«Ὁ γάρ λαός Σου καί ἡ ἐκκλησία Σου ἰκετεύουσί Σε»
«Ἐπισυνάγοντες» τίς σκέψεις μου, προσπαθῶ νά κρατήσω στό βάθος τοῦ εῖναι μου τό θαῦμα πού ἔζησα στή πρόσφατη ἱεραποδημία μου στό μακρινό Κογκό – στή Κινσάσα καί στή νεοπαγῆ Μητρόπολη Κανάγκας ὅπου καί ἐνθρόνισα τόν νέο Ἐπίσκοπό Της, καθώς καί στή χώρα τῶν Αἰθιόπων ὅπου καί ἐκεῖ νέον Ἐπίσκοπο ἐγκατέστησα.
Καθήμενος ἀπέναντι τοῦ Φάρου τοῦ Ἀλεξανδρινοῦ εὔχομαι καί προσεύχομαι: «Κύριε τήν λυχνία πού ὡς ἄλλο κανδήλι Σοῦ ἄναψα, κράτησέ την ἄσβεστη εἰς ἡμέρα αἰῶνος!…».
Μιά ἄλλη Πεντηκοστή ξανάζησα στίς χῶρες αὐτές τῶν ζητούντων τόν Κύριο, τόν Θεό πού μόλις τώρα μαθαίνουν ὅτι τούς ἀγάπησε καί τούς ἀγαπᾶ ἕως Σταυροῦ!…
Ἐκεῖ σ’ αὐτήν τήν νέα Πεντηκοστή μέ ὑποδέχθηκαν πάνω ἀπό εἴκοσι χιλιάδες ψυχές «μετά νηπίων καί θηλαζόντων» καί ὡς ἄλλο ἐρχόμενο Χριστό, ὑποδέχοντο τόν Πατέρα καί Πατριάρχη τους ἀναβοῶντες τό ΩΣΑΝΝΑ!…
«Γαληνά τά πρόσωπα, γαληνά καί τά ἤθη!…», ἀποδείκνυαν τήν τῆς ψυχῆς τους κατάσταση.
Μέσα ἀπό τό ξεχείλισμα τῆς ἀγάπης τους, πλημμύρισε ἡ δική μου καρδιά. Οἱ ζητωκραυγές τους οὐρανομήκης!… Οἱ ἀλαλαγμοί τους στό πέρασμά μου συγκλόνισαν τήν ψυχή μου καί αὔξησαν τήν εὐθύνη μου ἀπέναντι στά πλάσματα πού τήν πτωχεία τους, τήν κάνουν δοξολογίας πλουτισμό.
Οἱ συνεργοί μου ἐν Κυρίῳ, ἐπίσκοποι, πρεσβύτεροι καί διάκονοι ἄξιοι ἐπαίνων καί θαυμασμοῦ γιά τό τεράστιο ἔργο πού μέ ζῆλο Θεοῦ κατ’ ἐπίγνωσιν ἐπιτελοῦν.
Οἱ λαϊκοί συγκηρηναῖοι ἐξ Ἑλλάδος ἄς ἔχουν τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί τίς δικές μου πατρικές ὁλόθερμες εὐχές.
Στόν ἀπόηχο αὐτῆς τῆς ἐπίσκεψης χιλιάδες σκέψεων, ὁράσεων καί ὁραματισμῶν συνωθοῦνται μέσα στή γεμάτη ἀγάπη καρδιά μου, γιά ὁλα αὐτά τά παιδιά τοῦ Θεοῦ.
Ἀφρική – Ἀφρική. Ἡ χώρα τῶν μελλόντων. Οἱ χῶρες πού μέσα τους φιλοξενοῦν ἕνα νέο ἐπιγενομένο κόσμο. Ἕνα κόσμο μέ Θεό… χωρίς θεοκρατισμούς!… Ἕνα κόσμο πού μαθαίνει τό μάθημα τῆς ἀγάπης τόσο γρήγορα, πού διαβαίνουν ὧρες γιά νά βροῦν μιά σταγόνα νεροῦ!…
Αὐτές τίς χῶρες καί αὐτούς τούς λαούς ἀξίζει κανείς ν’ ἀγαπᾶ καί να κάνει ὅ, τι εἶναι δυνατόν ἀνθρωπίνως, γιά νά τούς προσφέρει τά «σά ἐκ τῶν σῶν» τῆς καρδιᾶς του.
Αὐτοί οἱ λαοί οἱ «κατακεκαυμένοι» ἀπό τοῦ ἠλίου τήν θερμική δύναμη, ἔχουν ἀνάγκη τῆς δικῆς μας ἀνόθευτης ἀγάπης…
Ἐκεῖ διαπορευόμενος «ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ» διεπίστωσα γιά μιά ἀκόμη φορᾶ, πόση ἀνθοφορία ψυχῆς ὑπάρχει σ’ αὐτά τά παιδιά τοῦ Θεοῦ, πού δέν σοῦ ζητοῦν τίποτε περισσότερο παρά μόνον λίγα ψυχία άγάπης.
Αὐτούς τούς λαούς ἐπανεγκατέστησα καί ἐπανα-αγάπησα ἐκ καρδίας. Καί τώρα προσερχόμενος στό «ταμιεῖον» μου μυστικῶς δέομαι ὑπέρ αὐτῶν.
Κύριε, Κύριε, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καί ἐπίσκεψαι ἐν τῇ χρηστότητί Σου, αὐτούς τούς λαούς, αὐτά τά δικά σου παιδιά, πού ἡ δική Σου ἀγάπη ἐνεπιστεύθη εἰς ἐμέ ὡς ἄλλον Μωϋσῆ νά τά ἐξάγω διά «ξηρᾶς ἐν μέσῳ τῆς θαλάσης» τόσων καί τόσων δυσκολιῶν, στήν ἀγκαλιά τῆς ἀπείρου Σου ἀγάπης.
Δός μου Κύριε τήν δύναμη ἴνα ὡς πατήρ ἐπισυνάγω αὐτά ὑπό τάς πτέρυγάς Σου, στό δρόμο τῆς ἐλπίδας, τῆς πίστης, ὅτι διά Σοῦ σωθήσονται οἱ ταπεινοί τῆς γῆς.
Εὐχαριστῶ Σε Κύριε ὁ Θεός μου «ὁ ἀναγαγών με» εἰς ποιμένα τῶν προβάτων τῆς νέας Σου ἐν Ἀφρικῇ αὐλῆς… αὐτῆς τῆς αὐλῆς, πού οἱ λαοί της πλουτίζουν «ἑαυτούς μηδέν ἔχοντες» καί «ταπεινοῦντες ἐαυτούς ἐν πολλῷ πλούτῳ!…».
Αὐτούς τοῦς λαούς διά παντός «εὐλογῶν εὐλογήσω» καθοδηγῶντας τους εἰς ὁδούς σωτηρίας.
«Πάτερ Ἅγιε τήρησον αὐτούς τῇ ἀληθείᾳ Σου».