Οι Χαιρετισμοί της Παναγίας, είναι ένα αριστούργημα της Βυζαντινής Υμνογραφίας. Ένα Κοντάκιο, όπου χωρίζεται σε 24 μέρη, πού έχουν αλφαβητική διάταξη.
Αναφέρονται ανά ένα στην Παναγία και καταλήγουν με το χαίρε «Νύμφη ανύμφευτε» και «ανά ένα στο Χριστό», πού τελειώνουν με το «Αλληλούϊα», που θα πει: Αινείτε τον Θεό, τον Κύριο.
Συγγραφέας του Ακαθίστου Ύμνου είναι ο Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός, ο ποιητής των κοντακίων, ο «πρίγκιπας» των Βυζαντινών υμνογράφων. Τον ονομάζουμε Ακάθιστο Ύμνο, γιατί τον έψαλλαν ακάθιστοι, όρθιοι σε ολονύκτια αγρυπνία, στον Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών, στην Κωνσταντινούπολη, για να ευχαριστήσουν την Παναγία, πού έσωσε την Βασιλεύουσα από την βέβαιη καταστροφή. Το έτος 626 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Ηράκλειος με τον όγκο του στρατού πολεμούσε τους Πέρσες στα βάθη της Μ. Ασίας. Έκανε ιερό πόλεμο κατά των Περσών, για να ελευθερώσει και να φέρει πίσω τον Τίμιο Σταυρό, πού άρπαξαν οι βάρβαροι από τα Ιεροσόλυμα.
Ο Χαγάνος, αρχηγός των Σκυθών και Μυσών, ήρθε σε συνεννόηση με τους Πέρσες και πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη. Η πόλη βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Οι εχθροί γύρω πολλοί, ενώ μέσα ο στρατός ελάχιστος με τον φρούραρχο Βώνο. Όλος ο λαός είχε τρομοκρατηθεί και ευρίσκετο σε μεγάλη απελπισία. Φόβος και τρόμος, μεγάλη ταραχή τούς κατέλαβε. Έπεσε το ηθικό τους. Απαισιοδοξία επικρατούσε παντού. Ψυχή και καταφυγή για όλους ποιος άλλος; Η Εκκλησία και ο πιστός και γενναίος Πατριάρχης Σέργιος. Ας προσέξουμε, παρακαλώ, τα λόγια του: «Είναι κρίμα να απελπίζεσθε. Γιατί σκέπτεσθε σαν άνθρωποι, πού δεν πιστεύουν στο Θεό; Εμπιστεύθηκα την τύχη της Πόλεως στα χέρια της Παναγίας».
Τα λόγια αυτά, ήτανε πολύ σπουδαία. Γιατί στις δυσκολίες τα βάφουμε μαύρα; Γιατί κάνουμε σαν να μη υπάρχει Θεός; Που θα καταφύγουμε στα δύσκολα; Στην Παναγία. Στην κραταιά της σκέπη. Εξ άλλου και ο Μ. Κωνσταντίνος, όταν έχτισε την Πόλη, στην Παναγία την αφιέρωσε. Γι᾿ αυτό στο Τη Υπερμάχω ψάλλουμε, «αναγράφω σοι η πόλις σου, Θεοτόκε». Η Κωνσταντινούπολις είναι η Πόλις της Θεοτόκου. Με τα λόγια του Πατριάρχη ο λαός εμψυχώθηκε. Πατριάρχης, κλήρος και λαός ξεχύθηκαν στους δρόμους με τα λάβαρα των εκκλησιών, με Ιερά Κειμήλια στα χέρια, με την Τιμία Ζώνη της Παναγίας, και με τα Λείψανα των Αγίων. Αναρωτιόταν οι πιστοί εάν δεν υπήρχαν οι Εκκλησία και οι ιερείς τι θα γινόμασταν; Ο Πατριάρχης κρατώντας στα χέρια την εικόνα της Παναγίας έδινε δύναμη και θάρρος.
Από τα στόματα όλων έβγαιναν κραυγές ικεσίας: Πρόφθασε, Παναγία μου, μη μας εγκαταλείπεις τώρα, που χανόμαστε. Σώσε τον λαό σου και την πόλη σου. Ευλόγησε την κληρονομία σου. Τότε συνέβη ένα μεγάλο και υπερφυσικό θαύματα από τα πιο μεγάλα της Πίστεώς μας. Τρομαγμένοι οι εχθροί άκουγαν θόρυβο, σαν χιλιάδες στρατός να επιτέθηκε εναντίον τους, πού έφερνε καταστροφή στις τάξεις τους. Έτσι ξαφνικά από διώκτες έγιναν διωκόμενοι. Χιλιάδες πτώματα στρώθηκαν στη γη. Πανικόβλητοι, όσοι είχαν απομείνει, τράπηκαν σε φυγή, για να σωθούν, φωνάζοντας απεγνωσμένα μεταξύ τους: Που βρέθηκε, που ήταν κρυμμένος τόσος στρατός; Στρατός όμως δεν υπήρχε. Ήταν ο Θεός και η Παναγία που τους κυνηγούσαν. Οι ιστορικοί μιλούν για έναν ανεμοστρόβιλο, πού σηκώθηκε και έφερε πανικό και καταστροφή. Αγρίεψε η θάλασσα και σήκωσε τεράστια κύματα. Συντρίμμια έγιναν τα πλοία του εχθρού. Εκτός από τα πτώματα γύρω από τα τείχη, γέμισε και η παραλία με νεκρά κορμιά, πού ξέβρασε η θάλασσα τούς πνιγμένους.
Από τα μάτια των χριστιανών έτρεχαν δάκρυα, όχι πόνου και αγωνίας, αλλά δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης. Με αλαλαγμούς και ζητωκραυγές κατευθύνθηκαν τα πλήθη στην Παναγία των Βλαχερνών, για να ευχαριστήσουν και να δοξολογήσουν τον Θεό και την Παναγία. Ήταν η νύχτα τής 7ης προς την 8η Αυγούστου. Πρώτος ο Πατριάρχης για πρώτη φορά έψαλε το τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια… και στη συνέχεια όλη την νύκτα εκείνη «ορθοστάδην τον ύμνον τη του Θεού Μητρί γηθοσύνως έμελψαν».
Αυτός, ο λυτρωτικός και νικητήριος ύμνος, έγινε λαοφιλής. Έγινε ο Εθνικός Ύμνος της Εκκλησίας και του Γένους μας. Στον Ύμνο αυτό βλέπουμε τον Ορθόδοξο Ελληνισμό. Την εκκλησιαστική παράδοση και την εθνική ζωή. Την Πίστη και την Πατρίδα, που συσφίγγονται αρμονικά γύρω από αυτόν τον Ύμνο. Τα λόγια του μας αφυπνίζουν το πατριωτικό και θρησκευτικό αίσθημα. Μας θυμίζουν τον μεγάλο γενναίο αυτοκράτορα Ηράκλειο, που καθιέρωσε την ελληνική γλώσσα ως την επίσημη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από την εποχή εκείνη και μέχρι σήμερα «οι χαιρετισμοί» έγιναν αγαπημένη ακολουθία των χριστιανών, που έρχονται κάθε χρόνο με την ίδια λαχτάρα και μέσα στο μοσχομύριστο από θυμίαμα περιβάλλον των Εκκλησιών, να τούς ακούσουν, να σταυροκοπηθούν, να συγκινηθούν, γιατί πάντα «οι χαιρετισμοί» κρατούν την ίδια ένταση και επικαιρότητα και ασκούν την ίδια επίδραση σε κάθε χριστιανική ψυχή πού τούς ακούει. Ο «Ακάθιστος Ύμνος», Είναι σάλπισμα πού μας αφυπνίζει. Είναι δύναμις και δίδαγμα που καθοδηγεί τις ελληνικές γενεές στο καθήκον, είναι υπομνηστήριο των υποχρεώσεών μας, προς την θρησκεία και την Πατρίδα μας. Ο Θεός δια πρεσβειών της Υπεραγίας Θεοτόκου της προστάτιδος όλου του Ορθοδόξου έθνους μας, ας είναι σκέπη, φρουρός και προστάτης, να μας διαφυλάττει από κάθε κίνδυνο, να μας χαρίζει υγεία και θεία φώτιση στον κάθε ένα προσωπικά μετά των οικογενειών μας.