Κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και συγκεκριμένα το Μάρτιο του 1916, ο γερμανικός και ο βουλγαρικός στρατός ξεκίνησαν την κατάληψη ελληνικών εδαφών στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, με τους Βουλγάρους να προβαίνουν σε διωγμούς και ακρότητες κατά των Ελλήνων, με σκοπό τον αφελληνισμό των περιοχών αυτών.

Σε όλες τις πόλεις της Αιγύπτου, οι Έλληνες οργάνωσαν συλλαλητήρια διαμαρτυρίας για τη βουλγαρική εισβολή, στάλθηκαν παντού μηνύματα συμπαράστασης, ενώ μνημόσυνα πραγματοποιήθηκαν για τους πεσόντες υπέρ της πατρίδας σε Μακεδονία και Θράκη.

Γράφει ο Ν. Νικηταρίδης, ερευνητής της ιστορίας των Αιγυπτιωτών

Θέλοντας η Ελλάδα να πολεμήσει, τον Αύγουστο του 1916 έλαβε χώρα το Κίνημα της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη με την υποστήριξη του συμμαχικού στρατού, με το Βενιζέλο να τίθεται επικεφαλής του. Τον ίδιο μήνα, όταν και ιδρύθηκε ο Σύνδεσμος Φιλελευθέρων Αλεξανδρείας, στη συγχαρητήρια επιστολή του ο Βενιζέλος σημείωνε πως «η ενίσχυσις, την οποίαν μου παρέχει η αμείωτος εμπιστοσύνη του έξω Ελληνισμού, με ενδυναμώνει εις τον αγώνα και συγχρόνως αυξάνει την αισιοδοξίαν μου δια την τελικήν νίκην»… Στις 24/11/1916 η Προσωρινή Κυβέρνηση κήρυξε επισήμως τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις.

Εν τω μεταξύ, για μία ακόμη φορά, οι Αιγυπτιώτες έσπευσαν να προσφέρουν αίμα και χρήμα στην Ελλάδα, καταλαμβανόμενοι από υψηλό αίσθημα ευθύνης και πατριωτισμού.

Χαρακτηριστική είναι η «Έκκλησις προς τους εν Αιγύπτω Έλληνες» της 1/10/1916 που διανεμήθηκε αρχικά στην Αλεξάνδρεια και κατόπιν σε όλες τις ελληνικές παροικίες της Αιγύπτου από την Επιτροπή των Εφέδρων Αξιωματικών και Υπαξιωματικών, την οποία υπέγραφαν οι Μικές Συναδινός, Πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητα Αλεξανδρείας και της Επιτροπής Περιθάλψεως, Γεώργιος Ρούσσος, Πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλελευθέρων, Α. Κωμανός, Πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Επιστημόνων «Πτολεμαίος» και Ν. Πηλαβάκης, Αντιπρόεδρος του Ελληνικού Εμπορικού Επιμελητηρίου Αλεξανδρείας, μία έκκληση που παραθέτουμε για την Ελληνική Ιστορία γενικά και για την Αιγυπτιώτικη Ιστορία ειδικότερα :

«Έλληνες!

Την στιγμήν που κατά μέγα μέρος είδαμεν την πραγματοποίησιν των εθνικών μας ονείρων.

Ονείρων που μας ενανούριζαν αι μητέρες μας στην κούνια της σκλαβιάς και του φόβου. Και δεν ετολμούσαμεν καλά να πιστεύσωμεν ότι τα όνειρα έγειναν πραγματικότης.

Ότι τα Γιάννινα του Αλή Πασσά και του Μουχτάρη έγειναν Ελληνικά.

Ότι η Θεσσαλονίκη επέταξεν από πάνω της το γιασμάκι κ΄ εφόρεσε την όμορφη της Ελληνοπούλας στολή.

Την στιγμήν αυτήν της ανεμοζάλης και του ηφαιστιώδους αναβρασμού των εθνών, που κράτη θα εξαφανισθούν και κράτη θ΄ ανακύψουν καινούργια.

Που ημείς ως ευδοκίαν θεϊκήν εθεωρούσαμεν, ότι κατά την στιγμήν ταύτην ακριβώς, συνέπεσε να έχωμεν βασιλιά στρατηγόν με το θρυλλικόν όνομα του Παλαιολόγου και πολιτικόν συνενούντα εν τω προσώπω του όλας τας πνευματικάς και ηθικάς αρετάς της φυλής μας.

Που εβλέπαμιν ότι δια τον δικέφαλον αυτόν ελληνικόν αετόν δεν έμενε παρά το τελευταίο, το δυνατό, αλλά και τολμηρό πέτασμα, που με του όλου του έθνους την λαιλακώδη πνοήν, θα εφτερούγιζεν επάνω από τους θόλους της εκκλησίας των ονείρων μας.

Την στιγμήν ακριβώς αυτήν της αναμονής, των πόθων, των ελπίδων, της προσοχής, των παλμών, ενεφανίσθη, ως από αοράτου αναπηδήσας ρωγμής, ο γερμανός Μεφιστοφελής και έρριψεν εν μέσω ημών τον απαίσιον καγχασμόν του.

Διχάζει με το σατανικόν ξίφος του το σώμα του καμαρωμένου μας αετού, αλλ΄ από την τομήν του διχασμού δεν είναι το αίμα του. Είναι της μητέρας μας, της Ελλάδος το αίμα που ρέει.

Βοήθειαν ζητεί η Πατρίς αιμόφυρτος δια του στόματος των μεγάλων τέκνων της, του Βενιζέλου, του Κουντουριώτη, του Δαγκλή.

Τα λίγα παλληκάρια του Χριστοδούλου που έτρεξαν δεν αρκούν να διώξουν την αρκούδα που εχίμιξεν ευθύς από πάνω της, την καταπατεί και της γλύφει το αίμα.

Τι μάγια σούχουν κάμει, Κωνσταντίνε Βασιληά και κοίτεσαι ακίνητος, παράλυτος, ψυχρός, και δεν έχεις τη δύναμι να πιάσης το δοξασμένο σου το σπαθί, παρά τ΄ αφίνεις έτσι να σου το ποδοπατούν οι Βούλγαροι ;

Δεν συμφέρει, λέγουν, πόλεμος κατά των βουλγάρων και συμφέρει λοιπόν να παραδίδωμεν χώρας, φρούρια, κανόνια, τροφάς και να παραδιδώμεθα και οι ίδιοι και να χάνωμεν την τιμήν μας ;

«Τι τον θέλομεν τον πόλεμον», φωνάζουν οι κατηχημένοι και δηλητηριασμένοι. ¨Εμείς πρέπει να κυττάξουμε τη δουλειά μας και την ησυχία μας¨. Αυτά τα λέγουν μόνον εκείνοι, που μ΄ αυτούς ούτε εδημιουργήθησαν, ούτε προόδευσαν τα έθνη ποτέ, αλλά κατά γενικόν ιστορικόν κανόνα υποδουλώνονται.

Τι θα εγίνετο η αρχαία Ελλάς, εάν ο Θεμιστοκλής και ο Μιλτιάδης εκύτταζαν την ησυχία τους ;

Τι θα εγίνετο η Νέα Ελλάς, εάν οι ήρωες του εικοσιένα εκύτταζαν την δουλειά των και την ησυχία των ;

Αφού δεν θέλουν τον πόλεμον τώρα που μας παρουσιάζεται με τας ευνοϊκοτέρας των συνθηκών, προς τι λοιπόν διέθετον τα εκατομμύρια του φτωχού ελληνικού λαού δια στρατούς και δια στόλους ;

Έλληνες !

Ρίξτε γύρω σας μια ματιά. Κυττάξατε τα ευγενικά της Αγγλίας παιδιά. Εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, ησυχίαν οικογενειακήν, πατρικάς παρουσίας και τρέχουν σε ξένους τόπους να χύσουν το αίμα τους, όπως το έχυσαν άλλοτε δι΄ ημάς, υπέρ λαών μικρών που κατεπάτησαν τα δίκαια των τα ανθρώπινα, άλλοι μεγάλοι λαοί, άρπαγες και δεσποτικοί, πολιτισμένοι φαινομενικώς, αλλά κατά βάθος ακόμη βούλγαροι;

Κ΄ εμείς δεν θα τρέξωμε να βοηθήσωμεν την πολυπαθή, την πολυστένακτον, την γλυκειά μας μητέρα Ελλάδα ;

Ας μη βαρύνη την ψυχήν σας ο απελπισμός επί τη θέα μερικών εξ ημών, αδιαφόρων, αναλγήτων, ακόμη και του κινήματος αντιδραστικών. Θα συνέλθουν και αυτοί, θα ηλεκτρισθούν από της πυρίτιδος την οσμήν και θα μας ακολουθήσουν, διότι θα ίδουν ότι τίποτε άλλο δεν ζητούμεν παρά της πατρίδος μας την σωτηρίαν.

Ευτυχείς όσοι θα την βοηθήσουν με οποιαδήποτε μέσα ημπορούν !

Ευτυχέστεροι όσοι ημπορούν να την βοηθήσουν με το χρήμα τους !

Αλλά τρις ευτυχισμένοι εκείνοι, που θα τρέξουν να την βοηθήσουν με τα νειάτα τους και την παλληκαριά τους.

Που θα ταχθούν στου Χριστοδούλου το πλευρό, των ευγενών της Ευρώπης παιδιών, και των προδομένων και δολοφονημένων συμμάχων μας Σέρβων.

Από αυτούς, μόνον εσείς, ω ευτυχισμένοι, που θα πολεμάτε στο πλάι τους, δια τον ίδιον, όπως και προ δύο ετών σκοπόν, ή θα πέφτετε μαζί τους δοξασμένοι νεκροί, μόνον εσείς θα ημπορούσατε να ζητήσετε της ελληνικής πατρίδος την συγγνώμην.

Εμπρός οι ευγενείς και οι εκλεκτοί, εις την Θεσσαλονίκην.

Εκεί πάλλει σήμερον του Έθνους μας η Καρδία.

Εκεί σας περιμένει ανυπόμονη η Πατρίς¨.

Πηγές: «Ταχυδρόμος», Αλεξάνδρεια 17-30/8/1916, 1-14/10/1916 – el.wikipedia.org (10/1/2016)

Στη φωτογραφία διακρίνονται Βρετανοί τραυματίες στρατιώτες στο Κοτσίκειο Ελληνικό Νοσοκομείο Αλεξανδρείας το 1916, το οποίο μεταγενέστερα εθνικοποιήθηκε.