Κείμενο και εικόνες: Βασίλης Α. Πουλαρίκας
Η πρώτη επίσκεψη στο Κάιρο για έναν απαίδευτο ταξιδιώτη μπορεί να είναι και η τελευταία του. Λίγο θλιβερή διαπίστωση, αλλά με μια ισχυρή δόση αλήθειας. Το Κάιρο είναι μια πόλη που με την πρώτη ματιά, σου δίνει την εντύπωση ότι ακροβατεί διαρκώς σε ένα τεντωμένο σχοινί, δίχως ένα κάποιο δίχτυ ασφαλείας από κάτω. Και αφού δει τα βασικά αξιοθέατα, να λήξει η πρώτη επαφή του επίδοξου επισκέπτη, με μια πόλη μεγάλη, γεμάτη μυστήριο και άφθονες ανατροπές.
Βρέθηκα σε αυτή την θέση κι εγώ, στις πρώτες μου επαφές με το Κάιρο και όντας έτοιμος να κλείσω το κεφάλαιο αυτό και να προχωρήσω, η μοίρα αποφάσισε να μου δώσει μια δεύτερη ευκαιρία. Και η δεύτερη αυτή ευκαιρία είχε το όνομα μιας γειτονιάς στις παρυφές των Πυραμίδων. Την Νάζλετ αλ Σαμάν.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ξεκίνησα να περπατάω χωρίς σκοπό και προσανατολισμό στους δρόμους του Καΐρου, φωτογραφίζοντας ότι μου υποδείκνυε το φως της κάθε στιγμής. Σκηνές δρόμου από την αυγή της κάθε μέρας με χρώματα, αρώματα και ήχους να προσπαθούν να στριμωχτούν στο φωτογραφικό μου κάδρο έτσι ώστε να καταλήξουν έμψυχα ενσταντανέ. Να μεταμορφωθούν. Να περάσουν μέσα από δικό μου βίωμα και να αποκτήσουν υπόσταση στον εσώτερο κόσμο μου.
Εις μάτην όμως. Όσο και αν προσπαθούσα οι εικόνες που συνέλεγα ήταν γεμάτες με τα προαποφασισμένα συμπεράσματα του μυαλού μου, και όχι με τους ευσεβείς πόθους της καρδιάς μου, για το τί ήθελα. Σταμάτησα να φωτογραφίζω και απλά περπατούσα. Θυμάμαι τον εαυτό μου κάτω από τον καυτό ήλιο σε μια μεγάλη λεωφόρο. Την Αλ Χάραμ. Εντυπωσιακός δρόμος. Μεγάλος, αρχοντικός και στη μέση του πανύψηλοι φοίνικες να χωρίζουν την πορεία αυτών που κατευθύνονταν προς τις Πυραμίδες και αυτών που πήγαιναν προς το κέντρο της πόλης. Τα δικά μου βήματα τραβούσαν προς τις Πυραμίδες και ο δρόμος ήταν μακρύς. Ήταν μια καλή ευκαιρία να τις επισκεφτώ, να δω από κοντά αυτά τα θαύματα του κόσμου.
Μετά από πολύ ώρα η μεγάλη λεωφόρος έφτασε στο τέλος της και έστριψα αριστερά. Ένας άλλος μεγάλος και πολύβουος δρόμος ανοίχτηκε μπροστά μου. Γεμάτος αυτοκίνητα, λεωφορεία, μηχανάκια, πεζούς. Με αγχωμένους οδηγούς να κορνάρουν συνεχώς προσπαθώντας να ακροβατήσουν στα ελάχιστα κενά του δρόμου κάνοντας περίτεχνες μανούβρες για να ξεφύγουν από την φρικτή κίνηση που τους υποχρέωνε στην ακινησία.
Υπέμενα αυτήν την κατάσταση καρτερικά έχοντας στο μυαλό μου ότι σε λίγο θα είμαι μπροστά από τις μεγάλες Πυραμίδες και τη Σφίγγα.
Όπως περπατούσα αμέριμνος με το μυαλό μου στις εικόνες που θα αντίκρυζα σε λίγη ώρα, άκουσα έντονα ποδοβολητά και χλιμιντρίσματα αλόγων. Αίφνης τρία νεαρά αγόρια πάνω στα καφέ άλογά τους πετάχτηκαν από ένα μικρό στενάκι στα δεξιά μου κόβοντάς μου με βία την πορεία αλλά υποδεικνύοντας μου ένα άνοιγμα. Ένα σοκάκι . Στενό και σκοτεινό. Τα άλογα και οι ιππείς τους χάθηκα κάπου στο μεγάλο δρόμο κι εγώ σαστισμένος κοιτούσα με περιέργεια αυτή τη μικρή ρωγμή στο χώρο. Στο βάθος του στενού δρόμου περπατούσαν γυναίκες, άντρες, παιδιά. Έστριψα και ακολούθησα αυτό το μονοπάτι χωρίς δεύτερη σκέψη. Το μυαλό μου δεν μπορούσε να ισορροπήσει στην αντίθεση των λίγων μέτρων. Από τη μια πλευρά η πολύβουη λεωφόρος τού σήμερα και από την άλλη η ρωγμή στο χώρο και στο χρόνο. Μια μεταφορά σε μια άλλη εποχή βγαλμένη από τις υπέροχες μυθιστορηματικές εικόνες του Ναγκίμπ Μαχφούζ που τόσο με είχαν συγκινήσει όταν τις είχα διαβάσει.
Ρώτησα τον πρώτο οδοιπόρο που συνάντησα πως ονομάζεται η συγκεκριμένη γειτονιά. «Νάζλετ αλ Σαμάν κύριε, η γειτονιά που αγκαλιάζει τις πυραμίδες» μου απάντησε στα Αγγλικά και απομακρύνθηκε.
Έμεινα να περπατάω στα στενά σοκάκια μιας άλλης εποχής, με αναβάτες αλόγων και καμηλών, καθώς και την παρουσία κάμποσων τούκ τούκ, των μοναδικών μηχανοκίνητων οχημάτων που χωρούσαν στα στενά σοκάκια, ως μια ενοχλητική αντίστιξη στην ατμόσφαιρα της στιγμής.
Ένιωθα απίστευτα ενθουσιασμένος περιδιαβαίνοντας σε έναν κόσμο με την αίσθηση ότι μόλις είχα ανακαλύψει κάτι μοναδικό και συνάμα μαγικό. Άνοιξα τη φωτογραφική μου μηχανή νιώθοντας σίγουρος πια, ότι αυτό είναι το μέρος όπου η καρδιά, το μυαλό και ο φακός μου, είναι σε απόλυτη ευθεία και αγαστή συνεργασία. Δεν είχα να κάνω οτιδήποτε άλλο παρά μόνο να υπάρχω σε αυτή τη δίνη των χρωμάτων.
Μια γυναίκα που καθόταν έξω από το σπίτι της και καθάριζε φασολάκια σε μια μεγάλη γαβάθα, αρχικά με κοίταξε και στη συνέχεια με ρώτησε τι ψάχνω. Τίποτα, περπατώ και φωτογραφίζω της απάντησα. Και εκείνη την στιγμή τέσσερα μικρά αγγελουδάκια ξεπρόβαλαν από την αυλή του σπιτιού της και άρχισαν να με περιεργάζονται γελώντας. Μου ζητούσαν να τα φωτογραφίζω συνεχώς. Έπαιρναν πόζες και χοροπηδούσαν μπροστά μου απαιτώντας παιδιάστικα να δουν τους εαυτούς τους στην οθόνη της φωτογραφικής μηχανής. Αφού πέρασα τα τεστ με τους μπόμπιρες να δείχνουν ικανοποιημένοι με τράβηξαν στην αυλή του σπιτιού τους για να γνωρίσω και τα άλλα μέλη της οικογένειάς τους. Τον παππού τη γιαγιά το μικρό νεογέννητο αδελφάκι τους. Τον μπαμπά και τα άλλα αδέλφια. Όλοι ξαφνικά μπροστά στα μάτια μου. Ένας ποταμός χρωμάτων, ήχων, συναισθημάτων, γέλιων σε μια μικρή αυλή. Την αυλή των θαυμάτων. Αυτό είναι η Αίγυπτος σκέφτηκα. Μια αυλή θαυμάτων. Και εγώ στη δίνη αυτή, ο τυχερός.
Φωτογράφιζα προσπαθώντας να κάνω τις στιγμές να κρατήσουν για πάντα . Η μαμά της οικογένειας μου προσέφερε ευγενικά ένα ζεστό τσάι με λίγα κουλουράκια. Δίπλα μου βέλαζε μια κατσίκα που είχε βγει από το μαντρί ενώ στο βάθος της αυλής έβλεπα ένα ψηλό καφέ άλογο και μια άμαξα. Σύνεργα και συνεργάτες της δουλειάς.
Οι λέξεις μου στα Αιγυπτιακά ήταν πολύ λίγες. Αυτό όμως δεν ήταν φραγμός αλλά μια ουσιαστική απελευθέρωση της επαφής. Οι σιωπές και τα βλέμματα, οι χειρονομίες και οι κινήσεις απέκτησαν τόσο μεγάλη σημασία που μέσα από αυτές χώρεσαν πολύ περισσότερα νοήματα απ’ ότι θα μπορούσαν να περιγράψουν κάποιες ανούσιες και αμήχανες λέξεις. Τους ένιωσα αυτούς τους ανθρώπους. Με καλέσανε για φαγητό, αλλά αρνήθηκα ευγενικά. Ήθελα να νιώσω πάλι τον ηλεκτρισμό του δρόμου.
Ο ήλιος έδυε σιγά σιγά και τα ηλεκτρικά φώτα του δρόμου που μόλις είχαν ανάψει άλλαζαν χρωματικά το τοπίο. Τα παιδιά παίζανε στα στενά σοκάκια κυνηγητό, και πίσω τους η θέα των χιλιετηρίδων με τις Πυραμίδες να ξεπροβάλουν σε κάθε άνοιγμα του δρόμου. Μπροστά στα μάτια μου, όλη η ιστορική συνέχεια στοιβαγμένη σε λίγα μέτρα απόσταση.
Ο Μαχμούτ ήταν ένας ξεναγός στις Πυραμίδες. Με είδε να περπατάω μόνος και με ρώτησε από που είμαι. Έλληνας του είπα. «Ωωω Γιουνάν, καλημέρα, καλησπέρα. Τι κάνεις; Καλά;» Χαμογέλασα βαθιά και του απάντησα. «Καλά είμαι». Αυτός συνέχισε στα αγγλικά προσκαλώντας με στο δικό του σπίτι να πιούμε έναν καφέ. Επέμεινε, αν και ήταν κάπως αργά. «Έλα να γνωρίσεις της οικογένεια μου». Τον ακολούθησα. Φτάσαμε στο σπίτι του. Οι πόρτες και τα παράθυρα του ισογείου σπιτιού ήταν ανοιχτές. Κάποιοι καθόντουσαν έξω στην αυλή και κάποιοι μέσα στο σπίτι. Το τσάι ετοιμάστηκε κι εγώ έκθαμβος παρατηρούσα τη νέα αυλή των θαυμάτων. Η τυφλή γιαγιά στο κέντρο του καναπέ, δίπλα της νέες κοπέλες ( μάλλον νύφες), μικρά παιδιά να φωνάζουν, η τηλεόραση να παίζει, κόσμος να μπαίνει και να βγαίνει από τα δωμάτια και ο Μαχμούτ να μου εξηγεί με σοβαρό ύφος τις δυσκολίες του επαγγέλματος και την κρίση που περνάει ο κλάδος. Εντυπωσιακή ατμόσφαιρα, ποιητικά σουρεαλιστική και γι αυτό μοναδική. Απόλαυσα την κουβέντα μου με τον ευγενικό άνθρωπο που με τίμησε με την πρόσκλησή του να επισκεφτώ το σπίτι του κι έμαθα πολλά πράγματα που νόμιζα ότι ήξερα, αλλά όπως αποδείχτηκε, αγνοούσα σε βάθος. Χάρηκα ιδιαίτερα που γνώρισα την συμπαθέστατη οικογένειά του, η οποία όπως μου εκμυστηρεύτηκε ό ίδιος, αποτελεί το λιμάνι της ζωής του και δεν θα μπορούσε να ζήσει διαφορετικά σε καμία περίπτωση.
Ανταλλάξαμε ευχές και υποσχέσεις για μια ακόμα συνάντηση και προσφέρθηκε να με συνοδεύσει στην άκρη της γειτονιάς για να επιστρέψω στο ξενοδοχείο μου.
Η εμπειρία αυτής της γειτονιάς και η γνωριμία με τους ανθρώπους της, με έμαθε να ισορροπώ και να φέρνω την τάξη στο χάος αυτής της μεγάλης και μαγικής πόλης. Μου έδειξε τα μυστικά περάσματα για να αποφεύγω το προφανές και να χάνομαι στο ουσιώδες. Και αυτή ήταν μόνο η αρχή.
(Πατήστε πάνω στις εικόνες για μεγαλύτερο μέγεθος.)
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση των φωτογραφιών χωρίς την έγγραφη άδεια του συντάκτη του άρθρου.