

Μόλις κινήθηκαν οι ΗΠΑ με τους υδρογονάνθρακες στην περιοχή μας, εξυπηρετώντας βεβαίως ως κράτος τα συμφέροντά τους στην Ανατολική Μεσόγειο, αμέσως οι δικοί μας από την άλλη μεριά έκαναν στροφή 180 μοιρών, πετώντας τη σκούφια τους με πανηγυρισμούς για τα οφέλη που θα προκύψουν μακροχρόνια στην χώρα μας από την χρήση αυτών.
Μετά από μία δεκαετία αποθέωσης εκ μέρους της Ελλάδος, της περιβόητης Πράσινης Μετάβασης που βίαια μας έχει επιβληθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση με τις διάφορες ντιρεκτίβες της, επιτέλους διαφαίνεται στον ορίζοντα ότι αρχίζουμε να σοβαρευόμαστε, καθώς η Κυβέρνηση βλέπει τώρα μέλλον στους υδρογονάνθρακες, κάτι που είναι θετικό για τη χώρα και τα εθνικά συμφέροντά της.
Έτσι η Ελλάδα πιεζόμενη -από τις διεθνείς εξελίξεις- προγραμματίζει επιτέλους να αρχίσει την διαδικασία εκμετάλλευσης στα κοιτάσματα υδρογονανθράκων που έχει στο υπέδαφός της. Αυτό να επισημάνουμε ότι μέχρι πρόσφατα ήταν παγωμένο -ακόμα και ως σκέψη- από ανοησία της εγχώριας άρχουσας ελίτ που είχε κολλήσει στο Γερμανικό δόγμα της Πράσινης Μετάβασης και με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή τους. Είναι γεγονός ότι η Ευρώπη από πολύ νωρίς είχε βάλει τον πολύ υψηλό στόχο της ώστε να γίνει «κλιματικά ουδέτερη» μέχρι το 2050, καταργώντας σταδιακά την χρήση των ορυκτών καυσίμων που συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή. Η «Πράσινη Μετάβαση» της Ευρώπης στην προ πανδημική περίοδο ακολουθούσε γοργούς ρυθμούς ανάπτυξής, και ένα μεγάλο μέρος των πόρων του «Ταμείου Ανάκαμψης» ήταν προσαρμοσμένο σε αυτήν την κατεύθυνση.
Ωστόσο, όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία, με τις κυρώσεις στη Ρωσία και την προσπάθεια της Ευρώπης για απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, όλα μαζί πυροδότησαν αλλεπάλληλες ενεργειακές κρίσεις. Έτσι με τις τότε συγκυρίες που επικρατούσαν, οι τιμές των ορυκτών καυσίμων εκτοξευθήκαν λόγω της μειωμένης προσφοράς τους και της αυξημένης ζήτησης τους, ενώ κάθε φορά που παρουσιάζονταν τα ίδια φαινόμενα, είχαμε και μία νέα επαναλαμβανόμενη κρίση στην ενέργεια.
Ένα πράγμα είναι βέβαιο ότι οι ονειροπόλοι θεωρητικοί των Βρυξελλών που σχεδίασαν την περιβόητη Ευρωπαϊκή Πράσινη Μετάβαση απέτυχαν παταγωδώς, γιατί δεν είχαν υπολογίσει το ιλιγγιώδες απαιτούμενο κόστος και το οικονομικό αποτύπωμα αυτής της μετάβασης, μη λαμβάνοντας υπόψη τις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες και οι αστοχίες τους με τα λάθη τους αποδεικνύονται ακόμη και σήμερα τραγικά.
Αγνόησαν και υποτίμησαν την αυξανόμενη ζήτηση που διαμορφώνεται σήμερα στις ενεργειακές μας ανάγκες και δεν προνόησαν πως μακροχρόνια θα την κάλυπταν σωστά, την ώρα που οι Ανανεώσιμες Πήγες Ενέργειας (ΑΠΕ) τεχνολογικά ακόμη δεν είναι σε θέση ικανές να τις αντικαταστήσουν και να τις καλύψουν.
Όπως αναφέρει η ετήσια έκθεση 2025 του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, χαρακτηριστικά για την Ευρώπη η ζήτηση ηλεκτρισμού κινείται ανοδικά λόγω της ηλεκτροκίνησης, της στροφής σε αντλίες θερμότητας και της αύξησης των φορτίων από την ψηφιοποίηση με τα νέα data centers, σε μια συγκυρία όπου τα δίκτυα καλούνται να υποστηρίξουν πιο σύνθετα και εντατικά προφίλ κατανάλωσης. Στο βασικό σενάριο της έκθεσης η παγκόσμια οικιακή κατανάλωση ρεύματος αυξάνεται κατά 25% έως το 2035 και κατά 60% έως το 2050.
Κατά συνέπεια η εποχή κυριαρχίας των ορυκτών καυσίμων δεν φαίνεται να τελειώνει σύντομα. Σύμφωνα επίσης με την ετήσια έκθεση 2025 του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας η παγκόσμια ζήτηση για πετρέλαιο και φυσικό αέριο θα συνεχίσει να αυξάνεται τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του αιώνα. Η έκθεση σηματοδοτεί στροφή προς μια πιο ρεαλιστική αποτύπωση της ενεργειακής πραγματικότητας, σε μια περίοδο όπου η μετάβαση στις καθαρές μορφές ενέργειας επιβραδύνεται και η ασφάλεια εφοδιασμού παραμένει σε προτεραιότητα
Σύμφωνα και πάλι με την ετήσια έκθεση η ζήτηση πετρελαίου θα αυξηθεί από περίπου 100 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως το 2024 σε 113 εκατ. βαρέλια έως το 2050, δηλαδή αυξανόμενη περίπου κατά 13%, ενώ παράλληλα η παγκόσμια αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου LNG αναμένεται να διευρυνθεί από τα 560 δισ. κ.μ. το 2024 σε 880 δισ. κ.μ. το 2035, και περαιτέρω σε 1.020 δισ. κ.μ. το 2050, κυρίως λόγω της αυξανόμενης ζήτησης στον ηλεκτροπαραγωγικό τομέα, που τροφοδοτείται από την επέκταση των data centers και εφαρμογών της τεχνητής νοημοσύνης.
Με βάση τα παραπάνω η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζοντας προσηλωμένη στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, θα πρέπει να αναδιαμορφώσει την στρατηγική της όσον αφορά την Ενεργειακή της Μετάβαση και θα είναι ανόητο να χρησιμοποιήσει τις ίδιες συνταγές του παρελθόντος. Η Ε.Ε. θα πρέπει να ισορροπήσει τους νέους περιβαλλοντικούς στόχους της, με την ανάγκη να διατηρήσει την κοινωνική συνοχή της στο εσωτερικό της και να κρατήσει ζωντανή σε διεθνές επίπεδο την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας της.
Καταλήγοντας επισημαίνεται ότι δεν γίνεται να ζητάς λιγότερα καύσιμα, όταν η ίδια η ψηφιακή οικονομία σήμερα χρειάζεται τεράστιες ποσότητες ενέργειας, ή όταν παράλληλα οι υποδομές της τεχνητής νοημοσύνης είναι το νέο απαιτούμενο «πετρέλαιο» του 21ου αιώνα. Ας μην είμαστε λοιπόν αφελείς, γιατί το μεγαλύτερο ψέμα της εποχής μας είναι ότι μπορούμε να έχουμε άπειρη ενέργεια, με άπειρη τεχνολογία αλλά να έχομε ταυτόχρονα και μηδενικές εκπομπές. Αυτό σίγουρα εκ των πραγμάτων δεν γίνεται και το γνωρίζουμε όλοι μας.
Γράφει ο Πολιτικός Μηχανικός και Πρόεδρος του ΣΕΚ
Μιχάλης Μπίσκος