Στις 23 Ιουλίου 2018 η φονική πυρκαγιά στο Μάτι στοίχισε τη ζωή σε 102 ανθρώπους. Ο Μαχμούντ Μεσάφερ ήταν από τους πρώτους που έσπευσαν να διασώσουν όσους εγκλωβίστηκαν στη θάλασσα, κυνηγημένοι από τις φλόγες και πνιγμένοι από τον καπνό που κάλυπτε τα πάντα γύρω τους. Στις 2 Ιανουαρίου 2019 τιμήθηκε από την πολιτεία με την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας. Αυτή είναι η ιστορία ενός ψαρά που μέσα σε ένα βράδυ έγινε ήρωας, σώζοντας 73 ανθρώπους και 4 σκύλους.
Εκείνο το βράδυ γύρισα στο σπίτι, πέταξα τα ρούχα μου και μπήκα στο μπάνιο. Είχα σχεδόν καλυφθεί από τις στάχτες και ζαλιζόμουν πολύ. Η μυρωδιά του καμένου δεν έλεγε να φύγει από πάνω μου. Την επόμενη μέρα πήγα στο καΐκι και βρήκα καμένα ρούχα, παπούτσια και παιδικά παιχνίδια. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα αγοράκι και δύο κοριτσάκια, 3-4 ετών, που όταν τα έβγαζα στον μόλο του λιμανιού της Νέας Μάκρης, έκλαιγαν γαντζωμένα από τον λαιμό μου και ούρλιαζαν «ευχαριστώ». Ρίχτηκα με το καΐκι πίσω στη φωτιά. Οταν θυμάμαι αυτή την εικόνα, βάζω τα κλάματα.
Γεννήθηκα σε ένα μικρό χωριό στη Δαμιέτη, στο Δέλτα του Νείλου. Ημουν γύρω στα 16 όταν πριν από τριάντα χρόνια ήρθα στην Ελλάδα με τον ξάδερφό μου. Ηρθαμε για δουλειά και επειδή ονειρευόμασταν να δούμε τον κόσμο. Στο χωριό μου ξέρουμε καλά την τέχνη του ψαρά και εφτά στους δέκα είμαστε ψαράδες. Αυτή η δουλειά μού έδωσε ψωμί από μικρό παιδί μέχρι σήμερα. Εχω δουλέψει σκληρά γυρίζοντας όλη την Ελλάδα. Από το πρώτο καΐκι στους Φούρνους της Ικαρίας, στην Κάλυμνο, στην Κω, στην Αλεξανδρούπολη, στην Κρήτη. Τα τελευταία 13 χρόνια έχω στεριώσει στη Νέα Μάκρη. Η θάλασσα είναι η ζωή μου.
Η δουλειά του ψαρά θέλει υπομονή. Αμα κάνει μπουνάτσα, προετοιμάζομαι για να βγω στα ανοιχτά. Αμα κάνει φουρτούνα, ελέγχω τον αέρα και ζυγίζω τα πράγματα. Αν αποφασίσω να μην πάω, θα δω τους φίλους και τους συντοπίτες μου.
Είναι 18.15. Βλέπω τη φωτιά και τον καπνό να πλησιάζει απειλητικά τους ανθρώπους που έχουν εγκλωβιστεί στη θάλασσα. Το μόνο που με απασχολεί είναι πώς πρέπει να δράσω. Δεν μπορώ ούτε να γυρίσω τα μάτια μου από την άλλη μεριά. Εκείνη τη στιγμή δεν μετράς τη ζωή ενός ανθρώπου από το χρώμα, την καταγωγή ή τη θρησκεία του. Είναι μια ζωή σε κίνδυνο. Αν μου τύχαινε ξανά, το ίδιο θα έκανα. Θα ριχνόμουν στη φωτιά. Αλλιώς δεν θα μπορούσα να ζήσω με ήσυχη τη συνείδησή μου.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα αγοράκι και δύο κοριτσάκια, 3-4 ετών, που όταν τα έβγαζα στον μόλο του λιμανιού της Νέας Μάκρης, έκλαιγαν γαντζωμένα από τον λαιμό μου και ούρλιαζαν «ευχαριστώ»
Μου έρχεται μια ιδέα. Να τραβήξω με το κινητό μου ζωντανά την εικόνα. Ο κόσμος έπρεπε να μάθει τι συμβαίνει, γιατί μόνοι μας εγώ και μερικοί άλλοι δεν μπορούσαμε να τους σώσουμε όλους. Επρεπε να σπεύσουν κι άλλοι σε βοήθεια και το μήνυμα έπρεπε να φτάσει γρήγορα. Κινδύνευα να πεθάνω κι εγώ, ήθελα ο κόσμος να μάθει τι συμβαίνει.
Στην πρώτη προσπάθεια διάσωσης βγάλαμε με τον συχωρεμένο τον Κώστα, τον ιδιοκτήτη του καϊκιού, 23 άτομα. Με το ένα χέρι κρατούσα την κουπαστή και με το άλλο τούς ανέβαζα στη βάρκα. Αφήναμε μικρά παιδιά και ηλικιωμένους σε σοκ στον μόλο του λιμανιού της Νέας Μάκρης. Κάποια στιγμή έφτασαν κι άλλα καΐκια, μαζί τους και το Λιμενικό. Η πρώτη μας προσπάθεια ήταν η πιο δύσκολη, γιατί ήμασταν μόνοι μας και αν δεν δρούσαμε θα πέθαιναν πολλοί. Η φωτιά και ο καπνός είχαν φτάσει στη θάλασσα και τους είχαν εγκλωβίσει. Ηταν θέμα λεπτών. Συνολικά έσωσα 73 ανθρώπους και 4 σκύλους. Καμιά φορά όταν έρχονται οι εικόνες ξανά στο μυαλό μου, με πιάνουν τα γέλια αφού σκέφτομαι ότι εγώ, ένας άνθρωπος 70 κιλά, κατάφερα να σώσω τόσους πολλούς. Γενικά είμαι πολύ ήρεμος, αλλά εκείνο το βράδυ θυμάμαι έναν εντελώς διαφορετικό Μαχμούντ. Μπροστά στον κίνδυνο να χαθούν ανθρώπινες ζωές, έγινα αγρίμι.
Οποτε έβγαινα στον δρόμο, ο κόσμος με χαιρετούσε εγκάρδια. Μετά από ό,τι έγινε στο Μάτι κι ενώ είχα βγει σε κανάλια, εφημερίδες και ραδιόφωνα, ο κόσμος με είχε μάθει. Θυμάμαι μια φορά που κατέβηκα στην Αθήνα για να αγοράσω κάποια πράγματα για το καΐκι και μπήκα σε ένα ταξί. Ο οδηγός του με κοιτούσε κάπως περίεργα από τον καθρέφτη και φοβήθηκα, ήμουν κάπως μαγκωμένος. Ξαφνικά σταματάει απότομα, κατεβαίνει από το αμάξι και με αγκαλιάζει: «Σε ευχαριστώ πολύ για ό,τι έκανες στο Μάτι. Ευλογημένος να είσαι». Για καιρό όταν πήγαινα για καφέ δεν με άφηναν να να πληρώσω. «Ο Μαχμούντ δεν είσαι; Εσύ που έσωσες κόσμο στο Μάτι; Εσύ δεν θα πληρώσεις».
Για τη δράση μου ενημερώθηκαν ο πρωθυπουργός και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Εμαθα ότι ήθελαν να με ευχαριστήσουν προσωπικά. Μετά έλαβα τιμητικά την ελληνική ιθαγένεια. Μπορούσα πλέον να εκπληρώσω το όνειρό μου: να αποκτήσω δικό μου καΐκι. Το αγόρασα από το Ναύπλιο και του έδωσα το όνομα «Γαλήνη» γιατί όταν η θάλασσα είναι γαλήνια, είναι μαγευτική. Ο κόσμος ξέρει τη «Γαλήνη» μου και λέει «θα πάρουμε ψάρια από τον Μαχμούντ». Για εμένα η γαλήνη είναι όλα όσα θέλω από τη ζωή. Για τα παιδιά μου: τον Χαλίντ, τη Μάριαμ και την Αϊα.
Πηγή: Εφημερίδα Συντακτών/ Επιμέλεια: Χρήστος Λαζαρίδης