Γράφει ο Νικόλαος Νικηταρίδης

Η προαιώνια σχέση Ελλάδας – Αιγύπτου χάνεται στην άχλη του μύθου, όταν ένας από τους επτά σοφούς γιους του Ήλιου και της Ρόδου, ο Ακτίς, πήγε στη Χώρα του Νείλου και ίδρυσε πόλη, την οποία ονόμασε Ηλιούπολη. Είτε πάλι, όταν ο Δαναός, γιος του βασιλιά της Αιγύπτου Βήλου και της κόρης του Νείλου Αγχινόης, ταξίδεψε στο λίκνο της γενιάς του, την Αργολίδα, εκεί όπου ζούσαν οι Αργείοι, οι οποίοι θα ονομάζονταν και Αχαιοί και Δαναοί.

Αργότερα, στα πρώτα σφυρηλατήματα της ιστορίας πάνω στ΄ αμόνι του χρόνου που ακουμπά την 3η χιλιετηρίδα, οι Μινωίτες ναυτικοί έχοντας στα χέρια τους το εμπόριο της παλαιστινιακής ακτής με την Αίγυπτο, ονομάζονται από τους Αιγυπτίους ¨Κεφτιού¨, ενώ ακόμη και αιγυπτιακά βασιλικά αντικείμενα έχουν έρθει στο φως στα νεκροταφεία της Κνωσού. Και είναι αυτοί οι ¨Κεφτιού¨ που κατά την 18η δυναστεία πήραν την άδεια κατασκευής του λιμένα της Φάρου.

Δεν εκπλήσσει λοιπόν το γεγονός, πως οι τοιχογραφίες της Αυάριδος (Tell el-Dab΄a), που χρονολογούνται στις αρχές της 18ης δυναστείας, την εποχή δηλαδή του Φαραώ Άχμωσι (1552-1526 π.Χ.), βρίσκουν σε όλα τα εικονογραφικά τους θέματα στενά παράλληλα στην Κνωσό. Όπως στενές σχέσεις διαπιστώνονται και με τις τοιχογραφίες της Θήρας, ενώ δεν λείπουν οι αρχαιολογικές ενδείξεις επαφών αιγυπτιακού και μυκηναϊκού πολιτισμού, σημειώνοντας παραδειγματικά τα δώρα που έστειλε ο Αμένοφις Β΄ (1436-1412 π.Χ.) στην πόλη των Μυκηνών.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί και μία μυθική παράδοση που φέρει τους Αιγύπτιους, και μάλιστα το άνθος της χώρας, να καταφεύγουν στην Ελλάδα μετά την εισβολή των Υξώς στη Νειλοχώρα στο δεύτερο μισό του 17ου αι., και ν΄ αφήνουν ως ίχνη της φιλοξενίας αυτής το όνομα των Θηβών της Βοιωτίας, τον περί Σφίγγας μύθο του Οιδίποδα και την Καδμεία Ακρόπολη.

 Επί προσθέτως, κατά τον Αιγυπτιώτη ιατρό Β. Αποστολίδη οι Χανεμπού των ιερογλυφικών κειμένων, που κυριάρχησαν για μεγάλο διάστημα στην Αίγυπτο και απετέλεσαν έναν από τους κυριότερους αντιπάλους των Φαραώ, ήταν Έλληνες ή τουλάχιστον φυλετικά συγγενείς των Ελλήνων. Προς επίρρωση αυτού, ας σημειωθεί πως στο τρίγλωσσο διάταγμα επί της πτολεμαϊκής περιόδου Στήλης της Κανώπου όπου στο ελληνικό κείμενο απαντάται η λέξη ¨Έλληνας¨, στο δημοτικό αναγράφεται ¨Γιουνάν¨ και στο ιερογλυφικό ¨Χανεμπού¨.

Αργότερα, Ίωνες έμποροι – Μιλήσιοι κατά πάσα πιθανότητα – θα εγκατασταθούν μόνιμα κάπου στο Δέλτα το 849 π.Χ., ενώ στα 661 π.Χ. Έλληνες μισθοφόροι θα πλαισιώσουν το στρατό του φαραώ Ψαμμήτιχου, στους οποίους και προσφέρονται δύο περιοχές για να κατοικήσουν : Η μία είναι η Δάφνη κοντά στη Διώρυγα – το σημερινό χωριό Τελ ελ Νταφάνε – και η άλλη η Ναύκρατις, λίγο μακρύτερα από το Νταμανχούρ. Και είναι οι Έλληνες μισθοφόροι που θα φέρουν στο θρόνο το φαραώ Άμασι, η βασιλεία του οποίου συμπίπτει με χρόνια μεγάλης ευημερίας για την Αίγυπτο. Αργότερα δε, ο φαραώ Ντζένερ θα έχει στο στρατό του 11.000 Έλληνες, οι οποίοι στη διένεξη γιου και πατέρα θα πάρουν το μέρος του γιου, κι έτσι ο Νεκτανεβώ Β΄ θα ανέλθει στην εξουσία. Για την περίοδο αυτή, σημειώνεται ως σημαντικό στοιχείο της επίδρασης του αιγυπτιακού πολιτισμού στον ελληνικό, πως η ελληνική θρησκεία κατά τον 6ο και 5ο αι. θα περιλάβει τη λατρεία πολλών αιγυπτιακών θεοτήτων, όπως του Άμμωνα, της Ίσιδας και του Όσιρι. Κι ας μη ξεχνάμε τα ταξίδια στη σοφή Νειλοχώρα σπουδαίων Ελλήνων όπως ο Ηρόδοτος και ο Πλάτωνας.

 Αναλυτικότερα, για την περίοδο της εισβολής των Περσών στην Αίγυπτο καταγράφεται από τον Αιγυπτιώτη Γ. Αρβανιτάκη πως οι Έλληνες με πολλή προθυμία έσπευσαν να υποστηρίξουν τους αγώνες των Αιγυπτίων για την ανεξαρτησία τους, ενώ σε όλες τις επαναστάσεις τους κατά του κατακτητή οι Αιγύπτιοι έλαβαν σοβαρή υποστήριξη από τους Έλληνες. Τα ονόματα των Αθηναίων στρατηγών Χαβρίου, Ιφικράτους, Διοφάντους, των Σπαρτιατών Αγησιλάου Βασιλέως, Λαμίου Στρατηγού, του Ροδίου Μέντορος, κ.ά., κατέχουν λαμπρές σελίδες των εθνικών αιγυπτιακών αγώνων. Όταν ο Καμβύσης εκστράτευσε κατά της Αιγύπτου, βρήκε στα βορειοδυτικά σύνορα της χώρας Αιγυπτίους και Έλληνες υπό τον Ψαμμήτιχο Γ΄. Δυστυχώς όμως η χώρα υπέκυψε. Αλλά επί Αρταξέρξη Α΄ του Μακρόχειρος, ένα γνήσιο και ευγενές τέκνο της Αιγύπτου, ο Ίναρως, βασιλέας της Μαρέας, ύψωσε για πρώτη φορά το λάβαρο της επανάστασης (462 π.Χ.). Τον ακολούθησαν και άλλοι βασιλίσκοι του Δέλτα και κυρίως ο Αμνεταίος. Αλλά τις ελπίδες του στήριξε στην υποστήριξη των Ελλήνων και ιδίως των Αθηναίων, οι οποίοι με κάθε τρόπο ήθελαν να περιορίσουν την περσική δύναμη στην Ασία. Διακόσιες ελληνικές τριήρεις που είχαν ναυλοχηθεί περί την Κύπρο υπό το ναύαρχο Χαριτιμίδη έπλευσαν στην Αίγυπτο. Ο Χαριτιμίδης χωρίς αναβολή επιτέθηκε κατά του περσικού στόλου, τον οποίο και κατέστρεψε κυριολεκτικά και ανέπλευσε το Νείλο, όπου συνάντησε τους Αιγύπτιους επαναστάτες, με τους οποίους βάδισε προς τους νοτιότερα στρατοπεδευμένους Πέρσες, οι οποίοι είχαν έρθει από τη Μέμφιδα υπό τη στρατηγία του Σατράπη της Αιγύπτου Αχαιμένη και ανέρχονταν σε 300 χιλιάδες. Οι Πέρσες συντρίφθηκαν κατά κράτος στην περίφημη μάχη της Παμπρήμιδος και ο Ίναρως σκότωσε τον Αχαιμένη. Μετά τη νίκη, οι ελληνοαιγυπτιακές δυνάμεις ανέπλευσαν το Νείλο και έφθασαν στη Μέμφιδα, όπου είχαν καταφύγει οι περσικές φρουρές με τους λίγους φιλοπέρσες ιθαγενείς. Ο Χαριτιμίδης, μαθαίνοντας πως ισχυρός φοινικικός στόλος ανέπλεε κατά αυτού το Νείλο, έσπευσε να τον προϋπαντήσει και τον καταπόντισε, με 30 φοινικικά πλοία να βυθίζονται και 20 να αιχμαλωτίζονται. Η πολιορκία της Μέμφιδας δεν διάρκεσε πολύ και η πόλη αλώθηκε. Αλλά η ακρόπολη της, γνωστή ως ¨Λευκό Τείχος¨, άντεξε μέχρι να έρθουν από την Ασία δυνάμεις υπό το Μεγάβαζο. Κατόπιν σφοδρών συγκρούσεων, οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τη πόλη και να καταφύγουν στη νήσο Προσωπίτιδα. Ο Χαριτιμίδης είχε σκοτωθεί και ο Ίναρως συνέχιζε τον αγώνα βαριά τραυματισμένος. Η λεγόμενη αυτή νήσος ήταν ένα απλό κομμάτι του Δέλτα περικυκλωμένο από διώρυγες, τις οποίες κατείχαν τα ελληνικά πλοία. Ο Μεγάβαζος έκτρεψε το νερό, με αποτέλεσμα να ξεραθούν οι διώρυγες, τα πλοία να μείνουν στον πυλό και το περσικό πεζικό με έφοδο να καταλάβει το στρατόπεδο των επαναστατών το 454 π.Χ.. Ο τραυματισμένος Ίναρως με 6.000 Έλληνες κατέφυγε στην καλά οχυρωμένη Βίβλο, την οποία μη μπορώντας να καταλάβει ο Μεγάβαζος, δέχθηκε τους όρους του Ίναρου : Συγνώμη εν ονόματι του βασιλέως και υπόσχεση στους Έλληνες ότι θα σταλούν στις πατρίδες τους. Επιστρέφοντας όμως στα Σούσα, εξήγησε μεν στον Αρταξέρξη τα καθέκαστα τα οποία και αποδέχθηκε, αλλά η βασίλισσα Άμωτις με την επιμονή της κατόρθωσε να της παραδοθούν τελικά οι αιχμάλωτοι. Ο Ίναρως σταυρώθηκε, 50 Έλληνες φονεύτηκαν και οι υπόλοιποι φυγαδεύτηκαν από το Μεγάβαζο… Λίγο μετά την πτώση της Προσωπίτιδας 50 αθηναϊκές τριήρεις πλέοντας προς την Αίγυπτο για να αντικαταστήσουν τμήματα του στόλου, έχοντας άγνοια των συμβάντων, στάθμευσαν στο ακρωτήριο Μενδήσιον, δεχόμενοι αιφνιδιαστική επίθεση από τους Πέρσες στην ξηρά και τους Φοίνικες στη θάλασσα, με αποτέλεσμα οι περισσότερες να καταστραφούν και ελάχιστες να διαφύγουν. Αυτό υπήρξε και το τέλος της μεγάλης εκστρατείας των Αθηναίων και των συμμάχων τους στη Χώρα του Νείλου, μια εκστρατεία που μπορεί να μην είχε αίσιο τέλος, αλλά και απασχόλησε ολόκληρο το περσικό δυναμικό μένοντας ανενόχλητες οι ελληνικές πόλεις και ο Αρταξέρξης συνειδητοποίησε την πολεμική αξία των Αθηναίων, οι ηρωισμοί και οι θυσίες των οποίων στην Αίγυπτο παρέμειναν στη μνήμη των μεταγενεστέρων, με τον Πλάτωνα στον ¨Μενεξένο¨ να τους αναφέρει τιμητικά ανάμεσα στους πρωτεργάτες της ελευθερίας των Ελλήνων.

Με το κύλισμα του χρόνου, κατόπιν θα πάει στην Αίγυπτο ο Αλέξανδρος, που χρίστηκε Φαραώ το 332 π.Χ. και τον οποίο δέχθηκαν οι Αιγύπτιοι ως απελευθερωτή της χώρας τους από τη μισητή δυναστεία των Περσών. Ακολουθούν οι τρεις λαμπροί αιώνες της Πτολεμαϊκής εποχής, όταν η Αίγυπτος, με πρωτεύουσα την Αλεξάνδρεια, μεταμορφώνεται σε μια ακτινοβολούσα εστία ελληνικού πνεύματος, εφάμιλλη με εκείνη της κλασικής εποχής του Περικλή.

Και το τέλος των ελληνοαιγυπτιακών σχέσεων στην αρχαιότητα έρχεται το 30 π.Χ. με το θάνατο της Κλεοπάτρας Ζ΄ και την κατάκτηση της Αιγύπτου από τους Ρωμαίους.