Βασίλης Α. Πουλαρίκας

Ο Φώτης Κόντογλου κατάφερε, στο πέρασμά του από αυτήν την διάσταση του σύμπαντος, να αφήσει ένα ισχυρό και αυθεντικό  αποτύπωμα, στην μνήμη αλλά και στην ψυχή της παγκόσμιας και  μεγάλης τέχνης. Ο οικουμενικός αυτός πολύπλευρος καλλιτέχνης εξέφρασε σε όλη την πορεία της εργογραφίας του, με τον πιο έκδηλο τρόπο την ανάγκη του να «μιλήσει» μέσα από την λαΐκή παραδοσιακή λαλιά, την οποία και ανέδειξε ως κύριο συνεχιστή της Βυζαντινής αλλά και της αρχαίας μας παράδοσης.

Το ανά χείρας αφιέρωμα σε αυτόν τον σπουδαίο Έλληνα δημιουργό και η σπίθα για την αναμόχλευση της ιστορίας του, είναι τρία σημεία που συνδέθηκαν στην μνήμη μου ως ένα ενεργειακό τρίγωνο.

Το πρώτο συνέβη όσο ήμουν στην Αθήνα όταν επισκέφτηκα στις 21 Σεπτεμβρίου την μεγάλη αναδρομική έκθεση του Φώτη Κόντογλου που οργάνωσε το Ίδρυμα  Βασίλης και Ελίζας Γουλανδρή, με αφορμή τα 100 χρόνια του μεγάλου ξεριζωμού του Ελληνισμού της Ιωνίας.

Εντυπωσιάστηκα από την θεματική ιδέα της έκθεσης «Ο Φώτης Κόντογλου και η επιρροή του στους νεότερους» . Ο σκοπός του επιμελητή και διευθυντή του Ιδρύματος κ. Κυριάκος Κουτσομάλλης ήταν διττός και κατάφερε κάτι πραγματικά μοναδικό.

Από την μία μας έφερε σε επαφή με τον  ίδιο τον Φώτη Κόντογλού και το έργο του  και από την άλλη, παραβάλλοντας τους πίνακές τους, φώτισε την χρυσή αλυσίδα της έντονης καλλιτεχνικής του επιρροής στους άμεσους και πρωτόκλητους μαθητές του που ήταν  ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Νίκος Εγγονόπουλος, αλλά και στους καλλιτέχνες με τους οποίους ο Κόντογλου ανέπτυξε πολύχρονη σχέση. Είδαμε δίπλα στον Κόντογλου  έργα των: Ράλλη Κοψίδη, Σπύρου Παπαλουκά, Σπύρου Βασιλείου, Στρατή Δούκα ,Νίκου Βέλμου, αλλά και των Γιάννη Μόραλη, Διαμαντή Διαμαντόπουλου,  Κλέαρχου Λουκόπουλου, Klaus Vrieslander, οι οποίοι διατηρούσαν επαφές καλλιτεχνικής επιρροής  χωρίς όμως να γίνουν ποτέ βοηθοί ή συνεργάτες του.

Το δεύτερο σημείο ήταν πάλι στην Αθήνα. Ήταν η εκκλησία του  Αγίου Ανδρέα στα Πατήσια. Μεγάλωσα σε αυτήν την γειτονιά, αλλά  εξεπλάγην όταν ανακάλυψα, μετά από την επίσκεψή μου στην έκθεση,  ότι το εκκλησάκι των παιδικών μου χρόνων, που ήταν και ο τόπος που μαρτύρησε η Αγία Φιλοθέη το 1588,  το είχε εξολοκλήρου αγιογραφήσει απ’ άκρη σε άκρη ο Φώτης Κόντογλου. Ξαναπήγα για να θαυμάσω από κοντά την μεγάλη του τέχνη στον φυσικό της χώρο που δεν είναι άλλος από τον χώρο της Εκκλησίας. Συνάντησα τον πατέρα Ιουστίνο και τον πατέρα Ηγνάτιο, οι  οποίοι με καλοδέχτηκαν και με ξενάγησαν δείχνοντάς μου την αμέριστή τους αγάπη για αυτό το ιστορικό εκκλησάκι με την πολύτιμη κληρονομιά.

Περιδιαβαίνοντας για ακόμα μια φορά τις τοιχογραφίες ένιωσα τις παιδικές μου μνήμες να ξεπηδούν και να αναμιγνύονται με την ώριμη πλέον κατανόηση σε βαθύτερο επίπεδο της μεγάλης καλλιτεχνικής του παρακαταθήκης. Ό Κόντογλου όπως τον βίωσα εγώ μέσα από τα έργα του αυτές τις ημέρες, ήταν ένας άνθρωπος που ένιωσε από νωρίς μέσα από τα μύχια της ψυχής του το κάλεσμα του Χριστού στην φράση «Εγώ ειμί η Οδός», το οποίο και ακολούθησε σε όλη την πορεία της ζωής του.

Η στενή επαφή της καρδιάς του με το Θείο Δράμα, αλλά και ο δικός του ξεριζωμός από το αγαπημένο του Αιβαλί  σε ηλικία 27 ετών ήταν  τα δύο στοιχεία που δυναμίτισαν τον χρωστήρα της τέχνης του οδηγώντας τον σε ένα μυσταγωγικό και βαθιά αυθεντικό έργο που υπερέβαινε τα όρια της καλλιτεχνικής του θεματογραφίας.

Τρίτο σημείο του τριγώνου που πυροδότησε στο μυαλό μου ο Κόντογλου ήταν το τέμπλο στο παρεκκλήσι των Εισοδίων  της Θεοτόκου, που βρήσκεται στον χώρο των Ελληνικών Σχολείων στην Ηλιούπολη του Καΐρου και το οποίο ήταν το πρώτο που αγιογράφησε ο ζωγράφος εκτός Ελλάδος. Ήταν η περίοδος που κατόπιν προσκλήσεως της Αιγυπτιακής Κυβέρνησης το 1933 εργαζόταν στο Κόπτικο Μουσείου του Καΐρου. 

Έχω παρευρεθεί σε πλείστες Λειτουργίες σε αυτό το εκκλησάκι τα τελευταία χρόνια. Κάθε φορά όμως μπαίνοντας, η ματιά μου μαγνητίζεται από την δύναμη των μορφών που αγιογράφησε αυτός ο μεγάλος καλλιτέχνης που κατάφερε κοιτώντας τις να νιώθουμε τον βίο και το δράμα του κάθε Αγίου που απεικόνισε.

 . 

Λίγα βιογραφικά λόγια για τον Φώτη Κόντογλου

Μικρασιάτης λογοτέχνης, ζωγράφος και αγιογράφος, από τα επίλεκτα μέλη της γενιάς του ’30, που αναζήτησε την ελληνικότητά της μέσα από την επιστροφή στις ρίζες. Μαθητές του υπήρξαν οι διακεκριμένοι ζωγράφοι Σπύρος Βασιλείου, Γιάννης Τσαρούχης και Νίκος Εγγονόπουλος.

Γεννήθηκε στο Αϊβαλί (τις αρχαίες Κυδωνίες) στις 8 Νοεμβρίου 1895 και ήταν γιος του Νικολάου Αποστολέλλη και της Δέσποινας Κόντογλου. Νήπιο ακόμη έχασε τον πατέρα του και ανατράφηκε από τη μητέρα του και τον θείο του ιερομόναχο Στέφανο Κόντογλου. Γι’ αυτό και όταν μεγάλωσε υιοθέτησε το οικογενειακό επίθετο της μητέρας του. Το συγγραφικό και εικαστικό του τάλαντο άνθισε νωρίς. Όντας μαθητής Γυμνασίου, εξέδιδε το περιοδικό «Μέλισσα» με κείμενα δικά του και των συμμαθητών του, τα οποία εικονογραφούσε ο ίδιος.

Το 1913 άφησε τη γενέθλια πόλη του και μετέβη στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το κλίμα στη Σχολή δεν τον σήκωνε, αφού μεταξύ των καθηγητών του κυριαρχούσε το ακαδημαϊκό στυλ του Μονάχου, ενώ ο ίδιος ήταν φορέας άλλης αντίληψης, έχοντας γερά μέσα του ριζωμένο τον μικρασιατικό λαϊκό πολιτισμό. Το 1914 εγκατέλειψε τη Σχολή και έφυγε για την Ευρώπη. Μετά από μικρά παραμονή στη Μαδρίτη, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι.

Γρήγορα έγινε γνωστός στους εικαστικούς κύκλους της γαλλικής πρωτεύουσας, όταν τον πρόσεξε ο διάσημος γλύπτης Ογκίστ Ροντέν. Το 1916 βραβεύτηκε για την εικονογράφηση του βιβλίου του Κνουτ Χάμσουν «Η πείνα». Στο Παρίσι συνάντησε τον φίλο του και συμφοιτητή του Σπύρο Παπαλουκά, τον μετέπειτα σπουδαίο ζωγράφο. Την εποχή εκείνη έγραψε και το πρώτο του λογοτεχνικό έργο, την ιστορία του φανταστικού κουρσάρου «Πέδρο Καζάς».

Το 1919 επιστρέφει στο Αϊβαλί. Διδάσκει γαλλικά και ιστορία της τέχνης στο τοπικό παρθεναγωγείο. Παράλληλα, ιδρύει τον πνευματικό σύλλογο «Νέοι Άνθρωποι» μαζί με τους Ηλία Βενέζη και Στρατή Δούκα. Το 1921 στρατεύεται και μετέχει στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Μετά την κατάρρευση του μετώπου και την επακολουθήσασα Έξοδο του ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας, φθάνει πρόσφυγας στη Λέσβο και στη συνέχεια στην Αθήνα.

Το 1932 κτίζει το σπίτι του στην οδό Βιζυηνού 16 (περιοχή Πατησίων), όπου μαζί με τους μαθητές του Τσαρούχη και Εγγονόπουλο ζωγραφίζουν με νωπογραφίες ένα δωμάτιό του.

Αγιογράφησε πολλές εκκλησίες (Καπνικαρέα, Αγία Βαρβάρα Αιγάλεω, Άγιος Ανδρέας Πατησίων, Ζωοδόχος Πηγή και Αγία Παρασκευή Παιανίας, Ευαγγελισμός Ρόδου, Άγιος Χαράλαμπος Πολυγώνου, Άγιος Γεώργιος Κυψέλης κ.ά).

Φιλοτέχνησε τοπία, σχέδια βιβλίων, περιοδικών, ποιητικών συλλογών, πορτραίτα, ενώ το σημαντικότερο έργο στην κοσμική ζωγραφική είναι οι βυζαντινοπρεπείς νωπογραφίες του στο Δημαρχείο Αθηνών, με θέματα και πρόσωπα από την Ελληνική Ιστορία. Δούλεψε στο Βυζαντινό Μουσείο, το Κοπτικό Μουσείο του Καΐρου, αγιογραφώντας και το τέμπλο του Ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου και δημιούργησε το Βυζαντινό τμήμα του Μουσείου της Κέρκυρας. Σημαντική ήταν η συμβολή του στην αποκατάσταση των τοιχογραφιών στον Μυστρά.

Ο Φώτιος Κόντογλου πέθανε στις 13 Ιουλίου 1965 στον «Ευαγγελισμό» από τις επιπλοκές που του είχε προκαλέσει ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα.

Πηγή βιογραφικού του Φ. Κόντογλου : sansimera.gr