Γράφει ο Ιωάννης Φουρτούνας

Το Αμπουκίρ είναι μία αιγυπτιακή πόλη 20 χλμ ανατολικά της Αλεξάνδρειας στο ακρωτήρι όπου καταλήγει ο κανωπικός βραχίονας του Νείλου, περιβάλλεται από λίμνες ενώ η σημερινή ονομασία του είναι «Abukir»  που σημαίνει  «η πόλη του Κύρου».

 Λέγεται έτσι γιατί κατά τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού υπήρχε εκεί τέμενος επ’ ονόματι των αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου με τα ιερά λείψανα των μαρτύρων που επιτελούσαν πολυπληθή θαύματα.

Ο άγιος Κύρος ήταν ιατρός στην Αλεξάνδρεια και γιάτρευε τους ασθενείς όχι τόσο με τα βότανα όσον με την προσευχή και τη χάρη των θαυμάτων που του είχε δώσει ο Χριστός ενώ   αργότερα το ιατρείο του έγινε ναός.

Βλέποντας ο άρχοντας της πόλεως να φέρνει πολλούς στο Χριστό, διέταξε να τον συλλάβουν για να τον αφανίσει, ενώ εκείνος έφυγε σε παραθαλάσσια περιοχή όπου φόρεσε το μοναχικό σχήμα εγκαταλείποντας τα εγκόσμια.

Ο Ιωάννης ήταν αξιωματικός από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας, ήρθε στη Αλεξάνδρεια ακούγοντας τη φήμη του αγίου Κύρου, τον αναζήτησε στο ερημητήριό του, όπου και παρέμεινε συνασκητεύοντας μαζί του.

Κατά τον μεγάλο διωγμό επί Διοκλητιανού στη πόλη «Κάνωπος» (το σημερινό Αμπουκίρ) τρείς παρθένες συλλαμβάνονται μαζί με την ευσεβή μητέρα τους και οδηγούνται στη φυλακή, με σκοπό την θανάτωσή τους.

Είναι η Θεοκτίστη, η Θεοδότη και η μόλις 11 χρονών Ευδοξία που με τη μητέρα τους Αθανασία φυλακίζονται και για τις οποίες ο άγιος Κύρος μαζί με τον Ιωάννη έρχονται κρυφά στην πόλη να τις συμπαρασταθούν.

Τις προετοίμαζαν να μην δειλιάσουν προαλείφοντάς τους για το μαρτύριο, τους έδωσαν δύναμη να αντέξουν τα βασανιστήρια για να λάβουν τους στεφάνους της αγνείας τους και την αιώνια βασιλεία των ουρανών.

Όμως έγιναν αντιληπτοί οι άγιοι μάρτυρες και συνελήφθησαν υπέστησαν φρικτά μαρτύρια, μετά από τις άγιες παρθένες και την μητέρα τους και  μαρτύρησαν με αποκοπή της κεφαλής τους στις 31 Ιανουαρίου του 292 μ.χ.

Τα χαριτόβρυτα λείψανά τους τοποθετήθηκαν επί Κυρίλλου στο παμμεγέθη ναό των Αγίων Αποστόλων λίγο μετά την Κάνωπο όπου πλήθος ασθενούντων προσέρχονταν και θεραπεύονταν από παντοίες ασθένειες.

Κατά τον 7ον αι. ο άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων που επισκέφτηκε την Αλεξάνδρεια χάριν προσκυνήσεως έτυχε να τυφλωθεί και προσερχόμενος στο τέμενος των αγίων βρήκε τη λύτρωση και το φως των οφθαλμών του.

Εις ένδειξη ευγνωμοσύνης υποσχέθηκε στους αγίους και έγραψε για τα θαύματά τους, έργο το οποίο εξέδωσα στην Ελλάδα από το Κέντρο Πατερικών Εκδόσεων, πρώτη πλήρης έκδοση των θαυμάτων των αγίων.

Τα θαύματα των αγίων Κύρου και Ιωάννου είναι τα πιο παράδοξα της χριστιανοσύνης, τα οποία συγκινούν τον αναγνώστη και τον κάνουν να ανυμνεί τον Θεό. Ας αναφέρουμε δε και εμείς μερικά από αυτά προς δόξαν των αγίων:

Η Δωροθέα πηγαίνοντας με τα πόδια για το τέμενος των αγίων κάθισε κάτω από ένα δέντρο να ξεκουραστεί μαζί με τα δυο της παιδιά. Το μεγάλο της παιδί βρήκε ένα αυγό και για να μη το δώσει στο αδερφάκι του το κατάπιε.

Στο τέμενος το παιδί παρουσίαζε συσπάσεις και πόνους, ενώ η μητέρα αγωνιώντας προσευχήθηκε στους αγίους λέγοντάς τους πώς ενώ άλλοι έρχονται άρρωστοι και θεραπεύονται αυτή έφερε υγιή τα παιδιά της που τώρα ασθενούν.

Τότε εμφανίστηκαν στον ύπνο της και της είπαν «Πάρε το πρωί το παιδί σου και άφησε το χάμω στο αίθριο του τεμένους και θα δεις τη δύναμη του Θεού». Και το άφησε μόνο του ενώ πλήθος προσκυνητών παρατηρούσε από μακριά.

Τότε στην πύλη του τεμένους εθεάθη μία δράκαινα που πήγε κοντά στο άρρωστο παιδί σφυρίζοντας ενώ τα παιδιά της που ήταν στο στομάχι του παιδιού ακούγοντας τη φωνή της μητέρας τους βγήκαν και την ακολούθησαν!

Η Στεφανία είχε καρκίνο και βλέποντας την ανικανότητα της επιστήμης επάνω εις αυτήν την αρρώστια προσήλθε στους αγίους και την ώρα που τους παρακαλούσε σκυμμένη πάνω από τα λείψανά τους έγινε το θαύμα:

Την ώρα που με δάκρυα και στεναγμούς παρακαλούσε απέβαλε τον καρκίνο από το σώμα της και το είδαν όσοι ήταν εκεί και όλοι οι άλλοι τις απόμενες μέρες αφού τον είχαν κρεμασμένο πάνω από τα ιερά τους λείψανα…

Ο Παύλος είχε σοβαρό πρόβλημα υγείας αφού το κεφάλι του ήταν πρησμένο είχε αϋπνίες και κραύγαζε διαρκώς από τους πόνους χωρίς οι γιατροί να μπορέσουν να δώσουν κάποια εξήγηση περί του φαινομένου.

«Πήγαινε, του είπαν στον ύπνο του, έξω από την πύλη του Ναού και όποιον κι αν εύρεις χτύπα τον δυνατά στο σαγόνι με όση δύναμη διαθέτεις και θα θεραπευτείς!» κι εκείνος πήγε και είδε έναν στρατιώτη με ένα ραβδί.

Κάμνοντας υπακοή του έδωσε μία πολύ δυνατή γροθιά στο σαγόνι κι εκείνος βράζοντας από θυμό του καταφέρνει ένα ισχυρότατο χτύπημα στο κεφάλι με το ραβδί του που του το άνοιξε εντελώς και τον πέταξε κάτω.

Τότε από την ανοιχτή πληγή της κεφαλής του βγήκαν αίματα και αμέτρητα σκουλήκια που είχαν κάνει φωλιά το κεφάλι του και έτσι θεραπεύτηκε και δοξάζοντας τους αγίους επέστρεψε υγιής εις την πατρίδα του.

Ο Θεόδωρος ήταν Αιγύπτιος αποσχισμένος από την εκκλησία έπασχε δε από την αρρώστια των ποδιών. την ποδάγρα, είχε διογκωμένες τις κλειδώσεις τα δάκτυλα του ήταν σαν πέτρες και τα άκρα του είχαν εντελώς παραμορφωθεί.

Αφού εξόδευσε όλη του την περιουσία ήρθε στο τέμενος και παρακαλούσε να θεραπευτεί ενώ οι άγιοι του εμφανίζονταν στον ύπνο του και τον παρότρυναν να επιστρέψει στην Ορθοδοξία διότι μόνον τότε θα τον θεράπευαν:

«Εάν πεισθείς και γίνεις ομόδοξος με εμάς στην πίστη, κι εμείς τότε θα πειστούμε στις παρακλήσεις σου και θα ικετεύσουμε τον δεσπότη Χριστό, γιατί πώς και με ποιο θάρρος να τον παρακαλέσουμε ενώ εσύ είσαι στην αίρεση;»

Μετά είδε άλλο όραμα, να κάθονται οι άγιοι σε χρυσούς θρόνους και να τον συλλαμβάνουν και να τον αλυσοδένουν και όλοι οι δίκαιοι να θερμοπαρακαλούν να σωθεί ο Θεόδωρος, εάν βέβαια απομακρυνθεί από την αίρεση.

Τελικά όμως επήρε τη χάρη ο Θεόδωρος και οι άγιοι χαρούμενοι του είπαν: «τώρα πήγαινε και κοιμήσου στο τετράπυλο και φέρε λάδι από την εικόνα του Σωτήρος και άλειψε τα πόδια σου και θα θεραπευτείς».

Και όντως κοιμήθηκε στο τετράπυλο και καθώς κοιμόταν είδε ένα πελώριο φίδι να βγαίνει και να απομακρύνεται από τα πόδια του, ενώ το πρωί επήρε λάδι επάλειψε τα πόδια του και θεραπεύτηκε ψυχικά και σωματικά.

Ο Γεννάδιος πονούσε στην κεφαλή αλλά όχι όπως οι άλλοι άνθρωποι, καθώς υπέμεινε πολλούς πόνους, με κάποιους ήχους και με μία βομβώδη κίνηση, συμπτώματα παράδοξα και πρωτοφανή σε όλους τους ανθρώπους.

Εξόδευσε όλη την περιουσία του στους γιατρούς χωρίς κανένα αποτέλεσμα ενώ μία νύχτα του εμφανίζονται οι άγιοι και τον ρωτούν αν θέλει να θεραπευτεί και αυτός είπε ναι. Τότε οι άγιοι του απαντούν :

«Αν θέλεις να θεραπευτείς το πρωί μόλις ξυπνήσεις και βγεις από το τέμενος θα συναντήσεις τρεις καμήλες με έναν άντρα να τις τραβάει. Εσύ τότε πιάσε την τελευταία καμήλα από την ουρά και μην την αφήσεις πριν να κοπρίσει»

Πράγματι, το πρωί βγήκε έξω από το τέμενος, έπιασε την ουρά της καμήλας και δεν την άφηνε, ώσπου ο καμηλιέρης θύμωσε τόσο πολύ που με το καμτσίκι του κατάφερε ένα καίριο χτύπημα στο κεφάλι του Γενναδίου.

Άνοιξε τότε μια μεγάλη πληγή και από αυτήν βρήκαν επιτέλους διέξοδο οι μύγες που κατοικούσαν μες το κεφάλι του και από την κοπριά της καμήλας με νερό έκαναν κατάπλασμα με το οποίο σκέπασαν την χαίνουσα πληγή.

Έτσι οι μύγες δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν ξανά στη φωλιά τους και έφυγαν από τον άνθρωπο ο οποίος έκτοτε έζησε σε πλήρη υγεία ενώ μια ουλή που παρέμεινε στη κεφαλή του να υπενθυμίζει το παράδοξο συμβάν.

Ο Γέσιος ήταν ειδωλολάτρης ιατρός το επάγγελμα που δεν πίστευε στους αγίους και διατείνονταν ότι τα θαύματα που επιτελούν γίνονται με βάση τις ιατρικές συνταγές του Γαληνού και του Ιπποκράτη.

Μάλιστα ανέλυε την κάθε θεραπεία των αγίων ότι υπάρχει στην τάδε και στην δείνα σελίδα των συγγραμμάτων των αρχαίων ιατρών μη πιστεύοντας ότι οι θαυματουργίες των αγίων είναι αληθινές από το πνεύμα το άγιο.

Αρρώστησε όμως και αυτός με γενική παραλυσία των ώμων, της ωμοπλάτης και του λαιμού που αυτός δεν μπορούσε να θεραπεύσει με τα γιατρικά του ούτε με τις συνταγές των διάσημων ιατρών της αρχαίας Ελλάδας.

Επειδή ήταν σε αδιέξοδο και πιεζόμενος αναγκάστηκε να προσέλθει ,αν και δεν πίστευε στους αγίους και να ζητήσει την βοήθεια τους, ενώ οι άγιοι εμφανιζόμενοι αποφάσιζαν να θεραπευόσουν και το σώμα και την ψυχή του.

«Φέρε, του λένε, ένα σαμάρι και φόρα το εκεί ακριβώς που πάσχεις στον ώμο και το λαιμό και κάθε μεσημέρι να περνάς γύρω γύρω από το τέμενος και να φωνάζεις «Ω! πόσο μωρός είμαι και ανόητος!» και θα βρεις την υγειά σου».

Δεν τους πίστεψε οπότε ξαναπαρουσιάστηκαν οι άγιοι αλλά αυτή τη φορά πρόσθεσαν να κρεμάσει και ένα κουδούνι στο λαιμό και να φωνάζει «Είμαι βλάκας!!!». Επειδή δε και πάλι αρνήθηκε πρόσθεσαν οι άγιοι και ένα χαλινάρι.

Αυτή τη φόρα πείστηκε ότι έπρεπε να θεραπευτεί και έτσι φόρεσε το σαμάρι κρέμασε από το λαιμό του το κουδούνι έβαλε χαλινάρι και γύριζε φωνάζοντας ότι είναι βλάκας και θεραπεύτηκε από όλες τις ασθένειες που είχε.

Τη νύχτα  εμφανίστηκαν στον ύπνο του οι άγιοι και του λένε: «αυτή η μέθοδος με την οποία σε θεραπεύσαμε πες μας σε ποια σελίδα του Γαληνού η του Ιπποκράτη υπάρχει; Άρα είναι φανερό ότι ψεύδεσαι σε αυτά που λες».

Έτσι με αυτόν τον τρόπο τον θεράπευσαν αλλά και ο Γέσιος αναγνώρισε την θαυματουργική δύναμη των αγίων τους ευχαρίστησε και επέστρεψε από το τέμενος υγιής και θεραπευμένος  εις την κατοικία του.

Κατά τα τέλη του 7ου αι. μέγας σεισμός και γεωλογικές μεταβολές προκάλεσαν τον αφανισμό της πόλεως του Κανώπου, που βυθίστηκε και καταποντίστηκε στη θάλασσα μαζί με άλλες τέσσερες γειτονικές πόλεις της περιοχής.

Έμεινε μόνον ένα ακρωτήρι πάνω οποίο σχηματίστηκε ένα μικρός οικισμός ενώ ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας στις αρχές του 20ου αι. έκτισε έναν ξύλινο ναό επ’ ονόματι των αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου.

Γύρω από τον ναό σχηματίστηκε η ελληνική κοινότητα του Αμπουκίρ ενώ την φροντίδα του ναού ανέλαβε ο ιατρός Περικλής Τσαπάρης ιδιοκτήτης του casino restaurant «Ζεφύριον».

O «Λεωνίδας» του Αμπουκίρ Περικλής Τσαπάρης χρησιμοποιούσε το χώρο ως αρχονταρίκι του Ναού των Αγίων, εκεί δεχόταν τους προσκυνητές και εκεί υποδεχόταν τους επισήμους αλλά και τους Έλληνες από την Ελλάδα.

Την εποχή της επανάστασης που ληστοσυμμορίες λυμαίνονταν την ύπαιθρο κάποια ένοπλη ομάδα ληστών αποφάσισε να κλέψει τα ξύλα του Ναού, ενώ ο Περικλής κατάλαβε ότι κινδύνευε να καταστραφεί ο Ναός.

Τότε πήρε ένα περίστροφο που είχε σπίτι επήγε και στάθηκε μπροστά στην είσοδο του Ναού και είπε στους ληστές: «Τώρα ελάτε αν τολμάτε να αναμετρηθούμε, θα περάσετε μόνον πάνω από το πτώμα μου!»¨.

Βίωσε πολλά θαύματα από τους αγίους, μια μέρα τότε που επισκεύαζε τον Ναό τους είδε να στέκονται στην σκεπή, ενώ έφυγε από τη ζωή ανήμερα της εορτής των αγίων Κύρου και Ιωάννου που τόσα χρόνια υπηρέτησε.

Κάθε χρόνο στην πανήγυρη των αγίων μαρτύρων ο Πατριάρχης Θεόδωρος Β΄ έρχεται και χοροστατεί στον Μέγα Εσπερινό και ανήμερα στην πανηγυρική θεία λειτουργία με πολλούς από τους Παροίκους που έχουν απομείνει. 

Δείτε εικόνες από το προσωπικό αρχείο του συντάκτη του άρθρου