Στους δύο αυτούς αιώνες είδαμε το τέλος της μικρής παγετώδους περιόδου η οποία διήρκεσε περίπου από την Πτώση της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τον 19ο αιώνα. Η ψυχρή αυτή περίοδος είχε θερμοκρασίες μέχρι και δύο βαθμούς χαμηλότερα από τις σημερινές. Η ανάκαμψη από αυτή την ψυχρή περίοδο συνέπεσε με την λεγόμενη Βιομηχανική Επανάσταση ή όπως χαρακτηριστικά ονομάζεται «ανθρωπόκαινος περίοδος».
Στην ανθρωπόκαινο περίοδο είδαμε ένα από τα τελευταία ξεσπάσματα του ψύχους τον χειμώνα του 1812. Είδαμε τον δεύτερο ψυχρότερο χειμώνα στην ιστορία των παρατηρήσεων που ήταν ο χειμώνας της Γερμανικής Κατοχής στην Ελλάδα και αλλού στην Ευρώπη. Είδαμε και θερμές περιόδους και ισχυρούς καύσωνες με πολλά θύματα, με κορυφαία την περίοδο 1987/88. Είδαμε βήμα-βήμα τη σκίαση του ηλίου από την βιομηχανική δραστηριότητα η οποία προστέθηκε σε μια γενικότερη άνοδο της θερμοκρασίας του αέρα, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι θερμοκρασίες μειώθηκαν λόγω της σκίασης από την παγκόσμια και τοπική αέρια ρύπανση, αλλά με τα μέτρα μείωσης της αέριας ρύπανσης το φαινόμενο της σκίασης μειώθηκε και σχεδόν εξαφανίσθηκε μετά τη δεκαετία του ’90.
Η άνοδος της θερμοκρασίας συνεχίσθηκε και ως αποτέλεσμα της ραγδαίας αύξησης των αερίων του θερμοκηπίου τα οποία ευθύνονται για την υπερθέρμανση του πλανήτη και την αποσταθεροποίηση του κλίματος. Το βασικότερο από αυτά, το διοξείδιο του άνθρακος, εκτιμάται ότι στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν 280 μέρη σε ένα εκατομμύριο μορίων αέρα ενώ σήμερα έχει ξεπεράσει τα 400. Η αποσταθεροποίηση αυτή έχει οδηγήσει σε συχνότερη εμφάνιση ακραίων καιρικών καταστάσεων και ακραίων δασικών πυρκαγιών, κορωνίδα των οποίων ήταν για τη χώρα μας εκείνη του Αυγούστου 2007.
Με την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας κατά περίπου 1οC τα τελευταία 200 χρόνια στην Ελλάδα, αυξήθηκε και η μέση στάθμη της θάλασσας στις σεισμικά σταθερές παραλίες της χώρας κατά περίπου 40 εκατοστά, με σημαντικές επιπτώσεις σε ορισμένες παράκτιες αγροτικές περιοχές όπως στο Καλοχώρι της Θεσσαλονίκης και αλλού. Τα μοντέλα υπολογίζουν ότι, αν συνεχίσουν παγκοσμίως οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου, στη χώρα μας η θερμοκρασία του αέρα θα ξεπεράσει τους 2οC, ξεπερνώντας το όριο της Συμφωνίας των Παρισίων μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα.
Όπως προέκυψε από την μελέτη που εκπονήσαμε με συναδέλφους στην Τράπεζα της Ελλάδος, το οικονομικό κόστος από αυτά τα φαινόμενα στην Ελλάδα θα υπερβεί συσσωρευτικά μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα τα 700 δισεκατομμύρια ευρώ ενώ εάν προσαρμοσθούμε το κόστος μειώνεται περίπου στα 400 δισεκατομμύρια ευρώ.
Παγκόσμια, το κόστος της κλιματικής αλλαγής είναι εξαιρετικά μεγάλο. Οι ασφαλιστικές εταιρείες πλήρωσαν μόνο την τελευταία δεκαετία για ασφάλιση από ακραία υδρο-μετεωρολογικά φαινόμενα περισσότερο από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια. Συγκριτικά αναφέρεται ότι τη δεκαετία του 50 το κόστος αυτό δεν υπερέβαινε τα 10 δισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή εκατονταπλασιάσθηκε μέσα σε 50 χρόνια.
Το ίδιο αναμένεται ότι θα συμβεί και στις προσεχείς δεκαετίες εάν συνεχίσουμε να αυξάνουμε παγκοσμίως τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου. Στόχος είναι η σταθεροποίηση της αύξησης του παγκοσμίου κλίματος ώστε να μην υπερβεί τους 2οC μετά το 2050 σε σχέση με τις τιμές που είχε τις προηγούμενες 4 δεκαετίες. Εξού και η ορθή στροφή της Ελλάδος στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Απαιτείται αποφασιστικότητα, καλή ενημέρωση και προπαντός καλή γενική Παιδεία ώστε ο πληθυσμός να αποδεχθεί να εισέλθει στην μετά τα ορυκτά καύσιμα εποχή της πιο καθαρής, πιο ήσυχης και πιο ευχάριστης ατμόσφαιρας και υγιεινότερου περιβάλλοντος που συνεπάγεται η απεξάρτησή μας από τα ορυκτά καύσιμα.
Ένα σημαντικό μάθημα πήραμε όλοι στην περίοδο Μαρτίου-Απριλίου 2020 κατά την ανθρωπόπαυση, όπου οι πόλεις ήταν πιο ήρεμες, οι αέριοι ρύποι μειώθηκαν περισσότερο από 50% σε επίπεδο Ευρώπης και οι θάλασσες έγιναν πιο ζωντανές. Η περίοδος της ανθρωποπαύσεως έφερε τον άνθρωπο εγκλωβισμένο μεν λόγω των μέτρων αλλά πιο κοντά σε εκείνη τη Φύση που αυτός θα ήθελε να απολαμβάνει και να εκτελεί τις δραστηριότητές του.
Πηγή: CNN Greece