Εντυπωσιακά κατάλοιπα αρχαίων ναών στη βυθισμένη πόλη του Ηρακλείου
Ελληνικοί θησαυροί στο Δέλτα του Νείλου. Εντυπωσιακά κατάλοιπα αρχαίων ναών και πλήθος έργων τέχνης ανακάλυψαν οι αρχαιολόγοι στη βυθισμένη πόλη του Ηρακλείου.
Από το 2001 έχει φέρει στο φως πλούσιους θησαυρούς. Η φετινή κορυφαία «ψαριά» φέρνει στο φως κι άλλους.
Ο λόγος για το Ηράκλειο ή Θώνις, τη, βυθισμένη σήμερα, αρχαία μητρόπολη, στο φιλόξενο λιμάνι του οποίου κατέφυγαν, σ ο Πάρις με την Ωραία Ελένη για να γλυτώσουν από τον απατημένο Βασιλιά της Σπάρτης, Μενέλαο, πριν από την έναρξη του τρωϊκού πολέμου που ήταν χτισμένη στις εκβολές του Νείλου στη Μεσόγειο από την οποία «αναδύεται» ένας αρχαίος ελληνικός λαός κυκλικής κάτοψης – θόλος – αλλά κι ένα μεγάλο μέρος ενός σημαντικού ναού αφιερωμένου στον Άμμωνα.
Στην ίδια ακριβώς θέση που είχαν πέσει όταν η πόλη καταστράφηκε πριν από 2.200 χρόνια από σεισμό – και εν συνεχεία από κατολισθήσεις ως συνέπεια του παλιρροιακού κύματος που ακολούθησε – βρέθηκαν τα αρχιτεκτονικά μέλη του κυκλικού ναού. Σ’ αυτά ας προστεθούν πλήθος από ασημένια και ορειχάλκινα έργα τέχνης, τα οποία αποτελούσαν προσφορές πιστών στο ναό μαζί με πολλά πήλινα αγγεία, τα οποία εντοπίστηκαν όλα άθικτα.
Ειδώλια, νομίσματα και τελετουργικά αγγεία από τον μεγάλο ναό ανασύρθηκαν επίσης από το βυθό πέραν των αρχιτεκτονικών καταλοίπων.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, υποθαλάσσια βρέθηκε και το τμήμα ενός πλοίου. Να θυμίσουμε ότι μέχρι σήμερα έχουν βρεθεί 75 (!) πλοία. Το πλοίο αυτό δεν είχε εμπορικό, αλλά τελετουργικό χαρακτήρα κι είχε μήκος 13 μέτρα, πλάτος 5 μέτρα κι ήταν θαμμένο σε βάθος 3 μέτρων.
Το, δε, φορτίο του δεν ήταν άλλο από μικροσκοπικά πολύτιμα νομίσματα από χρυσό και χαλκό που χρονολογούνται από τα χρόνια του Πτολεμαίου Β’ (283 – 246 π.Χ.), αλλά και κοσμήματα κι αγγεία του 4ου και του 3ου αιώνα.
Σήμερα, η μητρόπολη που ήταν χτισμένη πάνω νησθιά ενωμένα με γέφυρες κι αποτελούσε το σημαντικότερο ναυτικό σύνδεσμο ανάμεσα στην αρχαία Ελλάδα και την Αίγυπτο, εξακολουθεί να εκπλήσσει τους αρχαιολόγους και συγκεκριμένα όσους συνεργάζονται με το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Υποθαλάσσια Αρχαιολογία με επικεφαλής τον Φρανκ Γκοντιό.
Πηγή: Τα Νέα