Αφιέρωμα στην 20ετή προεδρική θητεία του Προέδρου της Ε.Κ.Κ κ. Χρήστου Καβαλή

Αλλοίμονο λέει ο Delacroix στα έργα τέχνης όταν γεννιούνται σ΄ εποχές που η διαφθορά του γούστου είναι γενική. Η ποίηση αποδέχεται κατά τον Μαγιακόβσκι ότι ο άνθρωπος αξίζει όσο τα πράγματα με τα οποία ασχολείται. Και είναι πάλι η ποίηση που σέβεται την γνώμη του ακαδημαϊκού Πωλ Βάλερι ο οποίος πρεσβεύει ότι στο χώρο της τέχνηςη ποίηση είναι ένα είδος γλώσσας μέσα στη γλώσσα. Είναι η ποίηση που πιστεύει στην πολιτεία του Πλάτωνα και συγκεκριμένα στα λόγια του ότιπιστεύει στα λόγια του ότι: «ο μαθητής πρέπει να καταπιαστεί πρωτύτερα με τη μουσική από την γυμναστική».

Επιμέλεια κειμένου υπό του καθηγητού Λάμπρου Μπενοβία

Δεν έχει βέβαια η ποίηση την ακρίβεια της ιστορίας, γιατί μέσα στο συγκεκριμένο της έργο, το καλλιτέχνημα, εισδέχεται το απόλυτο νόημα της ζωής, για τούτο είναι η ποίηση, κατά πως λέγει ο Αριστοτέλης, φιλοσοφικότερη και σπουδαιότερη από την ιστορία.

Αν προχωρήσουμε περισσότερο η ποίηση φτάνει μέχρι τα λόγια του Ρήγα Βελεστινλή ότι: «όποιος συλλογάται ελεύθερα, συλλογάται καλά».

Εμείς θα σταματήσουμε στους αξιοπαρατήρητους βαθύρριζους στοχασμούς του αξιόλογου φιλοσόφου Ιωάννη Ν. Θεοδωρακόπουλου και επικεντρώνοντας εδώ το ενδιαφέρον μας θα δούμε τι λέει αναλυτικά ο βαθύνους διακεκριμένος καθηγητής μου: «Η ζωή του ανθρώπου δεν είναι μονάχα γνώση και δημιουργική πράξη αλλά είναι και ποιητική ενέργεια.  Με την τέχνη η οποία όλη μαζύ, δηλαδή με όλα της τα είδη, είναι ποίηση, πάει η ζωή πέρα και από την γνώση και από την πράξη.  Ο ποιητής με όσα παριστάνει η τέχνη του εισχωρεί εις το βάθος των πραγμάτων και από εκεί κατορθώνει να θαυμάσει το κάλλος της Θεόπλαστης δημιουργίας το μεγαλείο της ζωής και την ωραιότητα της ψυχής. Ενώ ο πεζός άνθρωπος παρατρέχει συχνά όχι μόνο τους άλλους, αλλά και τον εαυτό του, παρατρέχει το νόημα της ζωής και γίνεται άβαθος. Ο ποιητής όμως βλέπει την πραγματικότητα και την παρουσιάζει πιο έντονα. Δεν ψεύδεται, ούτε υπερβάλλει.»

Κι αυτή είναι η μεγάλη διαφορά που χωρίζει τη ζωή από την ποίηση, ότι στη ζωή ο άνθρωπος είναι μόνος του, δεν έχει τον ποιητή για να του δείξη το βάθος της αξίας που έχει η ζωή, η στιγμή της ζωής. Αν είχαμε πάντα τη δύναμη να βλέπομε τον εαυτό μας ανάγλυφα ενώπιόν μας, αν ημπορούσαμε ν’ αντικειμενικοποιούμε τον εαυτό μας, την εσωτερικότητά μας με τις αντινομίες, τις αντιφάσεις και τα πάθη μας, όπως έχει τη δύναμη να το κάμει ο ποιητής, τότε κάθε στιγμή της ζωής μας θα μας φαίνονταν γεμάτη αξία και νόημα, όπως φαίνεται τούτο ολοκάθαρα επί της σκηνής».

Ο ποιητής βλέπει την πραγματικότητα πιο καλά και πιο καίρια από τον πεζό άνθρωπο. Βλέπει τους αρμούς της ζωής. Πρέπει ακριβώς ν’ απαλλαγούμε από την πεζή γνώμη ότι τάχα ο ποιητής δεν βλέπει τη ζωή με τόση ακρίβεια και σαφήνεια όσο τη βλέπει ο πεζός άνθρωπος. Το έργο της τέχνης είναι συγκεκριμένο, είναι ένα και ανεπανάληπτο, υπάρχει μονάχα μια φορά. Εκεί μέσα συγκεντρώνει ο άνθρωπος όλη την αξία της ζωής του, από μιαν άλλη άποψη, την άποψη του κάλλους, είτε επική, είτε δραματική, είτε εικαστική είναι η τέχνη. Με το καλλιτέχνημα η  ζωή υψώνεται πάνω από το παροδικό, η στιγμή της αποθανατίζεται, γίνεται ένα αιώνιο σταμάτημα και ο άνθρωπος μέσα της αγγίζει την αιωνιότητα. Το πεπερασμένο, δηλαδή το έργο της τέχνης, χωράει μέσα του το άπειρο, το συγκεκριμένο, έχει μέσα του το νόημα και την πυκνότητα του αιωνίου. Και όπως η γνώση είναι κάτι άλλο, ξεχωριστό από την απλή πραγματικότητα των αισθήσεων, όπως η γνώση είναι σύλληψη του νου, όπως επίσης η πράξη είναι υπερνίκηση της απλής πραγματικότητας, όμοια και η τέχνη. Η τέχνη είναι κάτι ολωσδιόλου καινούργιο, δημιουργία αληθινή, πρωτότυπη του ανθρώπου, οντότητα πνευματική ξεχωριστή, πέρα από τον κόσμο των αισθήσεων και των κοινών παραστάσεων. Η φιλοσοφία έρχεται και εδώ να αναλύση και να ερμηνεύση όλο το νόημα που κλείνει μέσα της η ποιητική αυτή δύναμη του ανθρώπου. Και κατά τον Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλο το πρώτο της ερώτημα είναι: Έχει η τέχνη σκοπό και ποιος είναι αυτός; Είναι δυνατόν ο σκοπός της να είναι έξω απ’ αυτήν την ίδια; Η τέχνη δεν έχει σκοπό έξω από τον εαυτό της, δηλαδή δεν γνωρίζει άλλο σκοπό παρεκτός από το φανέρωμα της ομορφιάς. Τούτο το φανέρωμα της ομορφιάς μαζύ με το ευδαιμονισμένο ή και  τραγικό σταμάτημα του ανθρώπου επάνω της αυτό είναι μ’ ένα λόγο το έργο και ο σκοπός της τέχνης. Με την ομορφιά και την τελειότητα που έχει το έργο της τέχνης, με τα σαφή και καθαρά του όρια, αναπαύεται μέσα στο είναι του, στον εαυτό του, δεν τείνει  έξω από τον εαυτό του προς κάπου αλλού. Έχει αυτάρκεια το όμορφο έργο, είτε αρχιτεκτόνημα, είτε ζωγράφημα, είτε έντεχνος λόγος είναι. Όταν όμως λέμε ότι έχει αυτάρκεια εννοούμε ότι δεν έχει καμμιά ένδεια,  δεν του λείπει τίποτε. Το έργο της τέχνης κι όταν ακόμα εκφράζει τον πόνο της ζωής, είναι το ίδιο ελεύθερο απ’ αυτόν τον πόνο. Επίσης είναι ελεύθερο από κάθε άλλη τυχόν υπηρεσία ή αγγαρεία της ζωής, είναι ελεύθερο από άλλους σκοπούς, είτε η ηθική ζητάει να τους επιβάλλει, είτε η πολιτική, είτε η επιστήμη, είτε η θρησκεία. Άλλοι σκοποί δεν πρέπει να του επιβληθούν, γιατί τότε το υποδουλώνουν.  Το έργο της τέχνης είναι αφ’ εαυτού του εντελέχεια, δηλαδή είναι κάτι που έχει το σκοπό μέσα του, πού είναι σκοπός του εαυτού του. Είναι ατιμωτική δουλειά για την τέχνη να θέλουν μερικοί να την υποτάξουν στους σκοπούς της πολιτικής, ή της λεγόμενης «ιδεολογίας». Η τέχνη δεν γνωρίζει «ιδεολογίες», φανερώνει αδέσμευτα την ομορφιά της ζωής. Ενώ η ιδεολογία είναι σύστημα σκέψεων με σκοπιμότητα, είναι εσκεμμένη κατεύθυνση, υπολογισμένη από πριν. Η τέχνη ούτε σκοπιμότητα, ούτε κατεύθυνση, ούτε υπολογισμένη σκέψη γνωρίζει. Το φανέρωμα της ομορφιάς γίνεται από την τέχνη με πολλούς τρόπους: επικό, λυρικό, τραγικό, κωμικό. Με το έργο τώρα της τέχνης ο δημιουργός του υπερνικάει το θάνατο, γιατί η μεγάλη στιγμή που το γέννησε δεν πεθαίνει πια ποτέ. Αλλά και αν το έργο το ίδιο χαθεί, και πάλιν η αθανασία της στιγμής έχει αποκτηθεί. Και η αθανασία αυτή της στιγμής έρχεται από το αιώνιο νόημα που πραγματώνει το έργο της τέχνης. Η τέχνη δεν αγαπάει ούτε το χάος ούτε την αναρχία, θέλει τη μορφή και τα σταθερά της όρια. Η μορφή είναι το γενικό της τέχνης αγάπημα, και το πραγματώνει εκάστοτε με καινούργιο τρόπο. Εκεί όμως όπου τούτο πραγματώθηκε κλασικά είναι η Ελληνική αρχαιότητα. Ακόμη και τα πρώτα έργα της, τα αρχαϊκά αγάλματα των Ελλήνων, όπως π.χ. τα αγάλματα που φανερώνουν τον Απόλλωνα ή και οποιοδήποτε άλλο, έχουν αυτό το γνώρισμα. Με τη μορφή αυτήν του Αρχαϊκού Απόλλωνος που υπάρχει στο εθνικό μας μουσείο, φανερώνεται ένας αρχέτυπος της ομορφιάς του θείου και ανθρώπινου σώματος και πνεύματος. Και εν συνεχεία ο Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλος θέτει ένα δεύτερο εύλογο ερώτημα ποια είναι η εσωτερική επιτακτική ανάγκη που οδηγεί τον άνθρωπο να δημιουργεί τέχνη; Είναι το γεγονός ότι ο άνθρωπος θέλει να υψώσει απέναντί του και ενώπιον του μορφώματα όπου μέσα σ΄αυτά ο άνθρωπος να αναγνωρίζει τον εαυτό του. Είναι δηλαδή πνευματική η ανάγκη που γεννάει την τέχνη. Θέλει ο άνθρωπος να ιδή άμεσα, να θεασθεί αυτούσια ενώπιον του την ιδέα της ζωής. Η ζωή δεν αισθάνεται απλώς την ομορφιά αλλά θέλει και να υπερνικήσει τη μοιραία της φθορά. Μαζί με το έργο της τέχνης που είναι αποθανάτιση της ομορφιάς, αποθανατίζεται και η ζωή υπερνικάει το απλό της γίγνεσθαι…  Ό,τι είναι η ζωή ως δράμα δηλαδή ως αγώνισμα ελευθερίας, ό,τι είναι η ζωή ως χαρά και πόνος αλλά όλα αυτά με τη μορφή του κάλλους, με την ομορφιά ενωμένα, την όμορφη δηλαδή ιδέα της ζωής, το κάλλος της ζωής, τούτο είναι που ο άνθρωπος θέλει να φέρη στο φως. Τη θέαση του κάλλους ζητάει ο άνθρωπος με την τέχνη και ο έρως του τον φέρνει ενώπιον του κάλλους – και το θεάζεται διάχυτο (σ’ όλη του την πληρότητα) μέσα στην ποικιλία των ένυλων μορφών που δημιουργεί η τέχνη. Ο καλλιτέχνης είναι κάτι έμψυχο και η εμψύχωση του έρχεται από την ψυχή και το πνεύμα του λαού σε περιωπή και μέγεθος αιώνιο. Και τούτο ακριβώς αποφασίζει αν ένα καλλιτέχνημα είναι αιώνιο ή όχι. Μόνο δηλαδή όταν το καλλιτέχνημα δεν έχει κανένα σημάδι, που είναι ταυτόχρονα και ψεγάδι, από την υποκειμενικότητα του λειτουργού της τέχνης μόνο τότε είναι έκφραση αληθινή του αιωνίου κάλλους, μόνο τότε δείχνει το πρόσωπο του Θεού. Ειδεμή δείχνει μόνον το περαστικό πρόσωπο του ανθρώπου, δηλαδή τη ματαιόδοξη υποκειμενικότητα. Ως λατρεία του Θεού, ως υπηρεσία προς την αλήθεια κρίνει ο Σωκράτης το έργο του. Όταν η τέχνη συναντηθεί με το πνεύμα του λαού τότε η τέχνη είναι πραγματική τελετή και λειτουργία. Ούτε το ατομικό το εγωκεντρικό, ούτε το δημαγωγικό στοιχείο έχει θέση μέσα στην αληθινή τέχνη. Υπάρχει όμως σε κάθε σχεδόν εποχή αλλά περισσότερο σήμερα, η τάση μερικών να μεταχειρισθούν τα μέσα της τέχνης για να δημαγωγήσουν δηλαδή δια απατηλών μέσων να παραπλανήσουν το λαό. Και η δημαγωγία φθάνει πολλές φορές ως την εσώτατη ψυχικότητα, δηλαδή αυτήν κυρίως θέλει να μεταλλάξη και στη θέση  της να βάλη άλλο πνεύμα ξένο προς την ψυχή του λαού. Η τέχνη στην περίπτωση αυτή γίνεται τέχνασμα και τεχνική δηλαδή υπηρέτρια άλλων σκοπών. Ενώ η πραγματική τέχνη η οποία όλη μαζύ μ΄ όλα της τα είδη είναι ποίηση δηλαδή δημιουργία (π.χ. να συνθέτει, να δημιουργεί κανείς ποιήματα ή με άλλα λόγια η λογοτεχνική δημιουργία εις στίχους, ποίημα το σύνολο των ποιημάτων μιας εποχής, ή ενός έθνους) αυτή η τέχνη είναι άλλη μια δημιουργική ενέργεια του ανθρώπου η οποία τον ελευθερώνει. Η υψηλή τέχνη έχει ίδιους νόμους και δεν υπακούει σε κανέναν άλλο. Το έργο της τέχνης είναι ανεπανάληπτον και δημιούργημα μιας στιγμής. Με το καλλιτέχνημα η ζωή υψώνεται πάνω από την παροδικότητα και εισέρχεται εις την αιωνιότητα. Ανακεφαλαιώνοντας. Η τέχνη δεν έχει σκοπιμότητα (δηλ. ενέργεια από πρόθεση). Η τέχνη απλώς εκφράζει αβίαστα την ομορφιά της ζωής. Σκοπός της τέχνης είναι να εκφράσει την ιδέα του κάλλους. Κάθε δε άνθρωπος έχει αυτήν την δημιουργική ενέργεια μέσα του να δημιουργήση τέχνη άλλος λίγο ή άλλος πολύ λέγει ο Πλάτων. Κάθε δε καλλιτέχνημα είναι η προβολή της φαντασίας εις τον κόσμο των αισθήσεων. Έτσι λοιπόν κάθε καλλιτέχνημα βρίσκεται μεταξύ του αισθητού και του νοητού κόσμου και είναι κτήμα του λαού κατά πρώτον όπου ανήκει ο καλλιτέχνης και ύστερα γίνεται κτήμα όλου του κόσμου. Κάθε πραγματικό καλλιτέχνημα είναι τέτοιο όταν δεν φέρει μόνο την προσωπική αντίληψη, την προσωπική σφραγίδα του καλλιτέχνου αλλά φανερώνει το πραγματικό, το αμερόληπτο πνεύμα του λαού, τότε είναι πραγματικά αυθεντική τέχνη αναμφισβήτητη, έγκυρη, γνήσια, πρωτότυπη λειτουργία του δημιουργού. Μέσα σε κάθε εποχή υπάρχει η τάσις ορισμένοι δια της τέχνης να δημαγωγήσουν τότε η τέχνη γίνεται όργανον των σκοπών γίνεται τέχνασμα. Η τέχνη όμως αυτή δεν ικανοποιεί, δεν αναπαύει αλλά βασανίζει και τυραννεί τα πνεύματα των ανθρώπων, δεν λυτρώνει αλλά αγριεύει τις ψυχές. Παρουσιάζει την ωμότητα των επιθυμιών των ανθρώπων με τη βαναυσότητα χρωμάτων και μορφών. Η αληθινή όμως τέχνη, έρχεται ακριβώς να ιδανικεύσει την ωμότητα των αναγκών και των επιθυμιών και το πράττει καθώς αντίστοιχα ιδανικεύει τα χρώματα και τις μορφές. Το κύριο γνώρισμα της τέχνης είναι η ευγένεια, ο δε πραγματικός καλλιτέχνης πρέπει να νικήση το πνεύμα της εποχής του και να δίδη τέχνη αληθινή, πραγματική. Προ παντός η τέχνη, καθώς φανερώνει την ομορφιά που έχει η ζωή και που αναβλύζει από τη φαντασία, ημερώνει την αγριότητα και την ωμότητα της επιθυμίας. Μετριάζει η τέχνη τη σφοδρότητα των παθών και με το φως της μορφής χαρίζει γαλήνη και ευδαιμονία στην ψυχή του ανθρώπου. Τότε η ψυχή αναπαύεται από τη σφοδρότητα των παθών και των επιθυμιών, μεταλαβαίνει ευδαιμονία και χάρη και χαίρεται την πληρότητα του είναι της, χαίρεται τον ελεύθερο δηλαδή αυτοδεσμευμένο ανθρωπισμό της. Η εικόνα της τέχνης συγκεντρώνει μέσα στα όρια της μορφής σαν κινούμενη ουσία την γενική ιδέα της ζωής. Και τέλος μας αρκεί αυτό που είπε ο Νίτσε: «Για να μην καταστραφούμε από τη γνώση, από τη διανοητική κυριαρχία του κόσμου, έχομε την τέχνη».

Εν κατακλείδι κατά τον ποιητή Αντώνη Λάρδα τον πολυγραφότατο Χιώτη συγγραφέα. Σε μια εποχή που όλα τα φώτα είναι στραμμένα στην εύληπτη στη μαζική, στην εκ προμελέτης προσέγγιση της τέχνης, η ποίηση –όπως συμβαίνει παντού άλλωστε- ακολουθεί τον περίπου άγνωστο δρόμο της. Υπερήφανη, επιμένει αδιάλλακτα, αντιδουλικά, ακατάδεκτα να την αποδεχτούμε εμείς σαν απαραίτητο συστατικό του βίου μας. Αποφεύγει τις γελοίες υποκλίσεις, την εφήμερη ρηχή δημοσιότητα, τα υποκριτικά χαμόγελα. Γιατί ξέρει πως εκείνη προπάντων μπορεί να διαλύει και να συνθέτει ταυτόχρονα το γνωστό και το άγνωστο, τον παράδεισο και την κόλαση, το κενό και την ύπαρξη. Γιατί ξέρει πως εκείνη προπάντων  αφαιρεί τη συμβατότητα της ζωής και την μετατρέπει σε απώτατη ελευθερία, σε αφιέρωση που δεν περιμένει αντίδωρο. Γιατί γνωρίζει πως η λειτουργία της πραγματώνεται κάθε φορά με ένα μοναδικό τρόπο που καταργεί κάθε φράγμα, που αφυπνίζει συναισθήματα, συνθέτει όνειρα, βλέπει και δείχνει, ερωτά και απαντά, προετοιμάζει το μέλλον. Και όλα αυτά χωρίς ανοχή, σκοπιμότητα, χωρίς μισόλογα, χωρίς μαζική παραγωγή και κατανάλωση, χωρίς εισιτήρια και εισπράξεις. Η πλήρης τέχνη που δεν επαιτεί αλλά απαιτεί. Είναι όμως μονάχα η μεγαλοσύνη και η απαιτητικότητα της ποίησης που την καταδικάζουν σ΄ ένα ιδιότυπο εμπάργκο; Γιατί άραγε το πλατύ κοινό δεν ενδιαφέρεται για την ποίηση τόσο όσο για τις άλλες μορφές τέχνης; Γιατί η πολιτεία, τα πνευματικά ιδρύματα, οι εκδότες δεν επενδύουν περισσότερα σ’ αυτό το απέραντο ορυχείο θαυμάτων; Κι ακόμη. Υπάρχει σύγχρονη ποιητική παραγωγή και μάλιστα τέτοια που να σταθεί στο κέντρο του κοινωνικού ενδιαφέροντος να συγκινήσει, να γοητεύσει, να ενθαρρύνει δημιουργούς και Αναγνώστες; Κι ακόμη μήπως πρέπει να αναληφθεί πρωτοβουλία σε κάθε τοπικό επίπεδο για να μην εγκαταλείπει ο ποιητής  σαν τον καραβομαραγκό την ποιητική του βαρκούλα στα χέρια άλλων ή και κάποιων που θάλεγα, πως ίσως άθελά τους, δεν ερευνούν και δεν κρίνουν τα πράγματα αντικειμενικά και κατά συνέπεια τα βλέπουν ρηχά και επιφανειακά.