βασιλείς, ποιητές, ωραίους αλεξανδρινούς της εποχής των Πτολεμαίων, θα προβάλλει πάνω στο πανί τους έρωτές του, σαν ημιφωτισμένες, κινούμενες σκιές (Κώστας Ουράνης, Ο Σεξουαλισμός του Καβάφη, Νέα Εστία 158(1933) σελ.1472- 1473, Αναδημοσίευση στο περιοδικό Ποίηση τ. 24).
Ο Καβάφης πάντα θα μας ακολουθεί όπως η πόλις του. Ήτανε κοσμοπολίτης, ωστόσο ταξίδεψε ελάχιστα.
Για μένα η ποίηση είναι σαν μια ωραία γυναίκα όταν χορεύεις μαζί της. Έτσι κι αλλιώς είναι γένους θηλυκού. Σαν ένας ερωτικός χορός Tango που δηλώνει μέσω τού χορού έναν θλιμμένο έρωτα, ή η μοναξιά του ζεϊμπέκικου που εκφράζει μιαν ανεκπλήρωτη επιθυμία. Στην αρχή είναι όμορφη, τρυφερή σαν λέει γλυκόλογα της αγάπης και της αιώνιας πίστης και λάμπουν μέσα σου οι αισθήσεις, σαν την αρχαία φωτιά που πύρωσε τα πρώτα κυκλαδικά ειδώλια, πέρασε από το σώμα των κλασικών αγαλμάτων που αγάλλονταν θεία και χρυσά, μέσα στην απόλυτη έκφραση της καθαρότητας της μορφής και της ομορφιάς, χωρίς υπερφυσικά στοιχεία. Ύστερα έγινε Φως Βυζαντινόν, μετάξι από φύλλα μεσημεριού, ιερή φλόγα και λαμπάδα στα σκοτεινά χρόνια, για να φτάσει στις μέρες μας σαν αμίλητο νερό και σώμα γερασμένο, γεμάτο λύπη κι ευσπλαχνία.
Μετά γίνεται γυναίκα παίρνοντας την φυσική της διάσταση κι έρχεται να σε τραβήξει απ’ τον γιακά για να σε αγκαλιάσει με δύναμη και να σε φιλήσει. Και όταν βγάζει τα ρούχα της – οι αισθήσεις ακτινοβολούν με τον ίδιο τρόπο που ακτινοβολούσαν, όταν ο Αλκαίος μεθυσμένος, ερωτοτροπούσε με τα αρχαία κορίτσια – τότε γίνεται σώμα ορατό και ωραίο. Για μένα το ποίημα είναι μια μηχανή πυροδότησης της σκέψης, ένας εκσκαφέας της φαντασίας, που όταν χτυπήσει φλέβα χρυσού, εξαρτάται από την πείρα του οδηγού πώς θα εξορύξει το πολύτιμο φορτίο.
«Η λογοτεχνία», γράφει ο Umperto Eko, «μας εκπαιδεύει απέναντι στη μοίρα και το θάνατο, κι αυτό είναι μία από τις λειτουργίες της λογοτεχνίας».
Η ποίηση δεν βελτιώνει, ούτε μπορεί να μας σώσει. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να μας δώσει μια διέξοδο, μια νέα οδό, που σημαίνει ότι μπορεί να μας μεταβάλλει. Η ποίηση του Καβάφη μας μεταδίδει μια αυθεντικότητα που συναρπάζει, μια αυθεντική ειλικρίνεια που σου κλίνει όμως το μάτι, σου χαμογελά μ’ ένα ειρωνικό μειδίαμα και σε σπρώχνει να βιώσεις μια πρωτόγνωρη, ποιητική εμπειρία, γιατί σου μεταδίδει έναν λόγο που είναι πέρα και πάνω από τις λέξεις. Δεν σου διευρύνει μόνο την αντίληψη αλλά και την μεγεθύνει για να κατανοήσεις καλύτερα την θέση σου στον κόσμο. Ίσως σε αναγκάζει να βάλεις τις λέξεις να κάνουν όσα δεν μπορούσες εσύ. Ίσως πάλι σε καθοδηγεί σ’ ένα καινούργιο παράθυρο οπτικής- που ποτέ πριν δεν είχες αντιληφθεί – για να κατανοήσεις τον κόσμο. Να ζήσεις εν τέλει, όχι όσο σου επιτρέπεται, αλλά όσο σου αξίζει. Τα ποιήματά του σε βοηθούν να μεταχειριστείς τη γλώσσα με ασυνήθιστη προσοχή και ευαισθησία. Ο Καβάφης δεν σου μαθαίνει πώς να διαβάσεις πινακίδες οδικής σήμανσης, αλλά διαμέσου της γλώσσας σε προτρέπει να προσέξεις την ίδια τη γλώσσα. Μια ποίηση, σύμφωνα με τον Τέρρυ Ήγκλετον, πλούσια σε αμφισημίες δημιουργεί τον δικό της κόσμο. Τα ποιήματα του Καβάφη σε προσκαλούν στον δικό τους κόσμο, για να ακούσεις την εξαίσια μουσική του μυστικού θιάσου. Αυτός είναι ο Καβάφης. Είναι ακριβολόγος, δεν πολυχρησιμοποιεί κοσμητικά επίθετα και μιλά με αισθησιακό τόνο για την Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων, για την σύγχρονη Αλεξάνδρεια αλλά και για τους επιγραμματοποιούς της Παλατινής Ανθολογίας. Τα ποιήματά του, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι έχουν μια μυθοπλαστική δύναμη, γιατί χρησιμοποιούν τη γλώσσα μ’ ένα ασυνήθιστα εμφατικό και ευρηματικό τρόπο.
Ίσως γιατί οι λέξεις του καταφέρνουν να μην ανατρέψουν το πεπρωμένο της καθημερινότητας, για να σου χαρίσουν ψευδείς παραστάσεις και ίσως παρατάσεις ζωής. Έτσι όμως σου μαθαίνουν περισσότερο τη ζωή, διατηρούν την επιθυμία ζωντανή και τα πάθη σ’ εγρήγορση.
Η ποίηση του είναι φτιαγμένη για τα ανθρώπινα, τα οικεία, τα καθημερινά που γίνονται καθολικά και έχουν ισχύ σε κάθε εποχή, σε κάθε αιώνα. Η ποίησή του διευρύνει την αντίληψη, χρησιμοποιεί τις λέξεις με τέτοιο τρόπο ώστε «λογχίζει» τα συναισθήματα με όπλο την ακαριαία εντύπωση, φωτίζοντας περιοχές τις οποίες πριν δεν μπορούσαμε να υποπτευτούμε ότι υπήρχαν. Του αρέσουν τα ποιήματα που αχολογούν σαν ιδέα μέσα στη μνήμη, που κεντρίζουν όπως ο κόκκος της άμμου το κέλυφος του οστράκου, που ξεφεύγουν από τους περιορισμούς που τους επιβάλλει η γλώσσα και από τους περιορισμούς που κληροδοτούνται από την παράδοση.
Η ποίησή του δεν μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο, αλλάζει όμως τον αναγνώστη. Ο Καβάφης έφτιαξε ένα νέο μυθικό κόσμο, γεμάτο αναμμένα κεριά σε σειρά, για να τον αποικήσει, να εισβάλλει μέσα του σαν σκιά, σαν, Σώμα ωραίου νεκρού που δεν εγέρασε, σαν μια θάλασσα μαβιά, με θαμπό πρωινό ήλιο».
*Το άρθρο του κ. Πη δημοσιεύθηκε στο “Νέο Φως” στις 18.11.2019