Πριν την αυγή του 19ου αιώνα ήταν που άνθισε η ελληνική παροικία στην Αίγυπτο, γι΄ αυτό και ο Κ. Π. Καβάφης αναφέρεται τόσο πρώιμα στην «Αλεξάνδρεια που χάνει», αισθανόμενος μια συναισθηματική παρακμή που επ΄ ουδενί δεν ήταν πραγματική, αφού οι Αιγυπτιώτες το μεσοπόλεμο ήταν πάνω από 150.000 και κρατούσαν τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτιστικά σκήπτρα μεταξύ των ξένων στη Νειλοχώρα.
Σ΄ αυτό το κοσμοπολίτικο περιβάλλον λοιπόν, δεκάδες ήταν τα πανέμορφα και επιβλητικά κτίσματα ξένων και Ελλήνων παροίκων σε Αλεξάνδρεια και Κάιρο, όπως τo ινδουιστικής έμπνευσης παλάτι του Βαρώνου Empain στο Κάιρο, η βίλα Αντωνιάδη στους ομώνυμους αλεξανδρινούς κήπους και το μέγαρο Ζιζίνια στην Πλατεία των Προξένων στην Αλεξάνδρεια. Ελάχιστα από αυτά έχουν σήμερα διασωθεί. Ακόμη και οι φωτογραφίες τους είναι σπάνιες και πάντα σ΄ αυτές απεικονίζεται το εξωτερικό τους.
Έτσι, μια περιγραφή του 1875 ενός από αυτά και συγκεκριμένα του μεγάρου Ανδρέα Αυγερινού στο Κάιρο αποτελεί ένα σημαντικό ιστορικό αρχιτεκτονικό τεκμήριο που αξίζει να καταγραφεί:
«Γνωσταί είναι και τοις πάσι κατάδηλοι αι από της εις τον Θρόνον της Αιγύπτου αναβάσεως της Α.Υ. του Χεδίβου καταβληθείσαι και ολοέν καταβαλλόμεναι αποτελεσματικαί ενέργειαι υπέρ του καλλωπισμού των επισημοτέρων πόλεων της Αιγύπτου, της Αλεξανδρείας, ιδίως δε του Καΐρου αποκατασθέντος ήδη Παρισίων της Ανατολής, δια τε τους αυτόθι σχηματισθέντας κήπους, τας ευρείας και τερπνάς πλατείας και οδούς του, τα ανεγειρόμενα πλούσια και μεγαλοπρεπή μέγαρα, τα θέατρα και λοιπά, όσα η μεγαλοφυΐα και καλαισθησία του Χεδίβου ακαταπαύστως επινοεί και πραγματοποιεί.
Εις την υπέρ των καθωραϊσμού της πρωτευούσης ενδελεχή της Α.Υ. μέριμναν προστίθεται και ο ζήλος των κατοίκων αυτής ιθαγενών τε και ξένων. Μεταξύ των παρά των τελευταίων τούτων οικοδομηθέντων μεγάρων διακρίνεται και το από τριετίας περίπου οικοδομούμενον μεγαλοπρεπές και πλουσιώτατον μέγαρον του κ. Ανδρέου Αυγερινού, Έλληνος το γένος, όπερ εις τους επισκεπτομένους αυτό λίαν ευαρέστους εμποιεί τας εντυπώσεις, ας σπεύδομεν να μεταδώσουμεν και τοις ημετέροις αναγνώσταις, εν συνόψει τα περί της οικοδομής ταύτης περιγράφοντες.
Το περί ου ο λόγος μέγαρον κείται εν τη ωραιοτέρα θέσει της Εσβεκίας απέναντι σχεδόν της μεγάλης οδού Κλοτ βέη και παρά την οικίαν του κ. Μενάση.
Εξετάζων τις μετ΄ ακριβείας την οικοδομήν ταύτην παρατηρεί ότι αύτη εκ θεμελίων κατεσκευάσθη ισχυρωτάτη, κομψοτάτη και ως άριστα διηρημένη κατά τα σχέδια του διεκεκριμένου Ιταλο-Ελβετού αρχιτέκτονος κυρίου Ταρκίνη.
Τα θεμέλια έχουσι βάθος 7 μέτρων και πλάτος 2 μέτρων εν τη βάσει και μέχρις εδάφους υψούται βαθμηδόν μετά πλάτους 1½ μέτρου, εκτίσθησαν δε επί βάσεως ύψους 1 και 30/00 μέτρου εξ ασβέστου, Ρωμαϊκού μίγματος και λίθων κατειργασμένων. Οι τοίχοι του ισογείου, μέχρι της πρώτης οροφής έχουν ύψος 6.30, πλάτος δε 0.80, εν ω εισίν αι αποθήκαι, και εν τη μεγάλη αιθούση ύψος 7.30, πλάτος δε 1 μέτρου.
Το ισόγειον συγκείται εκ μιας μεγάλης αιθούσης, μιας εισόδου ευρυχώρου, προ της ρηθείσης μεγάλης αιθούσης, οκτώ μεγάλων αποθηκών, κειμένων εις τα έμπροσθεν επί της μεγάλης προσόψεως της οικοδομής και δύο μεγάλων κλιμάκων οδηγουσών εις τα άνω.
Μεγαλοπρεπεστάτη είναι η μεγάλη αίθουσα, έχουσα μήκος 31 μέτρων και πλάτος 14 μέτρων, εντελώς ελευθέρα στηλών και πεποικιλμένη δι΄ αναλόγων κοσμημάτων ελληνικού ρυθμού. Η κυρία είσοδος της μεγάλης αιθούσης φέρει θόλους και στήλας εξικνουμένες μέχρι της αιθούσης. Αι αποθήκαι ως έχουσι σήμερον δύνανται να χρησιμεύσωσι ως μέγα Bazar, αλλά και ευκόλως να διαιρεθώσιν εις δύο ή και άλλας αποθήκας.
Η πρώτη και δευτέρα οροφή έχουσιν ύψος 5.40 μέτρων, εκατέρα δε διαιρείται εις 4 οικίας, ων εκάστη έχει μεγάλα δωμάτια, αιθούσας, εξώστας προς την οδόν και άπαντα τα χρειώδη προς άνετον διαίτησιν.
Τρίτη οροφή εγερθήσεται υπεράνω των δύο κατωτέρων, επίσης εις 4 οικίας διηρημένη και απαραλλάκτως προς τας άλλας.
Η πρόσοψις της όλης οικοδομής κοσμηθήσεται λαμπρώς κατά τον ελληνικόν ρυθμόν, όστις θα καταστήσει αυτήν μεγαλοπρεπεστάτην και τερπνοτάτην».
Πηγή: «Ημερήσια Νέα», Αλεξάνδρεια 3-15/6/1875 – Αιγυπτιώτικο Αρχείο Ν. Νικηταρίδη.