Ο ευρύτερος χώρος της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής αποτελεί, παραδοσιακά, ζώνη έντονης ελληνικής δραστηριοποίησης στον οικονομικό, πολιτιστικό και βεβαίως στον πολιτικό τομέα. Η ενίσχυση, κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα και της στρατηγικής διάστασης του τελευταίου (π.χ. μέσω των Τριμερών πρωτοβουλιών Ελλάδος-Κύπρου-Αιγύπτου/Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ) συνηγορεί, ακόμη περισσότερο, στην απόδοση σημασίας στη δράση μας στη περιοχή.
Η παρουσία-και η ενίσχυσή της παρουσίας- των παλαιών ελληνικών κοινοτήτων (π.χ. σε Αίγυπτο, Λίβανο) και των νεωτέρων (π.χ. σε Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Κατάρ, λοιπές πετρελαιοπαραγωγές χώρες του Κόλπου), σε συνδυασμό με την καλλιέργεια του φιλελληνικού στοιχείου στις τοπικές κοινωνίες μπορεί να αποτελέσει ενισχυτικό παράγοντα στην επιδίωξη του ανωτέρω στρατηγικού στόχου.
Η Πολιτική σχεδιάζεται στην Αθήνα, αλλά ο επιτόπιος ρόλος ανατίθεται στις ελληνικές διπλωματικές αποστολές, όπου με τα εξειδικευμένα τμήματά τους, πχ το Εμπορικό, το Επικοινωνίας, το Άμυνας κ.α. παρακολουθούν τα επιμέρους θέματα. Τα εκπαιδευτικά θέματα, σε επίπεδο πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας ή και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, παρακολουθεί το Γραφείο Συντονιστού Εκπαίδευσης της πρεσβείας μας στο Κάϊρο. Στο τμήμα αυτό της πρεσβείας, με κέντρο την αιγυπτιακή πρωτεύουσα, ανατίθεται η ανάπτυξη πρωτοβουλιών και η ενίσχυση δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την ελληνόγλωσση εκπαίδευση στο χώρο της Βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, δηλαδή σε ένα γεωγραφικό χώρο που εκετείνεται από το Μαρόκο έως το Κουβέϊτ.
Στόχο έχει την βελτίωση της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης που παρέχεται σε ελληνικής καταγωγής μαθητές, αλλά και σε πρόσωπα μη ελληνικής καταγωγής που επιθυμούν να γνωρίσουν την ελληνική γλώσσα και πολιτισμό. Αυτή την στιγμή, πέραν από την Αίγυπτο, στη ζώνη ευθύνης του Γραφείου μας αποσπώνται Έλληνες εκπαιδευτικοί σε σχολικές μονάδες σε χώρες όπως το Ισραήλ, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ενώ επιχειρείται η ενίσχυση με αποσπασμένους εκπαιδευτικούς μονάδων που λειτουργούν στην Ιορδανία, στον Λίβανο και στην Τυνησία. Για την Συρία και την Λιβύη δεν τίθεται, προς το παρόν θέμα, λόγω της εμπόλεμης κατάστασης. Αντίθετα, σταθερή επιδίωξη του Γραφείου είναι η επαναλειτουργία των μονάδων μας στη Σαουδική Αραβία, όπου για δεύτερο κατά σειράν σχολικό έτος το Τμήμα Ελληνικής Γλώσσας (Τ.Ε.Γ.) δεν λειτούργησε. Για το σκοπό αυτό συνεργαζόμαστε με την ελληνική κοινότητα στη Τζέντα, ενώ προσβλέπουμε και στην υποστήριξη των τοπικών ελληνικών διπλωματικών αρχών.
Βασική μέριμνα του Γραφείου είναι η εγγύηση της λειτουργίας των μονάδων ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στο χώρο που προανέφερα.
Οι σχολικές μονάδες που υποστηρίζουμε είναι τριών ειδών: α) μονάδες της λεγόμενης «τυπικής» (mainstream) εκπαίδευσης, όπως πχ το Δημοτικό της Αχιλλοπουλείου και το Γυμνάσιο-Λύκειο της Αμπετείου Σχολής στο Κάϊρο, β) τα Τμήματα Ελληνικής Γλώσσας στο Κάϊρο ή στο Ντουμπάϊ. Πρόκειται, ουσιαστικά, για φροντιστήρια όπου 2 φορές την εβδομάδα ομογενείς ή αλλογενείς μαθητές, σε τμήματα ανηλίκων ή ενηλίκων, διδάσκονται την ελληνική γλώσσα και προετοιμάζονται για τις εξετάσεις του Κρατικού Πιστοποιητικού Ελληνομάθειας. γ) Τέλος, το Γραφείο μας συνεργάζεται από πολλών ετών με μεγάλά αιγυπτιακά πανεπιστήμια, όπως το Αλ-Άζχαρ, ή το Πανεπιστήμιο Καϊρου, αποσπώντας Έλληνες εκπαιδευτικούς για τη διδασκαλία της γλώσσας και του πολιτισμού μας. Πέραν τούτου, η Ελλάδα προσφέρει υποτροφίες σε Αιγύπτιους φοιτητές (φέτος δώθηκαν 4) για σπουδές στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα το Γραφείο μας εξετάζει την δυνατότητα για παροχή θέσεων σε θερινά σχολεία (summer schools) στην Ελλάδα, αίτημα που θέτει σταθερά η αιγυπτιακή πλευρά.
Για το τρέχον σχολικό έτος έχει ολοκληρωθεί η στελέχωση των μονάδων, έστω με καθυστέρηση λόγω της αργοπορίας στη χορήγηση βίζας σε πολλούς εκπαιδευτικούς. Η δωδεκαετής εμπειρία μου στα ελληνικά σχολεία της Γερμανίας έδειξε ότι το πρόβλημα είναι χρόνιο, ακόμη και σε ευρωπαϊκές χώρες και η αντιμετώπισή του απαιτεί επιμελή σχεδιασμό. Για το ερχόμενο σχολικό έτος 2020-21 η αρμόδια Γενική Διεύθυνση του Υπουργείου Παιδείας σχεδιάζει την έναρξη των διαδικασιών κατά το δυνατόν νωρίτερα. Για το πρόβλημα αυτό πιστεύω ότι η εμπειρία και οι καλές πρακτικές των διεθνών σχολείων (international schools), όπου διδάσκεται είτε το βρετανικό, είτε το αμερικανικό αναλυτικό πρόγραμμα, μπορεί να φανεί χρήσιμη: έγκαιρη πρόσκληση των εκπαιδευτικών να υποβάλουν αίτηση, πλήρης ενημέρωση των ενδιαφερομένων, πχ για τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας, για τις δυνατότητες που προσφέρονται, αλλά και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα ζήσουν και θα εργασθούν στη Μέση Ανατολή.
Στη συνέχεια να ακολουθήσει η επιλογή και η έναρξη των διαδικασιών χορήγησης της βίζας πριν την έναρξη του νέου σχολικού έτους. Γενικά, οι συνάδελφοι που διδάσκουν στα διεθνή σχολεία γνωρίζουν εγκαίρως πού πάνε και τι τους περιμένει. Επειδή όμως εδώ μιλάμε για Έλληνες εκπαιδευτικούς σε μονάδες ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης, θα προσέθετα ότι πρέπει να γνωρίζουν και γιατί πάνε στον ευαίσθητο χώρο της Μέσης Ανατολής. Πιστεύω ότι εκπαιδευτικοί μας δεν πρέπει να έρχονται μόνον ως επαγγελματίες της εκπαίδευσης, αλλά και ως κρατικοί λειτουργοί και πρόσωπα τα οποία κομίζουν στις αποσκευές τους έναν τρόπο του βίου, έναν πολιτισμό που ενδιαφέρει ευρύτερα. Έρχονται σε τόπους και ανθρώπους που είναι θετικά προδιατεθειμένοι και ενδιαφέρονται να γνωρίσουν την Ελλάδα και τον πολιτισμό της. Η Μέση Ανατολή τους περιμένει και το Γραφείο Εκπαίδευσης της πρεσβείας μας στο Κάϊρο σε συνεργασία με τις ελληνικές κοινότητες θα τους υποστηρίξει.
*Το άρθρο του κ. Γιαννικόπουλου δημοσιεύθηκε στο “Νεο Φως” στις 23.12.19