Με αφορμή την επέτειο της παγκόσμιας ημέρας της ελληνικής γλώσσας, ο Πρόεδρος του ΣΕΑΑΣ κ. Αλέξανδρος Καζαμίας γράφει για τη σημασία της ελληνικής γλώσσας στην Κύπρο και την εξέλιξή της μέχρι τη χρήση της αλφαβητικής γραφής.
Μια από τις πρώτες περιοχές ανά τον κόσμο όπου αναπτύχθηκε η γραφή ήταν η Κύπρος, με πρώτη την καλούμενη Κυπρομινωική, η χρήση της οποίας ίσχυσε από το 16ο μέχρι τον 11ο ή 10ο αιώνα π.Χ. Η γραφή αυτή με δεδομένο ότι δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί, δε γνωρίζουμε ποια ή ποιες γλώσσες απέδιδε. Σύμφωνα με την αρχαιολογική μαρτυρία, έχουμε στη διάθεσή μας 217 ενεπίγραφα αντικείμενα με τη γραφή αυτή, τα οποία ανευρέθηκαν κυρίως στην Ουγκαρίτ.
Το όνομά της αποδόθηκε από τον A. Evans, λόγω των ομοιοτήτων που φέρει με τη Γραμμική Α. η ποικιλία των ευρημάτων υποδεικνύει ότι η γραφή αυτή ήταν ευρέως διαδεδομένη και γνωστή τόσο εντός όσο και εκτός των ανακτόρων, δε χρησιμοποιήθηκε δηλαδή μόνο για διοικητικούς και οικονομικούς σκοπούς όπως η κατοπινή Γραμμική Β, αλλά και για θρησκευτικούς και άλλους σκοπούς. Η χρήση των αριθμών είναι σπάνια, γεγονός που μας παραπέμπει στη σκέψη ότι το περιεχόμενό τους δεν αφορά καταλόγους ή λογιστικά κείμενα. Οι επιστήμονες δε συμφωνούν ούτε για την προέλευση ούτε για την απόδοση της γλώσσας της γραφής αυτής, ενώ είναι σχεδόν βέβαιο ότι η εγκατάσταση στην Κύπρο ελληνόφωνων φύλων συνετέλεσε στη μερική αναπροσαρμογή της Κυπρομινωικής γραφής προκειμένου για την απόδοση της ελληνικής γλώσσας, η οποία εξαπλώθηκε σε όλο το νησί ήδη από τον 11ο αιώνα π.Χ.
Ο ενεπίγραφος Οβελός του Οφέλτα που βρέθηκε στον Τάφο 49, Κυπρογεωμετρική Ι 1050 – 950 π.Χ., και ανήκε στο βασίλειο της Πάφου, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα χρήσης της γραφής αυτής για την απόδοση της ελληνικής γλώσσας καθώς το κείμενο που επιγράφεται αποτελεί το μοναδικό ελληνικό κείμενο της περιόδου. Το όνομα Οφέλταυ που αναγνώσθηκε, o – pe – le – ta – u εντοπίζεται και στην Ιλιάδα του Ομήρου και αποδίδει το όνομα ενός ήρωα του έπους.
Η αποκωδικοποίηση των συμβόλων του οβελού διασαφήνισε την ιστορία της γραφής στον ελληνόφωνο χώρο αλλά και απέδωσε τη σχέση μεταξύ της Γραμμικής Β και του Κυπριακού συλλαβαρίου, η οποία είναι άρρηκτη. Είναι το μόνο ελληνικό κείμενο των Σκοτεινών επονομαζόμενων αιώνων και μας πληροφορεί για την εγκατάσταση ελληνικών φύλων στην Κύπρο και την Παμφυλία μετά την καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτόρων αλλά και τη σχέση με τα προδωρικά φύλα της Πελοποννήσου. Τέλος, πληροφορούμαστε για την ανάπτυξη της ελληνικής διαλέκτου στην Κύπρο.
Από τον 8ο μέχρι το 2ο αιώνα τέθηκε σε χρήση το Κυπριακό συλλαβάριο, το οποίο αφορά συλλαβική γραφή σύμφωνα και με το όνομά του. Αποκρυπτογραφήθηκε το 1870 από τον George Smith και η χρήση του αφορά κυρίως την απόδοση της αρκαδοκυπριακής διαλέκτου που είναι ελληνική.
Ήδη όμως από τον 4ο αιώνα π.Χ. όταν σημειώθηκε η κατάλυση των κυπριακών βασιλείων και το νησί ενσωματώθηκε στο Βασίλειο των Πτολεμαίων, εισήχθη η αλφαβητική γραφή και η Κοινή Ελληνιστική Γλώσσα. Σαν επακόλουθο, η Αρκαδοκυπριακή διάλεκτος εξέλειψε σταδιακά και μαζί της και το Κυπριακό συλλαβάριο. Κατά την πρώτη χιλιετία χρησιμοποιήθηκαν επίσης στην Κύπρο τα Ετεοκυπριακά, δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί. Βρέθηκαν επίσης στην Κύπρο και οι λεγόμενες Φοινικικές επιγραφές, 135, που αποσαφηνίζουν το χαρακτήρα της παρουσία των Φοινίκων στην Κύπρο. Η γραφή αυτή απέδωσε μια σημιτική γλώσσα.
Η διαδεδομένη χρήση της ελληνικής γραφής στην Κύπρο επομένως, απεδείχθη ιδιαίτερα σημαντική για την επιστημονική κοινότητα καθώς ενίσχυσε την άποψη για την ελληνικότητα του νησιού από αρχαιοτάτων χρόνων αλλά και συνέτεινε στην κατανόηση της δομής της Γραμμικής Β’, καθώς ήταν ένα πιο εξελιγμένο σύστημα γραφής με ευρεία χρήση.