Η κατάρρευση του ελληνοαλβανικού μετώπου τον Απρίλιο του 1941 θα αναγκάσει τα υπολείμματα του ελληνικού στρατού να κατευθυνθούν πρώτα προς Τουρκία και νησιά του Αιγαίου και αργότερα προς τη Μέση Ανατολή και κυρίως την Αίγυπτο. Με ενδιάμεσους σταθμούς τα στρατόπεδα της Τουρκίας θα βρουν διάφορους τρόπους μετάβασης. Μαζί τους και πολλοί πρόσφυγες των νησιών του Αιγαίου, ιδιαίτερα της Δωδεκανήσου, καθώς οι συνθήκες διαβίωσης με τους Ιταλούς κατακτητές γίνονται αφόρητες.
Σύμφωνα με τις ανταποκρίσεις των κατά τόπους Ελλήνων πρεσβευτών, μόνο από το στρατόπεδο της Περγάμου τον Αύγουστο του 1941, θα αποσταλούν στην Αίγυπτο 2.100 αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες ή ναύτες ενώ θα παραμείνουν στην Τουρκία ως πολιτικοί πρόσφυγες 207 Μουσουλμάνοι και άλλοι 257 Έλληνες κληρωτοί εκ Θράκης που θα θεωρηθούν αγύμναστοι. Συνολικά ο αριθμός των προσφύγων και των στρατιωτικών που θα αναχωρήσουν για τη Αίγυπτο μέχρι το τέλος Αυγούστου 1941 θα πλησιάσει τους 4.000.
Την ίδια στιγμή στην ελληνική παροικία της Αιγύπτου πραγματοποιείται επιστράτευση των τελευταίων κλάσεων 1911, 1912 και 1913. Συγκροτείται έτσι η πρώτη ελληνική Ταξιαρχία που αποτελείται αμιγώς από Αιγυπτιώτες Έλληνες ενώ οι αφιχθέντες στρατιώτες και κληρωτοί εξ Ελλάδας θα στελεχώσουν τη δεύτερη ελληνική Ταξιαρχία.
Παράλληλα με τον ελληνικό στρατό θα πραγματοποιηθεί και η μετάβαση της ελληνικής κυβέρνησης και τού βασιλιά Γεωργίου Β΄ από την Κρήτη στην Αίγυπτο όταν φάνηκε πώς το νησί θα έπεφτε στους Γερμανούς. Ο υπουργός Μανιαδάκης θα προηγηθεί της άφιξης της ελληνικής κυβέρνησης και θα προκαλέσει έντονες διαμαρτυρίες τόσο των παροίκων όσο και των αξιωματικών. Μετά και από τις παραινέσεις του Βρετανού πρεσβευτή στο Κάιρο Sir Miles Lampson, ο Τσουδερός, πρόεδρος της ελληνικής εξόριστης κυβέρνησης, θα παύσει τους μεταξικούς υπουργούς Μανιαδάκη και Νικολούδη και θα τους στείλει πρεσβευτές στη Λατινική Αμερική και τη Νότια Αφρική αντίστοιχα. Στα τέλη του Ιουνίου ή ελληνική κυβέρνηση έφυγε για τη Νότια Αφρική με τελικό προορισμό το Λονδίνο όπου είχαν συγκεντρωθεί οι εξόριστες κυβερνήσεις των Συμμάχων. Η παρουσία της μεταξικής κυβέρνησης στο Κάιρο αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα θα προκαλέσει τις αντιδράσεις της φιλελεύθερης πλειοψηφίας της παροικίας.
Η δυσαρέσκεια της παροικίας τόσο για τη σύνθεση της κυβέρνησης όσο και για τις ενέργειές της θα εκφραστούν μέσα από την επιστολή που θα σταλεί προς τον πρόεδρο κ. Τσουδερό από την Ε.Ε.Ε.Α – Εθνική Επιτροπή Ελλήνων Αιγύπτου, όπου στηλιτεύεται η ανεπάρκεια της κυβέρνησης, τονίζεται για πρώτη φορά πώς το πολίτευμα της Ελλάδας πρέπει να είναι η δημοκρατία ενώ καυτηριάζονται συγκεκριμένες ενέργειές της τόσο στο πολιτικό, στο στρατιωτικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Δεν παραλείπεται να τονιστεί πώς οι μυστικές υπηρεσίες διατηρούν ακόμη το πνεύμα της 4ης Αυγούστου καθώς με εντολές που φθάνουν από το Λονδίνο μέσω των αγγλικών υπηρεσιών (intelligence service) επιδιώκεται η σύλληψη και η απέλαση από τη χώρα επωνύμων προσώπων με αντιβασιλικά και αντιβρετανικά αισθήματα. Η κυβέρνηση δεν είχε επίσημα καταδικάσει το «μεταξικό» καθεστώς και αυτή η στάση της δημιουργούσε συχνές διαμάχες μεταξύ των αξιωματικών, των πολιτικών παραγόντων αλλά και των παροίκων.
Οι αξιωματικοί έδιναν ιδιαίτερα οξύ τόνο στις διαμάχες, αφού οι περισσότεροι είχαν παραμερισθεί από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου σαν φιλελεύθεροι και ζητούσαν επίμονα να αντικαταστήσουν τους υπηρετούντες «μεταξικούς» αξιωματικούς. Παράλληλα, οι τελευταίοι ήσαν αντίθετοι με την ενεργοποίηση των «βενιζελικών», και μερικοί απ’ αυτούς πίστευαν πώς τα ελληνικά στρατεύματα έπρεπε να προετοιμάζονται για την επαναφορά τού βασιλιά μεταπολεμικά στην Ελλάδα. Οι κινήσεις τω τελευταίων θα προκαλέσουν την αντίδραση των αριστερών οπλιτών και ναυτών, οι οποίοι δημιουργούν μυστικές οργανώσεις για να αντιπαρατεθούν στους μεταξικούς αξιωματικούς. Οι αντιφασιστικές μυστικές οργανώσεις που σχηματίζονται στα τρία όπλα από τις 10 Οκτωβρίου 1941 είναι: η ΑΣΟ (Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση), η ΑΟΝ (Αντιφασιστική Οργάνωση Ναυτικού) και η ΑΟΑ (Αντιφασιστική Οργάνωση Αεροπορίας) οι οποίες εκδίδουν και τακτικές πολυγραφημένες εφημερίδες.
Με τις επαφές πού έγιναν μεταξύ της ομάδας των πάροικων και των εκπροσώπων των αντιφασιστικών οργανώσεων ΑΣΟ και ΑΟΝ μεθοδεύτηκε και η συνεργασία τους (υλική βοήθεια στις στρατιωτικές οργανώσεις, χρήση σπιτιών των πάροικων, ανταλλαγή πληροφοριών). Για τον καλύτερο συντονισμό των δραστηριοτήτων των τριών οργανώσεων στις ένοπλες δυνάμεις, της ομάδας των πάροικων, καθώς επίσης και της αριστερής οργάνωσης των ναυτεργατών πού προϋπήρχε στην Αίγυπτο, δημιουργήθηκε μια κεντρική καθοδηγητική επιτροπή τα μέλη της οποίας ήσαν έμπειροι κομμουνιστές. Ο εκπρόσωπος της παροικίας στην επιτροπή ήταν ο Κύπριος ποιητής Θεοδόσης Πιερίδης (1908 – 1968), και γραμματέας της ήταν ένας δεκανέας του στρατού ο Γιάννης Σαλλάς. Είναι χαρακτηριστική η επιστολή που απευθύνει η Κεντρική Επιτροπή της ΑΣΟ στις 15/9/1942 προς τον Πρόεδρο της Κυβέρνησης Τσουδερό με δριμύτατο ύφος μέσω της οποίας καυτηριάζεται η πολιτική αδράνεια της κυβέρνησης σε θέματα εκδημοκρατισμού του στρατού ενώ ζητάει την απολογία της κυβέρνησης σε δέκα ερωτήσεις-θέματα που έχουν σχέση με την ασύμφωνη πολιτική της προς το χαρακτήρα του σημερινού πολέμου.
Πρέπει επίσης να αναφερθεί εδώ και ο καταλυτικός ρόλος των Ελλήνων κομμουνιστών, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, στην ίδρυση του κομμουνιστικού κόμματος της Αιγύπτου καθώς και της ενεργής τους συμμετοχής σε απεργίες, αντιφασιστικές και ειρηνιστικές εκδηλώσεις. Μέσα στη συγκεκριμένη ομάδα διακρίνεται ο βιομήχανος Έλληνας Αιγυπτιώτης Στρατής Ζερμπίνης, ο οποίος χρηματοδοτεί την εφημερίδα «Κήρυξ» του Καΐρου που αποτελεί και το μοναδικό «αντιμεταξικό» όργανο πληροφόρησης του Αιγυπτιώτη ελληνισμού.
Εξαιτίας της δύσκολης επικοινωνίας του ΕΑΜ και της ηγεσίας των αντιφασιστικών οργανώσεων της Αιγύπτου στα πρώτα χρόνια της Κατοχής, παρατηρείται τουλάχιστον μέχρι το 1943 μια αυτόνομη τακτική και στρατηγική στη διαχείριση των θεμάτων του αντιφασιστικού αγώνα, πάντα όμως προσηλωμένες στις θέσεις του ΕΑΜ. Οι αριστεροί πάροικοι θα δημιουργήσουν το περιοδικό «Έλλην» χάρη στις υλικές ενέργειες των Άγγελου Κασιγόνη, διευθυντή του περιοδικού και του Στρατή Ζερμπίνη. Η πενταμελής συντακτική ομάδα θα πλαισιωθεί από τους Στρατή Τσίρκα, Θεοδόση Πιερίδη και από τους διακεκριμένους δικηγόρους Γιάννης Λαχοβάρη, Γεώργιο Ρούσο, Γεώργιο Βαλεντή και από άλλους λογοτέχνες και ποιητές. Το περιεχόμενο του περιοδικού περιλαμβάνει πολιτικά και φιλολογικά άρθρα με αντιφασιστικό περιεχόμενο. Γύρω από τον «Έλληνα» θα συσπειρωθούν μια σειρά διανοούμενοι, κυρίως εκπαιδευτικοί όπως ο Γιώργης Αθανασιάδης και το ζεύγος Πετρώνδα, δικηγόροι και καλλιτέχνες. Ωστόσο η έντονη βρετανική λογοκρισία που παρατηρείται μέχρι τις αρχές του 1943, απαγορεύει την άμεση προβολή των θέσεων του ΕΑΜ.
Μερικούς μήνες μετά την κυκλοφορία του «Έλληνα», το Γενάρη του 1943, με πρωτοβουλία των κομμουνιστών, ιδρύθηκε στο Κάιρο ο Εθνικός Απελευθερωτικός Σύνδεσμος (ΕΑΣ). Αμέσως μετά ιδρύθηκαν τμήματά του στην Αλεξάνδρεια και το Πορτ Σάιντ. Στην ηγεσία του συμμετείχαν εκτός από κομμουνιστές, και αρκετοί παράγοντες από άλλους χώρους: Αντιμεταξικοί, και προοδευτικοί – δημοκράτες. Το πρόγραμμα του ΕΑΣ ήταν αντιφασιστικό, εθνικοαπελευθερωτικό, γενικά πατριωτικό – δημοκρατικό. Ο ΕΑΣ, πού ήταν ουσιαστικά εκφραστής της Εαμικής πολιτικής στην παροικία, σε αντίθεση με τις φιλοεαμικές οργανώσεις πού δρούσαν μέσα στο στράτευμα, ήταν νόμιμη οργάνωση με ελεύθερη λειτουργία, πού απέφευγε να κάνει αναφορά στις παράνομες οργανώσεις και κάλυπτε τον εαμικό του προσανατολισμό με ένα γενικότερο αντιφασιστικό χαρακτήρα πού ήταν ανεκτός, αν όχι αποδεκτός από τους Βρετανούς. Ηγετικό ρόλο στην ίδρυσή του έπαιξε ο Γιώργος Ρούσσος.
Η αυτονομία και η απόλυτη ελευθερία κινήσεων που είχαν τα στελέχη της ΑΣΟ και του ΕΑΣ βοηθούσαν στη γρήγορη εξάπλωση των οργανώσεων μέσα στο ελληνικό στράτευμα.
Τα γεγονότα του Μάρτη και τα Ιουλιανά του 1943
Στις αρχές Μαρτίου του 1943 άρχισαν να εντείνονται τα περίεργα φαινόμενα στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής. Στους δε χώρους της 2ης Ταξιαρχίας, κατόπιν τηλεγραφικής διαταγής του Υπουργείου Άμυνας, διατάσσεται η αντικατάσταση των διοικήσεων των Μονάδων. Οι στρατιώτες των αντίστοιχων μονάδων αντιδρούν και αυτή η δυσαρέσκεια απλώνεται και στις υπόλοιπες μονάδες καθώς και στην 1η Ταξιαρχία. Ταυτόχρονα εκδηλώνεται επιλεκτική παραίτηση «μεταξικών» αξιωματικών, οι οποίοι συλλαμβάνονται και κρατούνται στη βάση της Ταξιαρχίας. Τα γεγονότα που έλαβαν μέρος δεν αποτελούν μεμονωμένα περιστατικά μιας ή δύο Μονάδων. Είναι η διαμαρτυρία ολόκληρου του ελληνικού στρατού. Όλες οι Μονάδες από τη Συρία μέχρι την Αίγυπτο, όλες οι βαθμίδες από τους κατώτερους έως τους ανώτερους αξιωματικούς πήραν μέρος στο κίνημα με τον ίδιο σκοπό. Η ενεργός συμμετοχή της ελληνικής παροικίας δίνει τον χαρακτήρα ευρέος πολιτικού και λαϊκού κινήματος. Μέσα σε μερικές ημέρες εκδηλώνεται η συμπαράσταση πολιτικών προσωπικοτήτων και της ελληνικής παροικίας στις ένοπλες ελληνικές δυνάμεις.
Αξιώνουν οι Μονάδες μέσα από το κίνημα, τον εκδημοκρατισμό του στρατού με ταυτόχρονη απομάκρυνση των φασιστικών στοιχείων και των διοικητών (Ζυγούρη και Μπουρδάρα) των δύο Ταξιαρχιών ενώ ζητούν και την επαναφορά στις θέσεις τους των τριών αξιωματικών(Χατζησταυρή, Κώνστα και Σταυρουλάκη) που είχαν μεταφερθεί στην έδρα του στρατηγείου. Στα δε αιτήματά τους και ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης με την είσοδο δημοκρατικών προσωπικοτήτων. Οι 150 συλληφθέντες οδηγούνται στο στρατόπεδο Μερτζ Αγιούμ και ακολουθεί η δίκη 11 οπλιτών υπευθύνων για την εξέγερση. Η απόφαση του στρατοδικείου περιλαμβάνει 3 καταδίκες εις θάνατον, 4 σε ισόβια δεσμά και 4 σε πρόσκαιρα δεσμά. Οι εξεγέρσεις οδήγησαν σε κυβερνητική κρίση, την παραίτηση του Κανελλόπουλου και την απομάκρυνση αριθμού αξιωματικών από τις ταξιαρχίες.
Όλο αυτό το διάστημα ο Γιώργος Ρούσος, διακεκριμένος δικηγόρος, κοινοτικός σύμβουλος, πρώην πρεσβευτής, μέλος του ΕΑΣ και φίλος του Τσουδερού, μεσολαβεί με τις επιστολές του προς τον Πρόεδρο της Κυβέρνησης να αναλάβει πρωτοβουλίες για το πολιτειακό ζήτημα ενώ για το ύστερο ζήτημα εκπροσώπησης στην κυβέρνηση υποστηρίζει πώς η πιο ενδεδειγμένη λύση είναι η συμμετοχή σ’ αυτή όλων των πολιτικών φορέων και κομμάτων. Προτείνει στον ανασχηματισμό που θα γίνει, να συμπεριληφθούν 4 έως 5 «βενιζελικοί»: o Βύρων Καραπαναγιώτης ως υπουργός των Στρατιωτικών, ο Σοφοκλής Βενιζέλος ως υπουργός Ναυτικών, ο Ναύαρχος Πέτρος Βούλγαρης και ο ίδιος ως Αντιπρόεδρος, ενώ για τη λύση του στρατιωτικού ζητήματος ταυτίζεται η άποψή του με αυτή της ΑΣΟ και του ΕΑΣ περί απομάκρυνσης των φασιστικών στοιχείων. Μόνο έτσι θα επιτραπεί η ανασυγκρότηση του στρατεύματος και θα ετοιμαστεί το ταχύτερο για δράση. Γνωρίζει αρκετά καλά ποιες είναι οι προθέσεις των Άγγλων και γι’ αυτό σ’ αυτή τη χρονική στιγμή προτιμά να μη συγκρουστεί μαζί τους και υιοθετεί την άποψή τους περί σύστασης Κυβέρνησης πολύπλευρης ή και οικουμενικής όπως την επιθυμούν οι ίδιοι.
Τον Ιούλιο του ’43 άρχισαν οι εξεγέρσεις στο ναυτικό και ειδικότερα στα πολεμικά «Ιέραξ» και «Μιαούλης», οι οποίες κατεστάλησαν. Ταυτόχρονα εξεγέρθηκε και πάλι η ΙΙ Ταξιαρχία. Οι εξεγερθέντες παραδόθηκαν και τριακόσιοι οπλίτες και μερικοί κατώτεροι αξιωματικοί στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ τέσσερις από αυτούς καταδικάστηκαν σε θάνατο χωρίς, όμως, να εκτελεστούν. Λίγες μέρες αργότερα, οι κρατούμενοι στο Γενικό Κέντρο Εκπαίδευσης Στρατού οπλίτες στασίασαν, αλλά και αυτή η στάση κατεστάλη ενώ δύο από τους στασιαστές καταδικάστηκαν σε θάνατο και τουφεκίστηκαν.
Τα γεγονότα Μαρτίου και Απριλίου 1944
Τα κινήματα του Μαρτίου και του Ιουλίου του 1943 δέχτηκαν χτυπήματα που θα καθήλωναν τη δράση της ΑΣΟ και του ΕΑΣ. Ωστόσο συνέβη ακριβώς το αντίθετο: κατόρθωσαν μέσα από τους μηχανισμούς του στρατού και τα τοπικά παροικιακά δίκτυα να διεισδύσουν αθόρυβα, να ανασυνταχθούν και να εξαπλωθούν ευρύτατα και στα τρία όπλα. Το γεγονός που ενθάρρυνε όμως περισσότερο τις κινήσεις της ΑΣΟ ήταν η συγκρότηση της ΠΕΕΑ. Στις 25 Μάρτη στην Αλεξάνδρεια έγιναν οι πρώτες μαζικές εκδηλώσεις υποστήριξης από πληρώματα του Πολεμικού και του Εμπορικού Ναυτικού. Συνθήματα υπέρ του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και της νεοσύστατης «κυβέρνησης του βουνού» κυριαρχούσαν στις πορείες.
Η επόμενη κίνηση της ΑΣΟ ήταν η πρωτοβουλία σύστασης επιτροπής, η λεγόμενη ‘Επιτροπή Εθνικής Ενότητας Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων Μέσης Ανατολής, από αξιωματικούς του στρατού και της αεροπορίας, η οποία παρουσιάστηκε στον πρωθυπουργό Τσουδερό στις 31 Μαρτίου και ζήτησε τη συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας με τη συμμετοχή της ΠΕΕΑ. Στο υπόμνημα που κατέθεσε η Επιτροπή γινόταν ξεκάθαρο πώς η κυβέρνηση έπρεπε να συνεργαστεί με την ΠΕΕΑ για τη συγκρότηση αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης: «Η ημετέρα επιτροπή… προσκαλεί την βασιλικήν Κυβέρνησιν Καΐρου… συντελέσωσιν, εντός του ταχυτέρου χρονικού ορίου, εις την ενοποίησιν των εθνικών δυνάμεων και τον σχηματισμόν κυβερνήσεως αντιπροσωπευούσης τον αγωνιζόμενον λαόν με βάσιν την Πολιτικήν Επιτροπήν Εθνικής Απελευθερώσεως (Π.Ε.Ε.Α.) και μη θελήσωσι να φέρωσι τας βαρυτάτας ευθύνας του εμφυλίου σπαραγμού». Παρόμοια υπομνήματα παρέδωσαν η ΕΣΑ και μια επιτροπή αξιωματικών πού δημιουργήθηκε. Την επομένη η κυβέρνηση συνέλαβε έξι από τους δεκατρείς αξιωματικούς, και οι υπόλοιποι κατέφυγαν στο ελληνικό φρουραρχείο του Καΐρου, όπου ξεσηκώθηκαν οι φαντάροι σε συμπαράσταση τους, με αποτέλεσμα να περικυκλωθούν από βρετανικά στρατεύματα. Μπροστά στην επαπειλούμενη ταραχή και πλατιά υποστήριξη των υπομνημάτων υπέρ της ΠΕΕΑ, ο Τσουδερός παραιτήθηκε. Ο Σ. Βενιζέλος ανέλαβε χρέη πρωθυπουργού και άρχισε συνομιλίες με τις εαμικές οργανώσεις μέχρι τις 8 Απριλίου. Πληροφορίες όμως ανέφεραν πώς το ναυτικό στην Αλεξάνδρεια είχε εκδηλωθεί υπέρ της ΠΕΕΑ και πώς παρόμοιες κινήσεις είχαν παρατηρηθεί στην πρώτη ελληνική ταξιαρχία που ήταν στρατοπεδευμένη στην έρημο δυτικά της Αλεξάνδρειας. Αλλά ούτε ο Σ. Βενιζέλος ήταν διατεθειμένος να τους αναγνωρίσει.
Από την 1η του Απρίλη όπου εκδηλώθηκε η πρώτη πράξη ανταρσίας – 2ο Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού της 1ης Ταξιαρχίας- μέχρι την 24η του μηνός το κίνημα είχε εξαπλωθεί και σε άλλες μονάδες του στρατού καθώς και στο Ναυτικό. Κατόπιν αφόρητων αγγλικών πιέσεων, λόγω της απειλής που αποτελούσε για την ασφάλεια των συμμαχικών νηοπομπών η αργία των ελληνικών πολεμικών πλοίων, ο αντιναύαρχος Πέτρος Βούλγαρης αντικατέστησε τον Αλεξανδρή στην ηγεσία του στόλου στις 19 Απριλίου 1944 και ανέλαβε την καταστολή του κινήματος. Το βράδυ της 22ας προς 23ης Απρίλη αναπτύχθηκε η καταστολή των εξεγερμένων πληρωμάτων στην Αλεξάνδρεια με επιτυχία. Το επόμενο βράδυ έγινε κι η καταστολή της 1ης Ταξιαρχίας, από τον στρατηγό Πάτζετ. Τα βασικά μέτωπα της εξέγερσης είχαν πέσει. Οι εξεγερμένοι στρατιώτες και ναύτες οδηγούνταν στη φυλακή. Μετά από μία βδομάδα παραδόθηκαν οι ναύτες από τα πλοία του Πορτ-Σάιντ. Πλέον, είχε καταρρεύσει η εξέγερση στις Ένοπλες Δυνάμεις, με εξαίρεση λίγα πλοία κι υποβρύχια, που κράτησαν έως τις αρχές Ιούνη.
Αυτές οι πληροφορίες οδήγησαν το Βενιζέλο να συμφωνήσει με τον Βρετανό πρεσβευτή Leeper, ήδη από τις 4 Απριλίου, πώς έπρεπε να διακοπούν οι συνομιλίες και να συλληφθούν οι εαμικοί, συμπεριλαμβανομένων και των μελών του ΕΑΣ. Σε λίγες μέρες είχαν συλληφθεί όλα σχεδόν τα στελέχη του ΕΑΣ στην Αλεξάνδρεια και το Κάιρο και αποδυναμωμένη πλέον ή οργάνωση έπαψε ουσιαστικά να λειτουργεί. Μέσα σε τρεις ημέρες, ο Σοφοκλής Βενιζέλος κατέστειλε το κίνημα του Ναυτικού, αλλά με μεγάλο πολιτικό κόστος για τον ίδιο. Έχοντας χάσει την ευρύτερη λαϊκή αποδοχή που απολάμβανε μέχρι τότε, ο Σοφοκλής Βενιζέλος αναγκάσθηκε να παραιτηθεί δώδεκα ημέρες αργότερα στις 26 Απριλίου 1944.
Η καταστολή του κινήματος από τις βρετανικές δυνάμεις σήμανε και το τέλος της Εαμικής οργάνωσης των παροίκων στην Αίγυπτο. Μετά από αυτό, τα περισσότερα μέλη του ΕΑΣ αφέθηκαν ελεύθερα και συνεχίστηκε ή έκδοση του «Έλληνα» ενώ οι δικηγόροι Ρούσσος και Λαχωβάρης — στελέχη του ΕΑΣ — ανέλαβαν την υπεράσπιση των κατηγορουμένων για το κίνημα στις δίκες πού άρχισαν στα ναυτοδικεία και στρατοδικεία τον Ιούλιο.
Από τις 26 Απριλίου είχε αναλάβει την πρωθυπουργία της εξόριστης κυβέρνησης ένας νεοφερμένος στις υποθέσεις της Μέσης Ανατολής, ο Γεώργιος Παπανδρέου. Πίστευε ακράδαντα, ότι το ΕΑΜ αποσκοπούσε σε μια μεταπολεμική μονομερή κατάληψη της εξουσίας. Έτσι στο μυαλό του, προείχε πλέον η συσπείρωση όλων των αστικών δυνάμεων και η αμέριστη υποστήριξη των Συμμάχων, έστω και αν αυτό σήμαινε, ότι έπρεπε να τεθεί στο περιθώριο το ζήτημα της μορφής του μεταπολεμικού πολιτεύματος.
Την καταστολή τού κινήματος στο τέλος Απριλίου τού 1944 ακολούθησε το Συνέδριο στο Λίβανο. Στις εργασίες του Συνεδρίου συμμετείχαν εκπρόσωποι από την εξόριστη κυβέρνηση, τα αστικά κόμματα, καθώς και από το σύνολο της Αντίστασης. Για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, τόσο οι Εθνικόφρονες όσο και η Αριστερά καταδίκασαν την εξέγερση. Η χάρτα του Λιβάνου θα αποτελέσει τον προθάλαμο της «αναίμακτης απελευθέρωσης» του Οκτωβρίου. Χάρη σ’ αυτή οι αντι-εαμικές δυνάμεις θα αποκτήσουν ισχυρή πολιτική νομιμοποίηση μέσω της συμμετοχής τους στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας ενώ για την Αριστερά η καταδίκη ισοδυναμούσε με ελπίδα ενσωμάτωσης στο αστικό πολιτικό σύστημα κατά το πρότυπο των κομμουνιστικών κομμάτων Ιταλίας και Γαλλίας.
Αποτίμηση- Συμπεράσματα
Το κίνημα της Μέσης Ανατολής αναδείχτηκε μέσα από τη συνεργασία και την πρωτοβουλία τοπικών στελεχών της ΑΣΟ και του ΕΑΣ προερχόμενα από την ελληνική παροικία της Αιγύπτου (Γ.Ρούσσος, Σ. Τσίρκας, Θ. Ματσάκης, Γ. Λαχωβάρης κ.ά) όσο και από Έλληνες κομμουνιστές που βρέθηκαν τη περίοδο της Κατοχής στην Αίγυπτο (Γ. Αθανασιάδης, Γ. Σαλλάς, Β. Νεφελούδης, Φ. Πάγκαλος κ.ά.). Έλαβε διαστάσεις πρωτόγνωρες για τα δεδομένα της παροικίας καθώς ανέδειξε χαρακτηριστικά οργανωμένου κινήματος που είχε λαϊκά ερείσματα και δεν περιοριζόταν μονάχα στις ενέργειες σε επίπεδο κορυφής. Η διαφώτιση της κοινής γνώμης μέσα από διαλέξεις με αντιφασιστικό-πατριωτικό περιεχόμενο, τα άρθρα στον «Έλληνα» και σε άλλες εφημερίδες, τα υπομνήματα στις αρχές τόσο σε εσωτερικό (Κυβέρνηση, Άγγλοι) όσο και εξωτερικό(διεθνείς οργανισμοί), η οργάνωση μαζικών συγκεντρώσεων είναι μερικές μόνο από τις χαρακτηριστικές ενέργειες του κινήματος αυτού, που αγκαλιάστηκε από την πλειοψηφία της παροικίας και πέτυχε πλατιά λαϊκή συμμετοχή και στήριξη.
Η σημασία του κινήματος της Μέσης Ανατολής ανέδειξε την πραγματική εικόνα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων τη δεδομένη χρονική στιγμή. Μια κατάσταση που έχει τις πηγές-ρίζες της στη διχόνοια «βενιζελικών-βασιλικών» αξιωματικών της δεκαετίας του 1920, συνεχίστηκε με το στρατιωτικό κίνημα του 1935 και αναζωπυρώθηκε στη διάρκεια της Κατοχής στη Μέση Ανατολή. Το ουσιαστικό διακύβευμα αυτού του κινήματος είχε σχέση με το ποια από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές «δημοκρατικών-αριστερών και βασιλικών-μεταξικών» θα επικρατούσε στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις. Περίπτωση ειρηνευτικής συμβίωσης των αντιμαχόμενων πλευρών δεν υπήρχε. Για την δε Αριστερά το κίνημα αποτέλεσε μια πραγματική πρόκληση. Ήταν η ευκαιρία να δοκιμάσει τις δυνάμεις της έξω από τα γεωγραφικά όρια της χώρας και μακριά από τα ελληνικά δρώμενα ελπίζοντας πώς θα εξαναγκάσει την κυβέρνηση Τσουδερού να ανασχηματιστεί και να αναγνωρίσει την ΠΕΕΑ ως κύριο συνομιλητή και πραγματικό εκπρόσωπο της Ελλάδας. Ωστόσο δεν συνειδητοποίησε το μέγεθος της αντίδρασης που θα προκαλούσε το κίνημα αυτό καθώς ανέδειξε δομικές αδυναμίες στην οργάνωση και υλοποίησή του. Η Αγγλία δεν θα επέτρεπε να ξεφύγει η κατάσταση από τα χέρια της. Η άμεση επέμβασή της είχε ένα και μοναδικό σκοπό, την καταστολή του κινήματος και απομόνωση των εξεγερθέντων, την επαναφορά στο στράτευμα των «μεταξικών» αξιωματικών που είχαν πέσει σε δυσμένεια. Έτσι προετοίμασαν το έδαφος για την τελική σύγκρουση που θα διεξαγόταν το Δεκέμβρη του ιδίου έτους στην Αθήνα.