Το Μάνγκο είναι ο καρπός του αειθαλούς καρποφόρου δέντρου με την πυκνή κόμη του γένους Μανγκανία, το οποίο και αποτελεί το μεγαλύτερο οπωροφόρο δένδρο στον κόσμο, ικανό να φθάσει σε ύψος τα 35-40 μέτρα. Παράλληλα, είναι το εθνικό δέντρο του Μπαγκλαντές και το εθνικό φρούτο της Ινδίας, του Πακιστάν και των Φιλιππίνων.

Ποια είναι όμως η ιστορική διαδρομή του Μάνγκο, το οποίο από αρθρογράφο της αραβικής εφημερίδας ¨Αλ Ασσάς¨ χαρακτηριζόταν στα 1951 ως ο βασιλιάς των φρούτων και ως φρούτο των βασιλέων ;

Πριν 4.000 χρόνια οι βασιλείς των Ινδιών καλλιεργούσαν με μεγάλη επιμέλεια το δένδρο, έτσι ώστε αυτό κατέστη ένα δένδρο ιερό που διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στη θρησκεία του τόπου. Λέγεται ότι ο Ινδός βασιλέας Ασάκα ήταν ο πρώτος που διέδωσε την καλλιέργεια του, με τις απέραντες μανγκοφυτείες να χρησιμεύουν ως υπόδειγμα για τους υπηκόους του, οι οποίοι άρχισαν να το καλλιεργούν σε μεγαλύτερη κλίμακα. Ο Ασάκα έζησε στα 273-232 π.Χ. και ήταν εκείνος που ανέκτησε τις Ινδίες από τον Σέλευκο, ενώ ασπάστηκε το Βουδισμό, του οποίου οι οπαδοί θεωρούσαν το δένδρο του μάνγκο ως ιερό.

Μα και οι Μουσουλμάνοι βασιλείς των Ινδιών έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για το μάνγκο. Ο Μογγόλος αυτοκράτορας Αχμπάρ (1556-1615) είχε διατάξει τη φύτευση 100.000 μανγκόδενδρων σε έναν απέραντο κήπο, τα οποία και διατηρήθηκαν επί 3 αιώνες, μ΄ έναν Άγγλο βοτανολόγο να γράφει γι΄ αυτά μετά την επίσκεψη του στην περιοχή.

Ο Ινδός σοφός Αμπούλ Φαντλ που έζησε επί της μογγολικής αυτοκρατορίας, σε σύγγραμμα του πριν 350 περίπου χρόνια αναφέρει ότι στις Ινδίες υπάρχει μεγάλη ποικιλία μάνγκο, μεταξύ των οποίων και ένα που δεν υπερέβαινε το ύψος του ανθρώπου και παρήγαγε εξαιρετικό καρπό. Η ποικιλία αυτή υπάρχει ακόμη στην περιοχή του Μπεχάρ.

Οι Κινέζοι και οι Άραβες υπήρξαν οι πρώτοι ξένοι, οι οποίοι γνώρισαν το μάνγκο. Ένας Κινέζος εξερευνητής γράφει γι΄ αυτό σε έργο του που περιέγραφε το ταξίδι του στις Ινδίες κατά το 632-645. Όσο για τους Άραβες, το γνώρισαν σε διατηρημένη στο ξίδι μορφή.

Οι Ινδοί ναυτικοί που διέρχονταν δια των αραβικών λιμένων μετέφεραν πάντοτε ποσότητες μάνγκο. Ο πρώτος Μουσουλμάνος συγγραφέας που το αναφέρει στα βιβλία του είναι ο Ελ Ταμπάρι, ο οποίος στα χρονικά του έτους 96 της Εγίρας διηγείται ότι ο χαλίφης Αλ Βαλίντ Ιμπν Άμπντελ Μάλικ έλαβε από τις Ινδίες στάμνες γεμάτες με διατηρημένα μάνγκο.

Οι Άραβες φύτευσαν μανγκόδενδρα στη περιοχή του Αμμάν, όπου το φυτό αναπτύχθηκε παίρνοντας τις διαστάσεις της καρυδιάς. Και άλλοι πολλοί διάσημοι συγγραφείς ανέφεραν το μανγκόδενδρο, περιγράφοντας τις φυτείες του, κυρίως δε όσοι επισκέφτηκαν διάφορα μέρη των Ινδιών. Ας σημειωθεί πως το μανγκόδενδρο ονομάζεται με διάφορους τρόπους, ανάλογα τις περιοχές όπου φυτεύεται. Μόνο στη Νότια Ινδία ονομάζεται Μάνγκαλ, ονομασία που μετέδωσαν οι Πορτογάλοι στις ευρωπαϊκές γλώσσες. Υπό αυτή την ονομασία αναφέρουν το φρούτο και οι Άραβες από την εποχή του Μεχμέτ Αλή.

Από τις Ινδίες το μανγκόδενδρο μεταφέρθηκε αρχικά στην Περσία και κατόπιν στο Αμμάν. Κατά τον 14ο αιώνα εγκλιματίστηκε στη Σομαλία. Η Ευρώπη το πρωτάκουσε σε περιγραφή του ιερέα Ιορδάνη, ο οποίος είχε επισκεφθεί τις Ινδίες στα 1328.

Μετά την ισημερινή Αφρική, το μάνγκο μεταφέρθηκε στην Αυστραλία, τις Κανάριες Νήσους, τη Μαδέρα, τη Μαδαγασκάρη και τη Ρεϊνιόν. Η τελευταία αυτή νήσος είχε τις πολυτιμότερες ποικιλίες, οι οποίες μεταφυτεύτηκαν στις Αντίλλες και τη Φλώριδα κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα.

Το μανγκόδενδρο εισήχθη στις αγγλικές Αντίλλες υπό τις ακόλουθες περιστάσεις : Κατά το 1782 οι Άγγλοι συνέλαβαν ένα γαλλικό πλοίο κατευθυνόμενο στη Δομινικανή Δημοκρατία. Μεταξύ των λαφύρων ήταν και μερικά δενδρύλλια μάνγκο, τα οποία και φυτεύτηκαν στην Τζαμάικα. Τα δένδρα παρήγαγαν καρπό εξαιρετικής ποιότητας, ο οποίος άρεσε πολύ στους εργαζόμενους στις καλλιέργειες καφέ ιθαγενείς, που τον έτρωγαν και έριχναν το κουκούτσι στο έδαφος. Μετά την κατάργηση της δουλείας, οι φυτείες καφέ παραμελήθηκαν, αλλά από τα κουκούτσια μεγάλα δένδρα μάνγκο είχαν πλέον αναπτυχθεί και μάλιστα έφτασαν τα 21 μέτρα ύψος, με κορμούς περιμέτρου 4,5 μέτρων. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο διαδόθηκε το μανγκόδενδρο στις χώρες του Ισημερινού.

Στην Αίγυπτο το μάνγκο κατέστη γνωστό από την εποχή του Μωχάμεντ Άλη. Κατά το 1825 ένας Άγγλος έμπορος εγκατεστημένος στις Ινδίες μετέβαινε στην Αγγλία έχοντας μαζί τους μικρά φυτά μάνγκο. Από αυτά προσέφερε μερικά στο Μωχάμεντ Άλη, ο οποίος και διέταξε να φυτευτούν στο ανάκτορο της Σούμπρας, όπου και σώζονταν τουλάχιστον ως τα μέσα της δεκαετίας του ΄60. Ο Ιμπραήμ κατόπιν φύτευσε μανγκόδενδρα στη νήσο Ρόδα και το παράδειγμα του μιμήθηκαν διάφοροι πασάδες. Οι διάδοχοι του Μωχάμεντ Άλη ενδιαφέρθηκαν όπως εκείνος για την καλλιέργεια του μανγκόδενδρου. Έτσι, ο Χεδίβης Ισμαήλ φύτευσε μάνγκο κοντά στους υδατοφράκτες του Νείλου και στους κήπους της Γκίζας. Η ποικιλία μάνγκο που φέρει την ονομασία Μινσάουϊ έλκει την καταγωγή της από την εξής ιστορία : Όταν ο Οράμπι βρισκόταν εξόριστος στην Κεϋλάνη έστειλε στο φίλο του Άχμετ Μινσάουϊ ένα καλάθι μάνγκο. Αυτός φύτευσε τα κουκούτσια στον κήπο του και τα φυτά που προέκυψαν φρόντισε κατόπιν να τα καλλιεργήσει σε ευρεία κλίμακα, αποκτώντας αυτά μεγάλη φήμη σε όλη την Αίγυπτο. Όταν ο Οράμπι απελευθερώθηκε και επέστρεψε στη Νειλοχώρα, έφερε μαζί του μικρά φυτά μάνγκο, τα οποία φύτευσε στο χωριό του κοντά στο Ζαγαζίκ. Μερικά από αυτά υπήρχαν ακόμη στα 1950 και παρήγαγαν ένα είδος μάνγκο που ονομαζόταν ¨Γκαλπ ελ Νουρ¨.

Ν.ΝΙΚΗΤΑΡΙΔΗΣ