Μετά την εποχή του Σουλτανάτου των Μαμελούκων (1250-1517), ένα δεύτερο Σουλτανάτο εγκαθιδρύθηκε στην Αίγυπτο την περίοδο 1914-1922, όταν όμως κατά βάση η Νειλοχώρα ήταν βρετανικό προτεκτοράτο. Από το 1805 ως το 1867 η Αίγυπτος αποτελούσε τυπικά μία οθωμανική επαρχία με κυβερνήτη Βαλή, αν και στην πραγματικότητα ήταν σχεδόν ανεξάρτητη με τους Βαλήδες να χαρακτηρίζονται ως Χεδίβιδες, ενώ αμιγώς Χεδιβιάτο εγκαθιδρύθηκε στη χώρα από το 1867 ως το 1914.
Πως προήλθαν όμως οι τίτλοι Σουλτάνος και Χεδίβης, καθώς και αυτός του Αζίζ; Το ερώτημα αυτό θα απαντηθεί από την αναδημοσίευση άρθρων που είδαν το φως στις εφημερίδες «Αίγυπτος» του Ζαγαζίκ (14/12/1914, 3/1/1915) και «Αιών» των Αθηνών ως μεταφορά εκ της εφημερίδας «Νείλος» (20/4/1867), απαντήσεις που έχουν ξεχωριστό ιστορικό ενδιαφέρον.
Για το Χεδίβη διαβάζουμε λοιπόν τα εξής: «Η λέξις Κεδίβης ή Χεδίβης είναι μία ονομασία τίτλου, η οποία είναι παράδοξον πως εισήχθη εις την Αίγυπτον. Μετά την επίσκεψιν του Σουλτάνου Αβδούλ-Αζίζ εις την Αίγυπτον, ήτοι ολίγον μετά την ανάρρησιν του Χεδίβου Ισμαήλ, ήτοι του πάππου του τέως Χεδίβου Αμπάς Χελμή, μυστικαί διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν μεταξύ Αιγύπτου και Κωνσταντινουπόλεως όπως ο τίτλος του «Αντιβασιλέως», όστις εδόθη εις τον εκάστοτε ηγεμόνα της Αιγύπτου δια της συνθήκης του 1841, μεταβληθή. Ο τίτλος είναι και κληρονομικός εις την οικογένειαν καταγωγής Μωχάμεντ Άλη. Επειδή όμως εις την Ανατολήν δίδουν μεγαλειτέραν σημασίαν εις τους τίτλους παρά εις την πραγματικότητα, δια τούτο και ο Χεδίβης επέμενεν όπως κρατήση τον τίτλον Κεδίβης αντί «Αντιβασιλεύς». Μεγάλη δυσκολία παρουσιάσθη εις την Αίγυπτον προς εξεύρεσιν τίτλου διαφέροντος από το «Πασσάς» προς διάκρισιν των βιλαετίων της Τουρκίας. Ο πρώτος τίτλος όπου εδόθη εις τον Ισμαήλ ήτο «Ελ-Αζίζ», το οποίον σημαίνει «παντοδύναμος», κατά παράδοσιν δε εγεννήθη η λέξις αύτη από τον Ιωσήφ όστις επωλήθη από τους αδελφούς του εις την Αίγυπτον και εγένετο «Βεκίλ» ή γενικός οικονόμος του Φαραώ. Αλλά τέτοιον τίτλον του «Ελ-Αζίζ» η Τουρκία ηρνήθη να αναγνωρίση, διότι είναι τίτλος απονεμηθείς εις έναν Άγιον, όπως πιστεύουν οι Οθωμανοί ότι είναι ο Ιωσήφ, και δεν πρέπει να τιτλοφορήται έτσι και ένας κοινός θνητός, όσο πλούσιος και ισχυρός και αν είναι. Έπειτα από πολλάς ονομασίας εξευρέθη επί τέλους η λέξις «Κεδίβης», τον οποίον επρότεινεν η Πύλη και εδέχθη ο Ισμαήλ».
Σε άλλο άρθρο αναφέρονται τα εξής για το Χεδίβη:
«Η λέξις Κεδίβης παράγεται εκ της Περσικής λέξεως Goda δηλούσης θεόν και Βασιλέα, εκ ης η αγγλική λέξις God και η γερμανική Gott, ήτοι θεός. Την εις την ελληνικήν εκ της περσικής ερμηνείαν ο πρώτον παραδούς ημίν είναι ο αρχαίος Έλλην συγγραφεύς Ξενοφών […]. Τα κατά τους Πέρσας εγνώριζε κάλλιστα ο πιστός εκείνος μαθητής του Σωκράτους, ο ακολουθήσας τον βασιλέα Αγησίλαον εν τη κατ΄ αυτών εκστρατεία […]. Οι Πέρσαι, καθά ιστορεί ο Ξενοφών, μετά το δείπνον συνείθιζον, ως οι αρχαίοι Έλληνες και ως οι σύγχρονοι Ρωμαίοι (οι παρά των Ελλήνων παραλαβόντες το έθιμον), να στήνωσιν εν τοις συμποσίοις τας δευτέρας καλουμένας τράπεζας και αύται ήσαν κυρίως τα συμπόσια, διότι εν αυτοίς έπινον οίνον και εποίουν προπόσεις. […] Εν τινί των δείπνων τούτων Δαρείος ο βασιλεύς της Περσίας επωνόμασε Κύρον τον νεώτερον «Κάρανον» όλων των παραλιών της Μ. Ασίας και Σατράπην τοιών επαρχιών. Κατά τον Ξενοφώντα «Κάρανος» σημαίνει κύριος, εξουσιαστής, αραβιστί δε ή φελλαχιστί Κεδίβ, εις ον απενέμοντο τιμαί αυτό τούτο βασιλικαί και εις απόδειξιν φέρει ότι δύο πρίγκηπες εκ του βασιλικού γένους απαντήσαντες τον Κύρον και μη χαιρετήσαντες τούτον ως βασιλέα (κρύπτοντες ήτοι τας χείρας εντός αδιεξόδου χειρίδος) κατεδικάσθησαν εις θάνατον. Η λέξις «Κάρανος» τοσούτω μάλλον σαφώς αποδίδει την έννοιαν του τίτλου Κεδίβης, όσως τυγχάνει συγγενής προς το Κοίρανος (ου καλόν πολυκοιρανίη, εις κοίρανος έστω εις βασιλεύς), όστις είχεν ως βασιλεύς εξουσίαν εν χειρί. Αλλά και τα διαφόρων κρατών της Ασίας Κεδιβάτα, αυτεξούσια ήτοι πολιτείαι, ψιλώ μόνον ονόματι παρά τινός πολιτικού κέντρου εξαρτώμεναι, αποδεικνύουσιν ότι η λέξις Κεδίβης εμφαίνει υποδεέστερον μεν κατά τι του Βασιλέως, πλην υπέρτερον παντός άλλου τιτλούχου». […]
Ως προς τον τίτλο Αζίζ διαβάζουμε :
«Αζίζ κατά την Αραβικήν γλώσσαν σημαίνει και ισχυρός και αγαπητός. Αζίζ είναι ταυτόσημον του αγαπητέ μοι. Κατά την πρώτην έννοιαν λέγεται επί Θεού, ως του παντοδύναμου άρχοντος. Από των αρχαιοτάτων χρόνων δε, απεδόθη ο τίτλος ούτος τω πρωτίστω των αράβων δεσποτών, τω κυρίω της Αιγύπτου, Αζίζ-Ελμάσρ, οίον βασιλεί της Αιγύπτου προεπικληθέντι. Ότε δ΄ η Αίγυπτος κατέστη εξάρτημα ξένου Καλιφάτου, ήτοι προ ή μετά το Καλιφάτον του Καΐρου, ο τίτλος του Αζίζ έμεινε τίτλος του διοικητού και αντιπροσώπου του καλιφών. Επίσης κατ΄ επέκτασιν ο τίτλος ούτος απεδόθη ενίοτε και τω πρώτω υπουργώ του βασιλέως της Αιγύπτου. Οίτω εν τω Κορανίω (κεφ. 12) ο Πούτιφαρ προσαγορεύεται τω ονόματι του Αζίζ. Γνωστόν δ΄ εκ της Βίβλου, ότι ο Πούτιφαρ ην υπουργός των οικονομικών. Η χήρα αυτού αμεταπτώτος αποκαλείται εν τω Κορανίω η χήρα του Αζίζ (30,31, κτλ). Η ετυμολογία του Αζίζ εύρηται ετέρωθεν εν τη Συριακή γλώσση, εν η σημαίνει ισχύν, δύναμιν. Εν τη αρχαιότητι Αζίζους υπήρξε το επώνυμον του Άρεως, εν Εδέση λατρευομένου. Ο δε γνωστότατος των εν Άγγλοις φιλολόγων Bryant αξιοί ότι Αζ ην εν των επωνύμων του ηλίου παρά Πέρσαις και ότι Αζίζης, επανάληψις του αρχικού Αζ, σημαίνει την Συριακήν θεότητα, την εκ της αιγυπτιακής μυθολογίας ελθούσαν, καθ΄ ην ουδέν έτερον είναι ή ο Ίσις, υιός του Οσίριδος, του Ηλίου. Πρόδηλον εντεύθεν, ότι αρχαιόταται παραδόσεις συνδέουσι τον τίτλον Αζίζ μετά των βασιλειών της Αιγύπτου και της Συρίας, και αξιοσημείωτον ότι το όνομα τούτο, ληφθέν παρά τινών των τούρκων σουλτάνων, εδόθη τη αιγυπτιακή ατμοπλοϊκή εταιρία, τη υπό του Ισμαήλ Πασά ιδρυθείση, ούση δ΄ εκ των πρωτίστων στοιχείων του της Αιγύπτου ναυτικού».
Για τον τίτλο του Σουλτάνου καταγράφονται τα εξής: Ο τίτλος «Σουλτάνος» ομοιάζει με τον τίτλον «Κεδίβης», εφευρέθη δε προς διάκρισιν του ατόμου το οποίον τρόπο τινά υπερέχει από τους άλλους, δεν ισοδυναμεί όμως όπως η λέξις «Βασιλεύς» ή «Αυτοκράτωρ», τίτλοι τους οποίους δίδουν οι Ευρωπαίοι. Κατ΄ αρχάς ο τίτλος «Σουλτάν» απεδόθη από τον πρέσβυν του Χαλίφου της Βαγδάτης, όστις μετεχειρίσθη τοιούτον τιμητικόν τίτλον προερχόμενον από Χαλδαϊκήν ή Αραβικήν διάλεκτον, σημαίνη δε Κύριον ή Αυθέντην, ο πρέσβυς δε ούτος απηύθυνε την λέξιν ¨Σουλτάνος¨ εις τον Μαχμούτ τον Γαζνεβίδ, όστις εβασίλευε εις τα ανατολικά μέρη της Περσίας κατά το 1000 μ.Χ. έτος. Οι Βυζαντινοί συγγραφείς του ενδέκατου αιώνος δίδουν εις την λέξιν ¨Σουλτάν¨ την ίδιαν σημασίαν με το ¨Αυτοκράτωρ¨. Η κατάληξις δε ¨ος¨ προσετέθη εις τε την Ελληνικήν και Λατινικήν διάλεκτον και έγινε ¨Σουλτάνος¨, μετεδόθη δε ο τίτλος ούτος εις πολλούς φυλάρχους της Ασίας, ήτοι τους ¨Σελτζουκίδας¨ και άλλους Εμίρας της Ασίας και Ευρώπης. Νεώτεραι έρευναι αποδεικνύουν ότι η λέξις ¨Σουλτάν¨ εισήχθη κατά την βασιλείαν των ¨Μουταβάκελ¨, ήτοι εις τον ένατον αιώνα και εδίδετο εις τον αρχηγόν των σωματοφυλάκων. Τα παλαιά χρονικά της Βιέννης αναφέρουν ότι ο υιός του βασιλέως της Ουγγαρίας Αρπάδ έφερε τον τίτλον ¨Ζιάλτας¨, ήτοι «Σουλτάν».
Και επιπρόσθετα για το Σουλτάνο και λοιπούς βασιλικούς τίτλους της Ανατολής αναφέρονται τα εξής:
«Σουλτάνος», επώνυμον φερόμενον παρά του αυτοκράτορος της Κωνσταντινουπόλεως από του Μαχμούδ, του υιού του Λεβεκτεγκίν, σημαίνει ακριβώς κυβερνήτης, πηγάζει δ΄ εκ του εβραϊκού Skeleth ή κυβερνήτου. Εν τη στενή σημασία του δε, οι Τούρκοι θεωρούσιν αυτό ισοδύναμον τω κυβερνήτη των κυβερνητών και βασιλεί των βασιλέων. «Καλίφ» σημαίνει υποκατάστατον, ήτοι διάδοχον και επίτροπον. Τον τίτλον τούτον έλαβεν ο διάδοχος, ήτοι ο επίτροπος του Μωχαμέτου και επομένως εννοεί τον κάτοχον πάσης πνευματικής τε και κοσμικής εξουσίας επί των Μωαμεθανών. ¨Αβουκίρ¨, ο πρώτος αναλαβών τον τίτλον τούτον εκλήθη αυτός μόνος Καλλιφάχ Ρεσούλ Αλλάχ, ήτοι επίτροπος του προφήτου του Θεού. Ο διάδοχος αυτού έλαβε τον τίτλον του Εμίρ Ελ Μουμενίν, ήτοι Ταξιάρχης της πίστεως. Ο Αβδέλ Καδέρ έλαβε τον τίτλον του «Εμίρ», σημαίνοντα αρχηγόν. Τον τίτλον δ΄ αυτόν φέρουσι και πολλοί φύλαρχαι Άραβες. Η Αίγυπτος έσχεν εκ διαδοχής Καλίφας και Σουλτάνους. Ο έτερος τίτλος «Ιμάμ» σημαίνει αρχιερεύς, ιερεύς ή μοναχός, σχεδόν το αυτό ως «Ουλεμά», και φέρεται παρά των πρωθιερέων των τζαμιών. Αλλά εφαρμόττεται και επί τινών ηγεμόνων, ενασκούντων στρατιωτικήν τε άμα και θρησκευτικήν εξουσίαν, ως ο Ιμάμης της Μουσκάτ. Οι Μουσουλμάνοι απονέμουσι τον τίτλον τούτον έτι τοις ιδρυταίς του Σουρατικού δόγματος, Σοφιάν και ετέροις».