Σαν σήμερα, το 1998, χάσαμε τον Κωστή Μοσκώφ, έναν πολύτιμο άνθρωπο, ο οποίος με την απαράμιλλη ευγένεια της ψυχής του και το πολυεπίπεδο έργο του κατάφερε όσο κανένας άλλος να οικοδομήσει γέφυρες πολλές και στέρεες για να ονειρεύονται και να ταξιδεύουν οι καρδιές όλων των ανθρώπων μακρύτερα από τον τόπο που της γέννησε.

Ο Κωστής Μοσκώφ άφησε το ανεξίτηλο στίγμα του με ότι καταπιάστηκε, από τα βαθυστόχαστα και περίτεχνα λογοτεχνικά του δημιουργήματα έως τις χρυσές ημέρες της θητείας του ως Μορφωτικός Ακόλουθος της Ελλάδας στην Αίγυπτο, ανάγοντας την πολιτιστική διπλωματία ως την αιχμή του δόρατος της εθνικής μας εκπροσώπησης στην χώρα του Νείλου, αλλά και σε όλο τον Αραβικό κόσμο.

26 χρόνια έχουν περάσει σήμερα από την εκδημία αυτού του φωτεινού Πολίτη του Σύμπαντος και η ekkairo.org αναδημοσιεύει, τιμώντας την μνήμη του, ένα εξόχως αντιπροσωπευτικό κείμενο, μια κατάθεση ψυχής του συγγραφέα Θωμά Κοροβίνη που γράφτηκε το 2018, είκοσι χρόνια από τον θάνατό του.   

Η κατάθεσή μου είναι πολύ σύντομη –in memoriam- για αυτόν τον σπάνιο ομορφάνθρωπο που βιάστηκε να μας αποχωριστεί και που μας άφησε είκοσι χρόνια τώρα με την στυφή γεύση της ορφάνιας από έναν μεγαλύτερο και σοφότερο αδερφό μας.

Ο Κωστής ήταν τέκνο της διαπολιτισμικής και κοσμοπολίτικης Θεσσαλονίκης, λατρεμένο παιδί της μπουρζουαζίας αλλά σημαίνων δραπέτης απ’ αυτήν, με πάθος για τους προλεταριακούς αγώνες, γόνος Πόντιων καπνεμπόρων απ’ την Ορντού και εγγονός του κορυφαίου αρχιτέκτονα κόμητος Αριγκόνι, χαϊδεμένος των σαλονίσιων τανγκό μα λάτρης των διονυσιακών ζεϊμπέκικων, ιδιότυπα μαρξιστής και ιδιότροπα βυζαντινός και ορθόδοξος, συνάμα δυτικοθρεμμένος και Ευρωπαίος -όμως Έλληνας και ελληνικός, βαθιά και ουσιαστικά ελληνικός -και μάλιστα, «Μέγας Ανατολικός».

Τι απέγιναν άραγε τα ανέκδοτα έργα του, που όλοι με αγωνία τόσον καιρό τώρα περιμένουμε την έκδοσή τους; Ποια είναι η μοίρα τους; Εννοώ την -a la maniere Braudel- «Γεωγραφία» (γεωγραφική καταγραφή της ελλαδικής ενδοχώρας) ή «Ανθρωπογεωγραφία της Ελλάδος» και την μυθιστορία «Ο Αμνός του Κυρίου»!

Ο Μοσκώφ πλησίαζε με τον τρόπο του τον τύπο ενός homo universalis της εποχής του. Μα ήταν γεννημένος για ποιητής, αυτή ήταν η αυθεντική δημιουργική στόφα του. Άλλο ζήτημα αν σκάλιζε και μελέτησε την ιστορία δίνοντας ερεθιστικά και

ανατρεπτικά ιστορικά πονήματα. Όπως “Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα” και “Εισαγωγικά στο κίνημα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα”. 

Αν η μοίρα του τον ευνοούσε, ποίηση και μόνον ποίηση θα έγραφε παρακάτω. Τα ποιητικά του θέματα κινούνται ανάμεσα στην ιστορία και τον έρωτα κυρίως, με επιρροές από ποιητικά αναστήματα που θαύμαζε και μελετούσε : Καβάφη, Πάουντ, Κουασίμοντο, Εβραίους και Άραβες ποιητές.

Ήταν αγγελικός και δαιμονισμένος. Εξωτερικά εγκρατής μα εσωτερικά παράφορος. Ήθελε προς το τέλος της ζωής του να αποβάλλει ο, τιδήποτε το  αστικό, το κομ ιλ φό, το ψευτισμένο και το ρηχό και να περάσει είτε στην απόλυτη λιτότητα και την απογύμνωση μέσω του ασκητισμού, όπως αναλογικά περιήλθε στα στερνά του ο αυτοκράτορας κυρ-Μανουήλ ο Κομνηνός, έξοχα περιγεγραμμένος απ’ τον Καβάφη ή να γίνει παρανάλωμα ψυχή τε και σώματι από περιφλεγείς πέραν των ορίων έρωτες, σαν τους αισθησιακούς ήρωες του Ναγκίσα Όσιμα. «Εγώ έχω ανάγκη την πυρκαγιά» είχε δηλώσει.

Όμως το κισμέτι του ήταν προδιαγεγραμμένο αλλιώς. Έχοντας μάλιστα βιώσει το καρτέρι του θανάτου, απ’ τα νιάτα του κιόλας, για το δεύτερο μισό της ζωής του ζώντας καθημερινώς την φρικτή του παγανιά.

Κανείς θνητός δεν προλαβαίνει ούτε καν να διερευνήσει, πολλώ μάλλον να εξωτερικεύσει και να πραγματώσει όλο το φάσμα του βαθύτερου εαυτού του. Ο Κωστής ήταν πλήρης εσωτερικού φωτός, απέραντης ένδον ωραιότητος. Δεν πρόφτασε!

Μας έμειναν η αρχοντική του όψη και στάση, το «τίμιον της μορφής του», η ανάμνηση του ψυχικού του κάλλους, η έξοχη ανθρωπογνωσία του, τα ώριμα και εμβληματικά ιστορικά του πονήματα, η νέα περί έρωτος (χαρμόλυπου αλλά μεθυστικού) ηθική που μετον τρόπο του εκόμισε, η πρεσβεία του για την ευφροσύνη ενός λειτουργικού, χωρίς προιδεασμούς,εθνοκεντρισμό και μισαλλοδοξία, ιδανικά ειρηνικού ανατολικού κόσμου, η πολύτιμη συμβολή του -μέσω μιας εντελώς προσωπικής του σύλληψης- στην συνδιαμόρφωση της μυθολογίας της νεότερης Θεσσαλονίκης –μαζί με τον Πεντζίκη, τον Ιωάννου, τον Χριστιανόπουλο, τον Αναγνωστάκη, τον Παπάζογλου, και αρκετά άλλα άξια πνευματικά τέκνα αυτής της πολύπαθης και λατρεμένης πατρίδας που τα μυστήρια, οι κακοφορμισμένες πληγές και η –σε πολλά- απαράδεκτη μειοδοσία της φαίνεται πως για πολύ ακόμη θα μας βασανίζουν.

Τον χαιρετίζω μ’ ένα ποίημά του!

Γεννήθηκα την εποχή του χαλκού
τώρα δεν με θυμάται πια κανένας
σκεπάσαν τους βωμούς μου δάφνες και φρύγανα.
Πικραμύγδαλο, συ έρωτά μου,
ήπια τρία βαρέλια ρετσίνα στην Δόμνα χτες,
για να ξεχάσω
ρούφηξα τον Αλιάκμονα, τον σφοδρό Βαρδάρη
– οι λιμναίοι οικισμοί της Θεσσαλίας
μείναν ξεροί για χάρη σου.
Περιμένω τρεις χιλιάδες χρόνια να πεθάνω,
αδύναμος να αποσυντεθώ τόσο που σ’ αγαπώ