Ήταν ο μεγαλύτερος από τα ξαδέλφια μου όλα, ο “γεροπλάτανος” του σογιού μας. Λεβεντάνθρωπος αγέρωχος, ευθυτενής, σαν τον πατέρα του, τον θείο Νίκο τον Χιώτη, μα και γλυκός και ταπεινός σαν την μητέρα του, τη θεία Δήμητρα, την πολυαγαπημένη αδελφή του πατέρα μου.

Μικρά παιδιά ήρθαν οι γονείς μας από την Μικρά Ασία, επτά ορφανά από πατέρα, με την γιαγιάς μας την Σοφία. Έζησαν τη φρίκη στο λιμάνι της Σμύρνης, το ’22, όπου έφτασαν με χίλια βάσανα από την Μαγνησία, για να ριζώσουν τελικά μετά από πολλές περιπέτειες στην Καισαριανή, την προσφυγομάνα. Εκεί έσμιξε η θεία Δήμητρα με τον θείο Νίκο κι έκαναν μια όμορφη μεγάλη οικογένεια.Ο Γιώργος, ως μεγαλύτερος (γεννημένος το 1930), βίωσε πιο έντονα απ’ όλα τα αδέλφια του την Κατοχή, την πείνα, τις κακουχίες…Η ζωή, όμως, του φέρθηκε γενναιόδωρα, δίνοντάς του ευκαιρίες για να αναδείξει το πηγαίο ταλέντο του. Η πρώτη του αγάπη, η

Γράφει η Διαμαντένια Ριμπά*

Φρύνη, ήταν αυτή που του άνοιξε τους δρόμους σε έναν κόσμο που ήταν φυσικά πλασμένος για αυτόν. Στο ιστορικό ατελιέ του πατέρα της, Ευάγγελου Ευαγγελίδη, στο Παγκράτι, όπου προσέτρεξε για να αναμειχθεί στην ατμόσφαιρα της κορυφαίας φωτογραφικής Τέχνης, ο Γιώργος Δρίζος ήρθε σε επαφή με τα μεγαλύτερα ονόματα της ποίησης και της ζωγραφικής της Ελλάδας του εικοστού αιώνα, που απαθανάτισε ο μετέπειτα πεθερός του: τον Καβάφη, τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Καζαντζάκη, τον Δροσίνη, τον Γαλάνη και πολλούς άλλους.

Μέσα σ’ αυτήν τη «φωλιά της Τέχνης», δέχτηκε και η Φρύνη στην καρδιά της τον νεαρό τότε Γιώργο, ένα ονειροπόλο παιδί γεμάτο με όνειρα καλλιτεχνικά. Εκεί γνώρισε και έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της «Σχολής του Μονάχου», τον περίφημο καθηγητή Σπύρο Βικάτο, (1878-1960), ο οποίος με την πρώτη ματιά διέκρινε το ταλέντο του. Έτσι, τον πήρε κοντά του να μαθητεύσει, για να καταξιωθεί στη συνέχεια όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό.

Θεματική αφετηρία του Γιώργου Δρίζου ήταν η φύση και το ελληνικό τοπίο, αλλά κυρίως τα νησιά, που λάτρευαν με την Φρύνη. Όσοι τους γνώριζαν τότε, θυμούνται το νεαρό ζευγάρι στο Μοναστήρι της Καισαριανής, ή σε κάποιο λιβάδι, ή σε κάποια ερημική παραλία…Εκείνος με το καβαλέτο του κι εκείνη να του διαβάζει τον πολυαγαπημένο τους Καβάφη, Σικελιανό, Σεφέρη

Η ιστορία του πορτρέτου του Κ.Π. Καβάφη που 50 χρόνια μετά τη δημιουργία του τον δώρισε στο Μουσείο Καβάφη
Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 όταν ο Γιώργος Δρίζος εκθέτη για πρώτη φορά έργα του, με μεγάλη επιτυχία, στο «Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας» ενός Αιγυπτιώτη, του Μάριου Βαγιάνου. Βροχή οι κολακευτικές κριτικές, μεταξύ αυτών του Γιάννη Τσαρούχη και του καθηγητή Αλέκου Κοντόπουλου.


Λίγα χρόνια μετά, το 1964, ο καταγόμενος από το Κάιρο Μάριος Βαγιάνος, (Μπουράζ Καΐρου 1905-Θεσσαλονίκη 1975), διοργανώνει εκδηλώσεις για να τιμήσει τα 100χρονα από τη γέννηση του Καβάφη, με τον οποίο υπήρξαν φίλοι. Μαζί με τις εκδόσεις που παρουσίασε, ο Βαγιάνος ζήτησε από ζωγράφους της εποχής, μεταξύ αυτών και το Γιώργο Δρίζο, να φιλοτεχνήσουν πορτρέτα του Καβάφη.

Βαγιάνος δικαίως θεωρείται ένας από τους καλύτερους Καβαφιστές, μου είχε πει ο Γιώργος, όταν μου διηγήθηκε για πρώτη φορά την ιστορία του το πορτρέτου το 2013 σε μια συνέντευξη για το ΑΠΕ-ΜΠΕ, όπου εργαζόμουν.
Για να φτιάξει το πορτρέτο του Καβάφη στηρίχθηκε σε φωτογραφίες που του έδωσε ο Μάριος, επεδίωξε όμως και ομολογουμένως τα κατάφερε να δώσει στο γεροντικό του βλέμμα μία προοπτική.


«Ήθελα ο δικός μου Καβάφης να ατενίζει στο μέλλον. Άλλωστε, τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες, τον θυμωμένο Ποσειδώνα, δεν τους φοβόταν», μου είχε πει. Μετά την παρουσίαση στην έκθεση του Βαγιάνου, το πορτρέτο του Δρίζου «επέστρεψε» στο εργαστήριό του, όπου και παρέμεινε σε περίοπτη θέση. Πέντε δεκαετίες μετά, με αφορμή τους εορτασμούς των 150 χρόνων από τη γέννηση του μεγάλου ποιητή, το προσφέρει στο Μουσείο Καβάφη. Πριν να καταλήξει στο Μουσείο, όπου θεωρούσε ότι ανήκει δικαιωματικά, το έργο παρουσιάστηκε στα Καβάφεια 2013, στην αιγυπτιακή πρωτεύουσα.

Τότε, σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, ο Γιώργος μου εξομολογήθηκε για την μεγάλη αγάπη που έτρεφε όχι μόνο για τον Καβάφη, μα και για την ελληνική παροικία και την Αίγυπτο.

Διατηρούσε στην καρδιά του ζεστές αναμνήσεις από τις επισκέψεις που είχε πραγματοποιήσει στη φιλόξενη Νειλοχώρα με την Φρύνη.

«Η Αίγυπτος, στα δικά μου μάτια, είναι η πιο μαγευτική χώρα απ’ όσες έχω επισκεφτεί, χώρα μοναδική, όπου το παρόν και το παρελθόν είναι τόσο κοντά, είναι μαζί», μου είχε πει με πολύ νοσταλγία. Μου είχε μιλήσει επίσης για ένα φίλο του, Έλληνα εξ Αιγύπτο, τον λογοτέχνη και ποιητή Μισέλ Φαρδούλη-Λα Γκρανς, ο οποίος κάθε χρόνο ταξίδευε στην Ελλάδα.

Δίγλωσση έκδοση από Ελβετικό Εκδοτικό Οίκο


Ο Γιώργος Δρίζος ήταν ευτυχής και για άλλη μια ευκαιρία που του δόθηκε, έστω και αργά, να «μιλήσει»με τα έργα του για τον λατρεμένο Καβάφη. Πρόκειται για μια πολυτελής έκδοση το 2015 από τις ελβετικές εκδόσεις Verlagander Friedensgasse, που απέσπασε πολύ καλές κριτικές.Δεκαεπτά κολάζ του, πάνω σε αντίστοιχο αριθμό ποιημάτων του παγκόσμιου Καβάφη: «Ιθάκη», «Περιμένοντας τους βαρβάρους», «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», «Τείχη», «Θερμοπύλες», «Η Πόλις», «Κεριά», αλλά και ποιήματα, που ήταν προσωπικές επιλογές του Γιώργου, που τον ενέπνευσαν περισσότερο, όπως τα «Μάρτιαι Ειδοί» και «Άγε, ω Βασιλεύ Λακεδαιμονίων».

Λίγα λόγια για τον καλλιτέχνη


Η τέχνη του Γιώργου Δρίζου χαρακτηρίζονταν αρχικά από τη χρησιμοποίηση τύπων της ζωγραφικής της υπαίθρου και το ιμπρεσιονιστικό ιδίωμα, σε συνδυασμό με μια εξπρεσιονιστική διάσταση. Όταν ζωγράφιζε με χρωματική στερεότητα πρόβαλε τους αισθητικούς ερεθισμούς που προκαλούν τα τοπία, στοιχεία τα οποία εξύμνησε και ο αείμνηστος Παναγιώτης Τέτσης στην Ακαδημίας Αθηνών.


Μεταξύ άλλων, είχε λάβει μέρος σε πολλές πανελλήνιες εκθέσεις του Ζαππείου, αλλά και στην έκθεση «Σύγχρονοι Έλληνες Ζωγράφοι και Χαράκτες», που οργάνωσε η Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας στην Κύπρο, το 1978, στο Δημοτικό Πνευματικό Κέντρο Έκθεση Διεθνούς Ένωσης Ελλήνων Καλλιτεχνών I.A.G.,1975, κ.ά.


Αξίζει να αναφερθεί ότι το 1975 τύπωσε σε λιθογραφίες σειρά από δέκα σχέδιά του με θέμα την Κατοχή, οι οποίες φιλοξενούνται και στο Μουσείο «Lohamei», στο Ισραήλ.

Έλαβε μέρος στην εικονογράφηση ημερολογίων του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου (1978 έως 1982), όπως και πολλά βιβλία και ποιητικές συλλογές, ενώ το 1993 η Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος τύπωσε έργο του, που ανήκει στη συλλογή της, σε 220 αριθμημένες μεταξοτυπίες.
Το 1980, ύστερα από επιλογή του Οργανισμού Τουρισμού της Γερμανίας, και σε συνεργασία με τον ΕΟΤ, του ανατέθηκε να φιλοτεχνήσει τρεις ακουαρέλες που διατέθηκαν ως αφίσες στις χώρες της Ευρώπης, με σκοπό την προβολή τριών Ελληνικών νησιών (Ύδρα, Σκόπελος, Κρήτη -Χανιά).

Επί σειρά ετών (1977-1989) διετέλεσε καλλιτεχνικός σύμβουλος του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Σχεδίασε, ακόμη, το «Μνημείο των Αποδήμων Κυθηρίων», στο χωρίο Φράτσια Κυθήρων. Τα Κύθηρα, άλλωστε, ήταν για τον ίδιο το δεύτερο σπίτι του, τόπος αστείρευτης έμπνευσης, όπου κατοικούσαν τις τελευταίες πέντε δεκαετίες τους καλοκαιρινούς μήνες, με την πολυαγαπημένη του σύζυγο, Φρύνη, λαϊκός ζωγράφος και η ίδια.Έργα του Γιώργου Δρίζου κοσμούν-μεταξύ άλλων-την Εθνική Πινακοθήκη, το μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ίωνα Βορρέ, το Υπουργείο Παιδείας, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η Πινακοθήκη Καλαμάτας, η Κτηματική Τράπεζα Ελλάδος, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, το Υπουργείο Γεωργίας το Υπουργείο Πολιτισμού, η Πινακοθήκη του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, το Μουσείο «Lohamei» στο Ισραήλ, δημοτικές και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, Ολλανδία, Γερμανία, Γαλλία ΗΠΑ, Ελβετία, Ισραήλ, Αγγλία, η τράπεζα EUROBANK κ.ά.

Για τα 90χρονά του, η αγαπημένη του Γκαλερί «Αργώ» στο Κολωνάκι διοργάνωσε το Δεκέμβριο του 2019 την τελευταία μεγάλη αναδρομική του έκθεση, γεγονός που τον είχε χαροποιήσει ιδιαίτερα.

*Η Διαμαντένια Ριμπά, είναι η πρώτη δημοσιογράφος που κάλυπτε συστηματικά το Ομογενειακό ρεπορτάζ και πρώτη εξαδέλφη του εκλιπόντα ζωγράφου Γιώργου Δρίζου.