Ευλογημένη αρχαιολογικά η Αλεξάνδρεια, όπως και όλη η Αίγυπτος, δεν θα μπορούσε παρά στα χωμάτινα σπλάχνα της να κρύβει αξιοσημείωτους θησαυρούς όλου του φάσματος της αρχαιότητας. Έτσι, στα 1908 ανακαλύφθηκε ένα περίαπτο, το οποίο με ιδιαίτερη ακρίβεια περιγράφει ο Κ. Παρασυράς στο περιοδικό του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας «Εκκλησιαστικός Φάρος» (τ. 1-2/1909).
Τα περίαπτα ή αλλιώς περιάμματα, αποτρόπαια, προβασκάνια, φυλακτήρια και κοινώς φυλακτά ήταν μεν ανέκαθεν σε χρήση, η οποία όμως γενικεύτηκε από τους Χριστιανούς μέχρι καταχρήσεως ιδίως με την εμφάνιση της αίρεσης των Γνωστικών.
Την χρήση τους πάντοτε αυστηρά απαγόρευε η Εκκλησίας, με τον Άγιο Αθανάσιο μεταξύ άλλων να λέγει πως «τα περίαπτα και αι γοητείαι μάταια βοηθήματα υπάρχουσι» ελέγχοντας τους φέροντες αυτά, ενώ η Σύνοδος της Λαοδικείας σαφώς όριζε «ότι ου δει ιερατικούς ή κληρικούς μάγους ή επαοιδούς είναι ή ποιείν τα λεγόμενα φυλακτήρια άτινα εστί δεσμωτήρια των ψυχών αυτών, τους δε φορούντας ρίπτεσθαι εκ της Εκκλησίας εκελεύσαμεν». Εναντίον τους επίσης καταφέρθηκε και ο Χρυσόστομος, καθώς και άλλοι πατέρες της Εκκλησίας.
Τα περίαπτα ήταν διαφόρων ειδών, ειδικά δε αβράσαξ ή abraxas (εκ του εβραϊκού ha-brachah = ευλογία) ονομάστηκαν τα μικρά συνήθως από πολύτιμους λίθους με παράδοξες και ενίοτε όλως προβληματικής σημασίας επιγραφές ή και με εικόνες ερπετών ή τεράτων.
Και είναι ακριβώς ένα τέτοιο που το καλοκαίρι του 1908 είχε βρεθεί στην Αλεξάνδρεια: Την περιφέρεια και την οπίσθια όψη του όνυχα (cornaline), που ήταν λείες, χωρίς σημεία ή γράμματα, περιέβαλλε σιδερένια στεφάνη, του δε όλου λίθου η διαφάνεια είχε επηρεαστεί από τους αιώνες που βρισκόταν μέσα στη γη. Η εποχή του ήταν δύσκολο να εξακριβωθεί, πιστευόταν πάντως πως μπορούσε να ταχθεί μεταξύ του 2ου και 6ου μ.Χ. αιώνα. Στο περίαπτο αυτό διακρίνονταν τρία σημεία: α) ο όφις, β) η επιγραφή και γ) τα σημεία στη μέση.
Ο μεν ουροβόρος όφις δεν είναι σπάνιος σε τέτοια περίαπτα με μυστηριώδη σημασία, όχι άσχετος προς την αποδιδόμενη σε αυτά αλεξίκακο ή και θεραπευτική δύναμη – ήταν και σύμβολο του Ασκληπιού – εν τω προκειμένω δε τυλιγμένος γύρω από τα σημεία και την επιγραφή υπενθύμιζε το «κύκλω κυκλών πορεύεται το πνεύμα και επί κύκλους αυτού εκπορεύεται το πνεύμα» πλαισιώνοντας με τη χάρη του την όλη εικόνα.
Αξίζει να σημειωθεί πως στο Γνωστικισμό ο ουροβόρος όφις συμβόλιζε την αιωνιότητα και την ψυχή του κόσμου, ενώ ένα αλχημικό χειρόγραφο του 15ου αιώνα – το The Aurora Consurgens – τον περιλαμβάνει ανάμεσα στα σύμβολα του ήλιου, της σελήνης και του υδραργύρου.
Τα τρία στο μέσο σημεία είναι συνήθεις επίσης αστρολογικές και καβαλιστικές παραστάσεις, το πρώτο δε από αυτά αντιπροσωπεύει τον ήλιο. Στην εκδιδόμενη στο Παρίσι Revue des Etudes Greques είχαν δημοσιευτεί από τον W. Deonna οι εικόνες πέντε μεταγενέστερων μετάλλινων περιάπτων, τα οποία του είχε δείξει ο Χρηστίδης στην Παναγία της Θάσου, μεταξύ δε των 32 μαγικών σημείων τους υπήρχαν και τα τρία του περίαπτου της Αλεξάνδρειας.
Η δε επιγραφή είναι ελληνική και αποτελείται από δύο διακεκριμένα μέρη, πάνω και κάτω από τα σημεία. Πάνω τους γράφει: ΙΑΩΠΑΝΤΩΝΔΕΣΠΟΤΑ που προφανώς διαβάζεται ΙΑΩ ΠΑΝΤΩΝ ΔΕΣΠΟΤΑ = Ιαώ, πάντων Δέσποτα! Η λέξη Ιαώ είναι εβραϊκή και αναφέρεται στο Θεό, σε άλλα δε περίαπτα τη θέση της παίρνουν τα ονόματα ΣΑΒΑΩΘ ή ΟΣΙΡΙΣ μόνα ή με άλλες λέξεις και σημεία. Η έννοια της λέξης κάτω από τα σημεία ΙΑΗΙΕΗΙΟΥΩΗΙΗ αποτελεί αίνιγμα και η ερμηνεία της αγγίζει την εικοτολογία. Από άλλα περίαπτα είναι γνωστό ότι τα 7 φωνήεντα ΑΕΗΙΟΥΩ αντιπροσωπεύουν τους 7 πλανήτες, αλλά κι ο αριθμός 13 των φωνηέντων της ανωτέρω λέξης δεν είναι άγνωστο πως αποτελεί πρόληψη για τους πολλούς. Θα ήταν τολμηρό ίσως, αν λόγω της παρουσίας του όφεως και της δια του ΙΑ ενάρξεως της πάνω και κάτω σειράς της επιγραφής αποπειράτο κάποιος να αποδώσει το περίαπτο σε Οφιανό ή Οφίτη ήτοι οπαδό της αίρεσης εκείνης των Γνωστικών που κατά τον 2ο και 3ο μ.Χ. αιώνα απέδιδε στον όφι θείες τιμές και τον καλούσε ΙΑΛΘΩΒ ή ΙΑΛΘΑΒΑΩΘ.