«Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα στους γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω αγγέλους, θα τους μιλήσω ελληνικά”.
Νικηφόρος Βρεττά
κος

Γράφει ο Τάσος Αναστασίου – Αναπληρωτής Συντονιστής Εκπαίδευσης Βορείου Αφρικής και Μέσης Ανατολής

Η 9η Φεβρουαρίου ανακηρύχτηκε ως Παγκόσμια Ημέρα της Ελληνικής Γλώσσας από το ελληνικό κοινοβούλιο ομόφωνα. Ένα γεγονός που αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην ελληνική διασπορά και πόσο μάλλον στην ελληνική παροικία της Αιγύπτου. Σε όλους μας, λίγο ή πολύ, γεννιέται βέβαια ο προβληματισμός για το πού βρίσκεται και που βαδίζει η ελληνική γλώσσα, ιδιαίτερα όταν δεν αποτελεί τη μητρική γλώσσα αλλά μία εκ των ξένων γλωσσών που διδάσκεται στο εξωτερικό.

Διαχρονικά στην Αίγυπτο αποτέλεσε σημείο – ορόσημο η διατήρηση της ελληνικής γλώσσας στην παροικία και μάλιστα σημείο αμφιλεγόμενο πολλές φορές καθώς έπρεπε κατά καιρούς να ευθυγραμμίζεται η διδασκαλία της με τις επιταγές του επίσημου αναλυτικού προγράμματος της ημεδαπής. Διατυπώθηκαν κατά καιρούς από εκπαιδευτικούς συμβούλους και παιδαγωγούς που εργάζονταν στα ελληνικά εκπαιδευτήρια διάφορες καινοτόμες δράσεις και προτάσεις – αναπροσαρμογές στο επίσημο αναλυτικό πρόγραμμα με σκοπό πάντα τη διευκόλυνση της μετάδοσης και της διδασκαλίας της γλώσσας μας. Άλλες καρποφόρησαν και άλλες παρέμειναν οράματα και σχέδια για το απώτερο μέλλον.

Αναφορικά με την εκπαιδευτική πραγματικότητα της ελληνικής παροικίας της Αιγύπτου, τα ελληνικά εκπαιδευτήρια διατηρούν σήμερα τη διδασκαλία της γλώσσας μας σύμφωνα με το επίσημο αναλυτικό πρόγραμμα και τα εγχειρίδια της ημεδαπής. Αποτελεί καθημερινή πρόκληση για τους εμπλεκόμενους στη μαθησιακή διαδικασία, μαθητές και εκπαιδευτικούς, καθώς η επίσημη αραβική και η ελληνική γλώσσα αλληλεπιδρούν και επηρεάζουν άμεσα το μαθησιακό αποτέλεσμα. Ανακύπτουν συχνά ζητήματα και προβλήματα που ανάγονται στα διαφορετικά οικογενειακά περιβάλλοντα, στον διαφορετικό τρόπο διδασκαλίας και σε μια σειρά άλλων παραγόντων που επηρεάζουν άμεσα τη διδασκαλία και των δύο γλωσσών.

Παρά ταύτα καταβάλλεται συστηματική προσπάθεια από το διδακτικό προσωπικό των δύο βαθμίδων, των μαθητών αλλά και των γονέων για την αντιμετώπιση των όποιων δυσκολιών. Εδώ πρέπει να επισημανθεί η αρωγός και συνεχής προσπάθεια που καταβάλουν οι ελληνικές κοινότητες, τόσο στο Κάιρο όσο και στην Αλεξάνδρεια, οι διάφοροι φορείς καθώς και η διαρκής παρουσία της εκκλησίας στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας μέσα από την υλική και ηθική τους συνδρομή.

Εκτός των εκπαιδευτηρίων της Αιγύπτου, η ελληνική γλώσσα γίνεται κοινωνός της κουλτούρας μας και των αξιών μας στο Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο Καΐρου, στα πανεπιστήμια του Καΐρου και του Αλ Άζχαρ, στα ΤΕΓ της ευρύτερης περιοχής (ΗΑΕ-Ντουμπάι, Κατάρ – Ντόχα) και στην Πατριαρχική Σχολή των Ιεροσολύμων. Ταυτόχρονα γίνονται προσπάθειες επαναλειτουργίας των ΤΕΓ Ιορδανίας, Βηρυτού και Τύνιδας. Η ελληνική γλώσσα διδάσκεται σε διαφορετικές ηλικίες και σε μαθητές που προέρχονται από μεικτούς γάμους ή από αλλόγλωσσα οικογενειακά περιβάλλοντα.

Αποτελεί ελπιδοφόρα πρόκληση η διδασκαλία της καθώς επιβεβαιώνεται ιστορικά ότι η Ελληνική 40 αιώνες τώρα χωρίς διακοπή και επιβιώνει και εξελίσσεται δυναμικά και λειτουργεί αυτόνομα όπως κάθε άλλη ζωντανή γλώσσα. Το γεγονός αυτό είναι και η πιο αντικειμενική απάντηση στο ερώτημα ποια θα είναι η πορεία της Ελληνικής στον 21ο αιώνα.

Το άρθρο του κ. Αναστασίου δημοσιεύθηκε στο “Νέο Φως” στις 19 Φεβρουαρίου 2019.