Πριν από πενήντα χρόνια, σε ηλικία 12 ετών, νεαρός ναυτοπρόσκοπος στην Τοπική Εφορεία Νείλου, μου είπε ο Έφορος, ο αείμνηστος Χρήστος Τσιάρας, ότι θα κτυπώ το «πιάτο» στην μπάντα που θα συνοδεύει την περιφορά του Επιταφίου στις Εκκλησίες μας στο Κάϊρο…γέμισα υπερηφάνεια και δεκαπέντε μέρες πριν από την Μεγάλη Εβδομάδα, άρχισαν οι πρόβες.
Η μπάντα ήταν μεικτή, από προσκόπους της Τοπικής Εφορείας Μέμφιδος, ναυτοπροσκόπους Τ.Ε. Νείλου και αεροπροσκόπους Τ.Ε. Ηλιούπολης. Δύο γκρανκάσες, είκοσι τύμπανα, σαλπιγκτές και νεαρός εγώ, το πιάτο. Αργά τα βήματα, πρέπει να μετράς από μέσα σου, ένα, δύο, τρία και στο τέταρτο βήμα να κτυπάς το πιάτο, ανεξάρτητα από το πότε σταματάνε τον πένθιμο σκοπό τα τύμπανα, το συνεχές «ρούλο».
Το ρούλο διαρκούσε δύο φορές τρία βήματα και μία τέσσερα. Στις πρόβες όλα πήγαν καλά! Με σχολικό λεωφορείο η μπάντα πρώτα πήγε στον Αη Γιώργη, στις 3μμ. Η καμπάνα του κτυπούσε αργά και πένθιμα και είχε ένα ελαφρύ χαμσίνι – δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Όταν κατέβαινε η πομπή του Επιταφίου τις μεγάλες σκάλες που οδηγούν στον Ιερό Ναό, την επιβλητική αυτή Ροτόντα, και αρχίζαμε να ακούμε την χορωδία να ψέλνει την «Ζωή εν Τάφω», το «Ω γλυκύ μου Έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνο, πού έδυ σου το κάλλος», δινόταν το σύνθημα και ξεκινούσε η μπάντα την πένθιμη υπόκρουση.
Η πομπή περνούσε μέσα από πλήθος Ελλήνων, οι οποίοι είχαν συρρεύσει στον Άη Γιώργη, πολλοί με τα πόδια. Κρέμονταν παγούρια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από τον ώμο τους, όλοι με ένα κερί στο χέρι. Μπαίναμε στο Κοιμητήριο και συνεχίζαμε μέχρι το εκκλησάκι της Παναγίας. Εκεί μπροστά στη στέρνα ο Έφορος Χ. Τσιάρας, δεινός σαλπιγκτής κτυπούσε σιωπητήριο. Υποβλητική η ατμόσφαιρα ανάμεσα στα γλυπτά των τάφων, διάβαζες τα ελληνικά ονόματα και αναρωτιόσουν, αν η πομπή γινόταν αντιληπτή από τους νεκρούς επίσης… Ήθελες να το πιστεύεις, διότι έτσι αισθανόσουν ότι προσέφερες κάτι υπερβατικό. Περιφορά Επιταφίου στο Ορθόδοξο Κοιμητήριο Καΐρου, τη Βαβυλώνα της Ύστερης Αρχαιότητας… Ένας φόρος τιμής στους κεκοιμημένους Αιγυπτιώτες, σ’αυτούς που φύτευσαν την άμπελον ταύτην, η οποία εξακολουθούσε να είναι παρούσα και να τους θυμάται, είτε ήσαν δίκαιοι, είτε αμαρτωλοί, Βασιλείς του πλούτου ή στρατιώτες της ζωής, καθώς επισημαίνει η νεκρώσιμος Ακολουθία και επαναλαμβάνει ο Όμαρ Καγιάμ στα Ρουμπαγιάτ. Θυμάμαι, ότι σ’ αυτήν την πρώτη περιφορά, ξαφνικά αισθάνθηκα το χέρι μου να τρέμει, όχι από την συγκίνηση της οπωσδήποτε φορτισμένης συναισθηματικά ατμόσφαιρας, αλλά από την κούραση.
Επιστράτευα όλη μου τη δύναμη να μη χάσω τον ρυθμό και τα κατάφερα! Και ακολούθησαν οι περιφορές των Επιταφίων στον Ι.Ν. Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης στο Γκαλά, στον Ι.Ν. Αγ. Νικολάου στο Χαμζάουι και στην Παναγία της Ηλιούπολης. Μικρότερος ο αύλειος χώρος στις εκκλησίες αυτές, υποβλητικός επίσης. Οι γείτονες στα κουρασμένα κτήρια παρακολουθούσαν από τα παράθυρα με περιέργεια, την τελετή των Ρωμηών βραδυάτικα. Επιστροφή στο σπίτι στις 11μμ. Την επόμενη χρονιά πήρα προαγωγή: έγινα τυμπανιστής και μέχρι την αποφοίτησή μου από την Αμπέτειο Σχολή, δεν έχασα περιφορά Επιταφίου, παρέλαση ή Γυμναστικές επιδείξεις ως τυμπανιστής, με διαφορετικές συγκινήσεις. Πάντοτε με το αγαπημένο ξύλινο μπλε τύμπανο των Ναυτοπροσκόπων, παλαιού τύπου, με μεμβράνη, που για να την αλλάξεις όταν σκιζόταν, έπρεπε να πάς σε συγκεκριμένο μαγαζί στην Άταμπα, το οποίο μαθαίνω ότι υπάρχει ακόμη. Πρέπει να ομολογήσω, ότι οι διαδρομές με το Σχολικό λεωφορείο από Εκκλησία σε Εκκλησία για την περιφορά του Επιταφίου είχε εκδρομικό χαρακτήρα, διότι νεαροί όλοι μας δεν μπορούσαμε να συγκρατήσουμε το κέφι μας και τα πειράγματα μεταξύ μας, όπως το αθάνατο «ζααλάν για ροχ όμακ λέεε», σε βαθμό που έσκαγε ο πάντοτε μειλίχιος και γλυκύτατος Περιφερειακός Έφορος Προσκόπων Ιωάννης Λιούφης, ευπατρίδης του παλιού καλού καιρού και μας έβαζε τις φωνές. Για εκείνον αγαπημένα τραγούδια ήταν το «από ένα βελανίδι ξεφύτρωσε μιά δρύς» και το “Alouette, Gentille Alouette, Alouette je te plumerai”... Θυμάμαι, ότι όταν φθάναμε στην εκκλησία για την επόμενη περιφορά, αμέσως μπαίναμε στην πένθιμη διάθεση και σήμερα, μετά από πενήντα χρόνια, σκέπτομαι ότι το ξέσπασμα κεφιού στο λεωφορείο ήταν αυθόρμητη ψυχολογική άμυνα… Ποιος, άλλωστε, μπορεί να αντέξει την συναισθηματική φόρτιση τεσσάρων Επιταφίων;
Στην διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδος οι Πρόσκοποι, οι Ναυτοπρόσκοποι και οι Οδηγοί τηρούσαν την τάξη σε βάρδιες, με ενωμένα τα χέρια και κατά περίπτωση να μεσολαβούν «κοντοί», δηλ. τα προσκοπικά κοντάρια. Οι Έλληνες τότε ήταν πολλοί, επικρατούσε το αδιαχώρητο στις Εκκλησίες και όπως ήταν φυσικό υπήρχαν και εκείνοι που ήθελαν να «κόψουν δρόμο» για να προσκυνήσουν γρηγορότερα. Η λαοθάλασσα υποχρέωνε τη γραμμή της τάξης σε έναν διαρκή κυματισμό. Δεν έλειπε και η ανταλλαγή χαμόγελων με τους Οδηγούς. Πολλοί καλοί παλιοί φίλοι γνώρισαν τις/τους συντρόφους τους στις προσκοπικές δράσεις του Καΐρου. Αγία Μετάληψη και Ανάσταση το Μεγάλο Σάββατο, βαρελότα παρά τις διαμαρτυρίες του αειμνήστου βαρύτονου και υπερήφανου Σαμιώτη Πατρός Ιωακείμ στον Ι.Ν. Αγ. Κωνσταντίνου και επιστροφή στο σπίτι για την μαγειρίτσα! Οι αναμνήσεις της Μεγάλης Εβδομάδος, αρχής γενομένης από την Κυριακή των Βαΐων, όπου τα βάγια ήταν πλεγμένα από φύλλα χουρμαδιάς, ως έδει δηλαδή, μου έμειναν αξέχαστες… Αναζητούσα έκτοτε και στην Αθήνα και στα διάφορα πόστα όπου υπηρέτησα, βάγια από χουρμαδιά και σε όποιον το έλεγα, στη Μόσχα, το Λονδίνο, την Κορυτσά, τη Λευκωσία με κοιτούσε περίεργα, όπως ο μαίτρ εστιατορίου απαιτητικό πελάτη… Τα ξαναβρήκα απροσδόκητα στη Βαγδάτη, στην κοινότητα των Αραβορθοδόξων υπαγόμενη στο Πατριαρχείο Αντιοχείας…Το εκπληκτικότερο ήταν, ότι στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Βαγδάτης, είχε αγάλματα, προφανώς Πάρθων Βασιλέων που φορούσαν τιάρα, όπως στα νομίσματά τους, τα οποία τους απεικόνιζαν να κρατούν ολόκληρο κλαδί χουρμαδιάς στην καθ’ ημάς ανατολή, η χουρμαδιά έπαιζε τον ρόλο της δάφνης των αρχαίων Ελλήνων σύμβολον ύψους, δόξας, εγκαρτέρησης και ευμάρειας…
Σήμερα, με την απειλή της πανδημίας του κορονοϊού COVID-19, κι ενώ προσβλέπω στην αναβίωση τόσων αναμνήσεων, καταλαβαίνω ότι πρωταρχικό μέλημα είναι η προστασία της υγείας των εναπομεινάντων Ελλήνων. Το αγαθό της ζωής πρέπει να προστατευθεί, για να συνεχίσει να υπάρχει η άμπελος. Παλιός σοφός Καϊρινός Πρέσβυς, μας έλεγε στους νέος διπλωματικούς την δεκαετία του ’80 “L’ Art de gouverner est prevoir”… Ο Καβάφης σε φανταστικό επιτύμβιο επαινεί υποθετικόν Αντιοχίδη λέγοντας «..υπήρξε κυβερνήτης προνοητικός και πράος..», έτσι επιθυμούσε ο ποιητής τον ιδανικό κυβερνήτη. Αν λοιπόν υπαγορευθεί από τις συνθήκες, θα παρακολουθήσουμε τις λειτουργίες ηλεκτρονικά κάτι το οποίο βεβαίως δεν είναι ισοδύναμο, αλλά υποκατάστατο κατ’ ανάγκην, λόγω συνθηκών. Εύχομαι θερμά να είμαστε όλοι καλά, να περάσει η λαίλαπα της επιδημίας και ας θυμόμαστε το 2020 ως το έτος χωρίς δοξολογία για την Εθνική μας Επέτειο της 25ης Μαρτίου. Και φυσικά αν τελικά χρειασθεί, θα το θυμόμαστε επίσης χωρίς Ανάσταση μεν στις εκκλησιές μας, αλλά με πνευματική Ανάσταση στην ψυχή του καθένα από εμάς.