Ο Αιγυπτιώτης Ελληνισμός δεν έδρασε και άκμασε όπως γενικότερα πιστεύεται μονάχα σε Αλεξάνδρεια και Κάιρο, αλλά και σε πολλές άλλες πόλεις και πολίχνες της Αιγύπτου.

Σ΄ αυτές ίδρυσε κοινότητες, έκτισε εκκλησίες και σχολεία, δημιούργησε επιχειρήσεις, εμπορικούς οίκους και μαγαζιά, καλλιέργησε κτήματα, έκτισε σπίτια… γεννήθηκε, βαπτίστηκε, έζησε, διασκέδασε, πέθανε και ενταφιάστηκε στο φιλόξενο χώμα της Νειλοχώρας.


Μια τέτοια πόλη ήταν και η Μανσούρα, η πολυπληθής ελληνική παροικία της οποίας αποτέλεσε ένα ακόμη πετράδι δράσης και προσφοράς στο κόσμημα του Αιγυπτιώτη και γενικότερα του Απόδημου Ελληνισμού.

Γράφει ο Νικόλαος Νικηταρίδης / Συγγραφέας – Ερευνητής της ιστορίας των Αιγυπτιωτών

Μεταφερόμενοι λοιπόν στη Μανσούρα στις αρχές Μαρτίου του 1894, μέσα από τη γραφίδα αρθρογράφου της αλεξανδρινής εφημερίδας «Μεταρρύθμισις», ας δούμε πως διασκέδαζαν οι Μανσουριανοί σε μια χορευτική εσπερίδα που διοργανώθηκε στο σπίτι του τότε Προέδρου της Ελληνικής Κοινότητας Αλέξανδρου Ράλλη – γιου του στυλοβάτη της εκεί παροικίας Αντωνίου Ράλλη – ο οποίος είχε γεννηθεί στην Αλεξάνδρεια το 1851 και σε ηλικία 12 ετών στάλθηκε σε Μασσαλία και Λίβερπουλ για σπουδές, για να εγκατασταθεί μόνιμα στη Μανσούρα το 1874 ασχολούμενος με το εμπόριο, ενώ για την κοινωνική του δράση είχε τιμηθεί το 1891 από την Ελληνική Κυβέρνηση με το Σταυρό του Σωτήρος:


«Η Μανσούρα διασκεδάζει, ιδία δε η ελληνική παροικία κατά τας ημέρας ταύτας συγκεντρούται εις τας αιθούσας φιλοξένων οίκων και διέρχεται φαιδράς εσπερίδας. Χθες η συγκέντρωσις εγένετο εν τω εν Τάλχα οίκω του ομογενούς κ. Αλεξάνδρου Ράλλη. Πάντα τα μέλη της μικτής κοινωνίας και αβραί δέσποιναι και δεσποινίδες εκ Ζαγαζικίου, Μεχάλλας και Καΐρου εκάλυνον την εσπερίδα, έδιδον ζωήν και φαιδρότητα εις τον χορόν, όστις εν απτώτω ζωηρότητι εξηκολούθησε μέχρι της 7 πρωϊνής ώρας. Εις τον χορόν παρίστατο ο ημέτερος πρόξενος, ο ενταύθα παρεπιδημών συντάκτης της αθηναϊκής «Εφημερίδος» κ. Βελλιανίτης και πλούσιοι κύριοι εκ των πλησίον πόλεων προσελθόντες, εν μέσω δε τόσων καλλονών διεκρίνοντο επί χάριτι και κομψότητι η οικοδέσποινα και η αδελφή αυτής κυρία Σκαναβή.

Χάρις εις τας ευρείας αιθούσας του φιλοξένου οίκου ηκολούθησεν ο χορός ζωηρός, εμψυχούμενος υπό των οικοδεσποτών, ων η αβρότης και η ευγένεια εγοήτευσαν τους κεκλημένους. Η κυρία Ράλλη όμως, μας παρεσκεύασε μίαν από τας ωραιοτέρας και ανυπόπτους εκπλήξεις δια την Μανσούραν. Μετέτρεψεν επί αρκετήν ώραν την εσπερίδα εις μουσικήν και ποιητικήν. Ούτως η κυρία Μπενάκη εξετέλεσε γλυκυτάτας μελωδίας επί του κλειδοκυμβάλου, γοητεύσασα και ενθουσιάσασα πάντας, οίτινες εις την ευγενή Κυρίαν εύρισκον αληθή καλλιτέχνιδα μετ΄ αισθήματος και ευστροφίας ουχί κοινής, εκτελούσα τα δυσχερέστατα των μουσικών συνθέσεων.

Είτα ο κ. Βελλιανίτης παρακληθείς υπό του κ. Ράλλη απήγγειλε δύο εκ των ποιημάτων άτινα θα απαγγείλη και προσεχώς εις την Εμπορικήν Λέσχην Αλεξανδρείας. Τα ρωσσικά ποιήματα αληθώς έχουν ιδιαιτέρα και όλως πρωτότυπα θέλγητρα. Ο έρως, το μίσος, η εκδίκησις, τα πάθη έχουσι χαρακτήρα παράδοξον, διερμηνευόμενα δε υπό ποιητών του ύψους του Λέρμανιεφ και του Πούσκιν εξασκούσι επιρροήν απερίγραπτον επί των ακροατών.

Ο κ. Βελλιανίτης μετέφερε εις την ημετέραν γλώσσαν τα ποιήματα ταύτα με όλην των την δύναμιν και την αρμονίαν, συνεκίνησε δε δια της απαγγελίας του και απέσπασε ραγδαία τα χειροκροτήματα του εκλεκτού ακροατηρίου του. Μετά την καλλιτεχνικήν ταύτην απόλαυσιν επηκολούθησε χορός και πλούσιος δείπνος, ένθα αφθόνως έρρευσεν ο καμπανίτης και είτα πάλιν χορός, μόλις δε την 7ην πρωΐας απήλθον οι κεκλημένοι αποκομίζοντες τας ζωηροτέρας και γλυκυτέρας εντυπώσεις της εσπερίδος ην τόσον φιλοφρόνως παρεσκεύασεν ο κ. και η Κυρία Ράλλη, και ήτις είναι η τελευταία και ωραιοτέρα εξ όσων ποτέ είχεν η πόλιν μας».