O Σαμουήλ Μπισάρας είναι ένας από τους πλέον καταξιωμένους μεταφραστές της ελληνικής και της αραβικής γλώσσας. Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο «Νέο Φως» μιλά για τη μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισε στο έργο του, η οποία ήταν η μετάφραση του Καβάφη στα Αραβικά για την οποία και βραβεύθηκε.

Συνέντευξη στην Κάτια Τσιμπλάκη

Έμαθε τα πρώτα γράμματα στην Αχιλλοπούλειο Σχολή και πήρε το Απολυτήριο Ελληνικού Λυκείου από την Αμπέτειο Σχολή Καΐρου. Συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου, όπου πήρε το πτυχίο οικονομικών και πολιτικών επιστημών.

Με πρότασή του δημιουργήθηκε το πρώτο φροντιστήριο εκμάθησης της Ελληνικής  στη Σούμπρα. Σήμερα, μεταξύ άλλων, ασχολείται και την επιμέλεια του βιβλίου του Γ. Κοντόπουλου για τον Αιγυπτιώτη Ελληνισμό, που είναι υπό έκδοση από την Ε.Κ.Κ.

Γιατί ασχοληθήκατε με τη μετάφραση;

«Ασχολήθηκα πάρα πολύ νωρίς με τη μετάφραση διότι έπρεπε να μιλάω και Ελληνικά και Αραβικά στην οικογένεια. Ήταν μια βιωματική διαδικασία. Λίγο αργότερα ασχολήθηκα με την μετάφραση, όταν δούλεψα σαν μαθητής στην ιστορική πλέον εφημερίδα «Φως», με τον αείμνηστο αρχισυντάκτη Σωκράτη Πατέρα τη δεκαετία του ’80. Είναι και «χρυσή ευκαιρία να προτείνω τη διοργάνωση μιας τιμητικής εκδήλωσης για το Σωκράτη Πατέρα. Έπειτα, δούλεψα στο Αιγυπτιακό Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Έκτοτε, επί 36 χρόνια είμαι διερμηνέας, όπου μεταξύ άλλων εργάζομαι ως συνεργάτης σε διάφορα υπουργεία και διάφορες επίσημες αποστολές, επισκέψεις και συναντήσεις».

Υπάρχουν κοινά στοιχεία στην Ελληνική και στην Αιγυπτιακή Γλώσσα;

«Ναι υπάρχουν κοινές λέξεις και στη δομή και στη σύνταξη. Αλλά οι πιο πολλές λέξεις που μας έχουν μείνει στην Ελληνική παράδοση έχουν έρθει μέσω της Οθωμανικής παρουσίας. Και αυτό γιατί έχει πάρει πολλά αντιδάνεια από την Αραβική».

Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόσκληση που αντιμετωπίζετε στη μετάφραση;

«Από βιωματική εμπειρία η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν η μετάφραση του Καβάφη στα Αραβικά. Και αυτό γιατί η μεγαλύτερη ευθύνη που έχει ένας μεταφραστής είναι η ευσυνειδησία στη μεταφορά μιας λέξης από τη μία γλώσσα στην άλλη. Είχε πάρα πολλές δυσκολίες από άποψη γλώσσας αλλά είχε και πάρα πολλές δυσκολίες γιατί κάθε λέξη είχε ένα συγκεκριμένο ιστορικό διαπολιτισμικό πλαίσιο, το οποίο όφειλα να το μελετήσω πριν προβώ στη μετάφραση».

Θα θέλαμε να μας μιλήσετε και για την καινούργια σας δουλειά…

«Έχω αναλάβει την επιμέλεια ενός συγγράμματος του Γιάννη  Κοντόπουλου, για την ιστορία του Αιγυπτιώτη Ελληνισμού. Το βιβλίο θα γίνει σε συνεργασία με την Ελληνική Κοινότητα Καΐρου και την ευχαριστώ δημόσια για ό,τι κάνει στο θέμα του Πολιτισμού».

Βλέπουμε ότι στους Αιγυπτίους αρέσει η Ελληνική γλώσσα και υπάρχει και στο Αλ Άζχαρ και τμήμα για τη διδασκαλία της. Γιατί συμβαίνει αυτό;

«Το θέμα της διδασκαλίας της Ελληνικής Γλώσσας στην Αίγυπτο, ιστορικά εκτός Πανεπιστημίων, ξεκίνησε από ένα φροντιστήριο που είχαμε κάνει στον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων στη Σούμπρα. Ξεκίνησαν τα μαθήματα στο Ορθόδοξο Πατριαρχικό Πνευματικό Κέντρο, επί της θητείας του αείμνηστου προέδρου της Ε.Κ.Κ, Θεμιστοκλή Διαμαντίδη και του προέδρου του Κέντρου, Απόλλωνα Βλάχου. Αναφέρομαι στο ‘86 – ’87. Ο υποφαινόμενος είχα κάνει την πρόταση και είχα αναλάβει το φροντιστήριο δωρεάν. Αρκετοί μαθητές ήταν Έλληνες από μικτούς γάμους οι οποίοι έμαθαν Ελληνικά. Ύστερα ακολούθησε η προσπάθεια του αείμνηστου μορφωτικού ακολούθου του Κωστή Μοσκώφ και ύστερα ξεκίνησε το φροντιστήριο στο Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο στην Ηλιούπολη. Η διδασκαλία της Ελληνικής Γλώσσας έχει ενδιαφέρον, αρκεί όμως να ξέρουμε ποιός είναι αποδέκτης. Όταν ξέρουμε ποιός είναι αποδέκτης, θα μπορούμε να δούμε και να ορίσουμε και το πλαίσιο της διδασκαλίας της γλώσσας. Πρέπει να υπάρχει ένα συγκεκριμένο course εκμάθησης της Ελληνικής γλώσσας για επαγγελματικούς λόγους. Υπάρχει και ένα μεγάλο κεφάλαιο που αφορά την εκμάθηση της Ελληνικής Γλώσσας, κυρίως στις Εκκλησίες. Πριν δέκα χρόνια είχα κάνει ένα βιβλίο, το οποίο είναι το μοναδικό εικονογραφημένο βιβλίο (έχει εκδοθεί στη Θεσσαλονίκη από τις εκδόσεις Μαλλιάρης), με τίτλο η Εκμάθηση της Ελληνικής Γλώσσας σε Αραβόφωνους. Ήταν αρκετά πρακτικό και σχεδόν έχει εξαντληθεί. Θυμάμαι με πολύ συγκίνηση ότι το είχαν χρησιμοποιήσει για να επικοινωνούν, μετά την Αραβική Άνοιξη, με κάποιους τραυματίες από τη Λιβύη. Η Ελληνική γλώσσα θα έχει ζήτηση, αρκεί να ξέρουμε ποιος τη ζητά, ώστε να του προσφέρουμε με πολύ εύκολο τρόπο και όχι μόνο τυπολατρικό. Υπάρχει ζήτηση και για την αραβική γλώσσα. Ποιος και γιατί θέλει αραβικά και ανάλογα να του μάθουμε τα αραβικά που θέλει. Την Φόσχα, δηλαδή την καθαρεύουσα ή την Αμέια, τη γλώσσα της επικοινωνίας;  Και αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί στην Ελλάδα έχουμε ανάγκη από αραβόφωνους που να κατέχουν τη γλώσσα της επικοινωνίας, ούτως ώστε να επικοινωνεί εύκολα με τους συνανθρώπους μας, τους πρόσφυγες που έρχονται».