Το «πράσινο φως» πήρε πριν από λίγες μέρες η Ε.Κ.Κ, για τη συνέχιση των υπέργειων εργασιών αποκατάστασης του ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, του εμβληματικού ναού για τον ελληνισμό της Αιγύπτου.
Η κ. Χρυσάνθη Σκουφαρίδου, Γενική Γραμματέας της Ε.Κ.Κ και προϊσταμένη της εφορίας ναών αναφέρει στο «Νέο Φως», την εφημερίδα της Ελληνικής Κοινότητας Καΐρου, ότι οι υπόγειες εργασίες, αφορούσαν στη δημιουργία ενός αγωγού που διοχετεύει τα ύδατα από το Νείλο (όταν ανεβαίνει ο υδροφόρος ορίζοντας) προκειμένου να αντιμετωπιστεί το οξύ πρόβλημα υγρασίας του ναού.
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Όταν ανεβαίνει ο υδροφόρος ορίζοντας, τα υπόγεια ύδατα διοχετεύονται πλέον στο υπόγειο αντλιοστάσιο του αγωγού αφυδάτωσης και δεν ανεβαίνουν στο κτήριο. Η δεύτερη φάση των εργασιών, έρχεται να αντιμετωπίσει το σημαντικό αυτό πρόβλημα, αποκαθιστώντας παράλληλα, τον εσωτερικό και εξωτερικό χώρο του ναού.
Τις δαπάνες για το πρώτο στάδιο αποκατάστασης του ναού, κάλυψε η Ε.Κ.Κ ενώ τη δεύτερη φάση θα χρηματοδοτήσει η μεγάλη ευεργέτιδα της Κοινότητας, κ. Αικατερίνη Σοφιανού – Μπελεφάντη.
Όπως εξηγεί στο «Νέο Φως» η κ. Σκουφαρίδου, η πρώτη φάση του έργου περιελάμβανε την κατασκευή έργων υποδομής περιμετρικά του ναού. Έγινε δηλαδή η τοποθέτηση νέου αποστραγγιστικού δικτύου, μονώθηκαν για την υγρασία τα θεμέλια και παράλληλα κατασκευάσθηκε νέο δίκτυο αποχέτευσης των λυμάτων.
Κατά τη δεύτερη φάση των εργασιών, ο ναός θα αλλάξει και εξωτερικά όψη. Θα γίνουν επισκευές στο περιμετρικό περίβλημα, στο κωδωνοστάσιο και τους εξωτερικούς τοίχους του ευρύτερου οικοπέδου.
Επίσης, θα επισκευαστούν όλα τα αποσαθρωμένα επιχρίσματα, οι ρωγμές που υπάρχουν στην κόγχη του ιερού, θα καθαιρεθεί ο περιμετρικός δακτύλιος που έχει διαβρωθεί, θα επισκευαστούν τα ξύλινα και μεταλλικά κουφώματα, τα μάρμαρα και η νότια κύρια είσοδος.
Με κεραμίδια θα αντικατασταθούν τα φύλα αμιάντου της σκεπής – μεταξύ άλλων -θα επισκευασθούν οι εξωτερικοί δοκοί και τα αποσαθρωμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία περιμετρικά του ναού, του κωδωνοστασίου, του μεταλλικού κιγκλιδώματος. Μετά τις εργασίες θα βαφτεί εξωτερικά ο ναός.
Η αναδυόμενη υγρασία από το υπέδαφος σε μια λωρίδα που εκτεινόταν από ένα έως τέσσερα μέτρα ήταν η κυριότερη αιτία για τις ζημιές που προκλήθηκαν στο εξωτερικό περίβλημα του ναού και τους περιμετρικούς τοίχους.
Όπως αναφέρει ο πολιτικός μηχανικής κ. Μιχάλης Μπίσκος στην τεχνική έκθεσή του για τη δεύτερη φάση αποκατάστασης του ναού, εκτός από το ότι η υγρασία έχει αποδιοργανώσει σε πολλά σημεία το εξωτερικό επίχρισμα του ναού, τα υποστυλώματα, υπάρχουν αποκαλύψεις και ρωγμές στα αρχιτεκτονικά διακοσμήματα.
Οι υπόλοιπες βλάβες, όπως αναφέρει στην ίδια έκθεσή του ο κ. Μπίσκος, που έχουν γίνει σε ξύλινα και μεταλλικά κουφώματα καθώς και σε μάρμαρα των κλιμακοστασίων προέρχονται κυρίως από έλλειμμα συντήρησης συν τη φθορά του χρόνου.
Η ιστορία του ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης είναι άμεσα συνυφασμένη με την ιστορία της Ε.Κ.Κ. Η κ. Βίλλυ Πολίτη – Ζούε (Μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής και Επόπτης Γραφείων της Ε.Κ.Κ) στο βιβλίο της «Ιερός Κοινοτικός Ναός Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης», καταγράφει την ιστορία του εμβληματικού ναού.
Κτήτορας του ναού είναι o Nέστωρας Τσανακλής (ο δεύτερος πρόεδρος της Ε.Κ.Κ), ο οποίος προσέφερε για την ανέγερσή του 30.000 λίρες Αιγύπτου. Το Δεκέμβριο του 1906 οι αδελφοί Κυριαζή (Ευστάθιος Επαμεινώνδας και Γεώργιος), πουλούν στην Ελληνική Κοινότητα Καίρου ένα οικόπεδό τους που βρίσκεται στο Μπουλάκο, προκειμένου να ανεγερθεί εκεί ο κοινοτικός ναός. Το οικόπεδο έχει έκταση 4.439.749 τ.μ και επωλήθη έναντι 1.331.923,80 Γ.Δ (Γρόσια Διατιμήσεως).
Ο μακαριστός μητροπολίτης Λεοντοπολεως Τίτος, στο βιβλίο του για την ιστορία του ναού, αναφέρει αυτός ότι εκτείνεται συνολικά σε 1.000τ.μ.
Αρχιτέκτονες του ναού είναι ο Δημήτριος Φαβρίκιος Πασάς και οι Αχιλλεύς και Πάτροκλος Καμπανάκης, ενώ εργολήπτης ο Ανδρέας Σάββας.
Το ύψος του ναού είναι 35 μέτρα και ο θόλος με το σταυρό 28 μέτρα. Δέος προκαλεί στους πιστούς ο θόλος καθώς έχει διάμετρο 15 μέτρα.
Σύμφωνα με το βιβλίο του Λεοντοπόλεως Τίτου, αρχικά ο ναός είναι τέσσερα αλεξικέραυνα, και φωτιζόταν με 350 – 400 ηλεκτρικούς λαμπτήρες!
Ο ρυθμός του είναι ελληνοβυζαντινός και αποπνέει το σύγχρονο, για τις αρχές του 20ου αιώνα, νεοελληνικό χαρακτήρα. Ο θεμέλιος λίθος του ναού μπαίνει τον Ιανουάριο του 1907. Επτά χρόνια μετά, το 1914, τελούνται με κάθε επισημότητα τα εγκαίνια του εντυπωσιακού ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Παρόν ήταν ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Φώτιος, πολλοί πρόεδροι Ελληνικών Κοινοτήτων της Αιγύπτου, διπλωμάτες και πάροικοι.
Μετά τα εγκαίνια, όπως αναφέρει η κ. Βίλλυ Πολίτη Ζούε στο βιβλίο της, μοιράσθηκε στους παρεβρισκομένους ένα αναμνηστικό δίπλωμα το οποίο φέρει την εικόνα των Αγίων και Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης και ένα σχέδιο του ναού.
Μετά τα εγκαίνια η Κοινοτική Επιτροπή ασχολήθηκε και με την ολοκλήρωση της διακόσμησης του ναού. Τον Ιούλιο του 1914, ανέθεσε στον Περικλή Τσιριγώτη, το σχέδιο της διακόσμησής του και τις εικόνες που έπρεπε να φιλοτεχνηθούν.
Το 1915 προσελήφθη ο ζωγράφος Κοτζαμπάνογλου για να φιλοτεχνήσει πέντε εικόνες του τέμπλου. Σχεδόν ένα χρόνο μετά, η οικογένεια Κότσικα χρηματοδότησε κάποια έργα που φιλοτέχνησε ο Τσιριγώτης. Το 1949 ολοκληρώθηκε η εσωτερική διακόσμηση του ναού από το ζωγράφο Γ. Πάντζο. Το 1957 ο ζωγράφος Δημήτρης Βασιλείου φιλοτέχνησε την προσωπογραφία του Προφήτη Ηλία, το 1959 την τοιχογραφία του Μυστικού Δείπνου και το 1962 τις εικόνες του Αγίου Νέστορος και της Καθόδου εις Άδην. Ζωγράφισε επίσης με επίχρυσα αστέρια το θόλο του ναού.
Το ρεπορτάζ δημοσιεύθηκε στο “Νέο Φως”, την 1 Οκτωβρίου 2018 (φύλλο 680).