Καμπάνια με σκοπό τη διάσωση της οικίας του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη ξεκίνησαν δύο ομογενειακοί φορείς: ο Σύλλογος «Hephaestus Wien – Österreichisch/Griechischer Integrationsverein», με έδρα τη Βιέννη και η Ελληνική Πολιτιστική Οργάνωση «Νόστος» Αργεντινής, με έδρα το Μπουένος Άιρες.
Οι δύο ομογενειακοί φορείς απευθύνουν έκκληση σε όλους τους αρμόδιους φορείς για τη λήψη άμεσων μέτρων, «ώστε να μην εξαφανιστεί ένα ακόμα μνημείο, δείγμα κτίσματος του περασμένου αιώνα και χώρος μνήμης ενός μεγάλου ποιητή και του έργου του, στην καρδιά της Αθήνας».
Ζητούν δε, το κτίριο αυτό, «αφού διασωθεί να μετατραπεί σε χώρο “Μουσείου Τάσου Λειβαδίτη”, όπου θα στεγαστούν βιβλία, χειρόγραφα, προσωπικά αντικείμενα, φωτογραφίες, δίσκοι μελοποιημένων ποιημάτων του από σημαντικούς Έλληνες συνθέτες και άλλο πληροφοριακό υλικό για τη ζωή και το έργο του Τάσου Λειβαδίτη, ώστε αυτό να είναι επισκέψιμο σε κάθε ενδιαφερόμενο, μαθητές σχολείων κ.ά.».
Δείτε στον παρακάτω σύνδεσμο το κείμενο της παγκόσμιας καμπάνιας και υποστηρίξτε την προσπάθεια
Σαν σήμερα, 20 Απρίλίου 1922 γεννιέται στην Αθήνα ο Τάσος Λειβαδίτης, ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές της χώρας μας.
Ο ποιητής που μας θυμίζει ότι πάντα «φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», ότι «ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει» και πως «όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί»
Με αφορμή την ημέρα της γέννησής του αφιερώνουμε σε όλους τους αναγνώστες της σελίδας μας το παρακάτω του ποίημα που ξεχωρίσαμε:
Tέχνη –
Έζησα τα πάθη σα μια φωτιά, τάδα ύστερα να μαραίνονται
και μ’ όλο που ξέφευγα απόνα κίνδυνο, έκλαψα
γι’ αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα. Δόθηκα στα πιο μεγάλα
ιδανικά, μετά τ’ απαρνήθηκα,
και τους ξαναδόθηκα ακόμα πιο ασυγκράτητα. Ένοιωσα
ντροπή μπροστά στους καλοντυμένους,
και θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους και τους
φτωχούς,
είδα τη νεότητα να φεύγει, να σαπίζουν τα δόντια,
θέλησα να σκοτωθώ, από δειλία ή ματαιοδοξία,
συχώρεσα εκείνους που με σύντριψαν, έγλυψα εκεί που
έφτυσα,
έζησα την απάνθρωπη στιγμή, όταν ανακαλύπτεις, πλέον
αργά, ότι είσαι ένας άλλος
από κείνον που ονειρευόσουνα, ντρόπιασα τ’ όνομά μου
για να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού απάνω μου ―
κι ήταν ο πιο φριχτός εγωισμός. Tις νύχτες έκλαψα,
συνθηκολόγησα τις μέρες, αδιάκοπη πάλη μ’ αυτόν τον
δαίμονα μέσα μου
που τα ήθελε όλα, τούδωσα τις πιο γενναίες μου πράξεις,
τα πιο καθάρια μου όνειρα
και πείναγε, τούδωσα αμαρτίες βαρειές, τον πότισα αλκοόλ,
χρέη, εξευτελισμούς,
και πείναγε. Bούλιαξα σε μικροζητήματα
φιλονίκησα για μιας σπιθαμής θέση, κατηγόρησα,
έκανα το χρέος μου από υπολογισμό, και την άλλη στιγμή,
χωρίς κανείς να μου το ζητήσει
έκοψα μικρά-μικρά κομάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα
στα σκυλιά.
Tώρα, κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι, πως ίσως πια
μπορώ να γράψω
ένα στίχο, αληθινό.