Βασίλης Α. Πουλαρίκας

Όπως μας έλεγε με τα σοφά του λόγια ο Πέρσης ποιητής Τζελαλαντίν Αλ Ρουμί τον μακρινό δέκατο τρίτο αιώνα, δεν είμαστε απλά μια σταγόνα στον ωκεανό, αλλά είμαστε ολάκερος ο ωκεανός σε αυτή, την μία σταγόνα.

Αυτή η σταγόνα λοιπόν, έγινε η αφορμή για το παρόν άρθρο, γιατί όπως θα καταλάβετε διαβάζοντας την αφήγηση και βλέποντας τις εικόνες, όλη η ιστορία και η ουσία του Αιγυπτιώτη Ελληνισμού συμπυκνώθηκε σε μια τέτοια σταγόνα, ένα χαρούμενο απόγευμα στο σπίτι της αγαπητής σε όλου μας κας Καίτης Γεωργίου.

Δεν θυμάμαι ποια στιγμή μας το ανέφερε, μάλλον μετά την εκκλησία κάποια Κυριακή, δεν έχει άλλωστε και τόση σημασία. Αυτό που έχει σημασία ήταν η λάμψη που φώτισε τα μάτια της όταν μας έλεγε: «Θα έρθουν τα αδέλφια μου, μετά από τόσα χρόνια. Θα είμαστε και πάλι όλοι μαζί στην Αίγυπτο, που γεννηθήκαμε.»

Το σκηνικό στήθηκε πριν από λίγες βδομάδες στο πέμπτο όροφο της Ελληνικής Πολυκατοικίας στην οδό Ταλάντ Χάρμπ 32. Εκεί για σχεδόν είκοσι ημέρες ενώθηκε για ακόμα μια φορά η οικογένεια της κας Καίτης Απέργη Γεωργίου μετά από πολλά χρόνια. Τα εισιτήρια της επανένωσης, έφεραν όλα τα αδέλφια στην Αίγυπτο, την χώρα της πρώτης ανάσας της ζωής τους, αφού ταξίδευσαν για πολλές ώρες από την Αυστραλία, από την Αγγλία, αλλά και από την Ελλάδα.

Ο κ. Άρης Απέργης με την σύζυγό του Μαρία, αλλά και η κυρία Ηρώ Ηρακλέους με την κόρη της Εύα ταξίδευσαν από την πολύ μακρινή Αυστραλία και η κα Μαρία Διακομιχάλη από την πιό κοντινή Αθήνα. Βέβαια η μεγάλη έκπληξη της οικογενειακής επανένωσης ήταν η κα Σμάρω Γεωργίου κόρη της κας Καίτης, ή οποία ταξίδευσε εκτός προγράμματος από την Αγγλία που μένει με την οικογένειά της, για να είναι για λίγες μέρες κοντά στους αγαπημένους της συγγενείς της.

Η κα Καίτη με καλοδέχτηκε και με σύστησε με χαρά στους συγγενείς της. Αφού ανταλλάξαμε μερικές πρώτες κουβέντες για το πώς και το τι αυτού του ταξιδιού, αφέθηκα σε μια μοναχική περιπλάνηση στο σπίτι.

Το τραπέζι είχε στρωθεί με περισσή φροντίδα και αγάπη. Το τραπεζομάντιλο το καλό, τα πορσελάνινα τα πιάτα, τα γυαλισμένα μαχαιροπήρουνα, τα κρυστάλλινα ποτήρια και όλα αυτά που στην μεγάλη σάλα καταμαρτυρούσαν μια ολόκληρη ζωή που βιώθηκε στο έπακρο πίσω από τους τοίχους της Ελληνικής πολυκατοικίας στο κέντρο του Καΐρου.

Εκεί που φανταζόμουνα ότι αντηχούσαν οι παιδικές φωνές και τα γέλια της μικρής Σμάρως και εκεί που άπλωνε τα παιχνίδια της στο ξύλινο πάτωμα της τραπεζαρίας, εκεί τώρα στο ίδιο αυτό σημείο βρίσκονται πάνω στον ξυλόγλυπτο μπουφέ οι φωτογραφίες από τα δικά της παιδιά, της Έλλης και του Ανδρέα, που γλυκαίνουν την κάθε καλημέρα της γιαγιάς Καίτης.

Εκεί δίπλα και φωτογραφίες από τους δικούς της γονείς, τους παππούδες και τις γιαγιάδες που δεν γνώρισε όσο θα ήθελε. Λίγες ασημένιες κορνίζες πιο πέρα και ένας αστραφτερός γάμος με την ίδια να χαμογελάει με αγάπη στον σύζυγό της Αδαμάντιο, φυλακίζοντας με το βλέμμα της μια αγάπη που κράτησε για πολλά χρόνια και κάρπισε ωραίες στιγμές κοινής ζωής. Χαμογελαστά πορτρέτα από αγαπημένα της πρόσωπα, που κάποια από αυτά δεν είναι στην ζωή κοσμούσαν σε διάφορες κορνίζες όλα τα δωμάτια. Στους τοίχους, στα κομοδίνα, σε τραπεζάκια δίπλα στο καθιστικό, στην βιβλιοθήκη. Κάθε κορνίζα και μια ιστορία. Εικόνες που αρνούνται να γεράσουν και ζούνε το δικό τους εδώ και τώρα αδιαφορώντας για την ροή του πανδαμάτορα χρόνου.

Ξαναγίνομαι νέα, μου είπε η κυρία Καίτη κοιτώντας τις φωτογραφίες. Νιώθω τα συναισθήματα της κάθε στιγμής να ξαναγυρνάνε στο μυαλό και στην καρδιά μου μαζί με όλες τις σκηνές που έζησα τότε. «Ελάτε όλοι στο τραπέζι» φώναξε με μαμαδίστικη τρυφερότητα η οικοδέσποινα και οι καρέκλες γέμισαν στην στιγμή. Το παστίτσιο με την λαχταριστή μπεσαμέλ και η χωριάτικη σαλάτα δίπλα δίπλα. Τα αρνίσια μπριζολάκια στην ασημένια πιατέλα και τόσα άλλα μικρά μεζεδάκια απλώθηκαν μονομιάς στο γιορτινό τραπέζι. Τα ποτήρια γέμισαν με κρασί και οι ευχές από τα τσουγκρίσματα δεν έλεγαν να σταματήσουν.

 

Ως ο μόνος μη Αιγυπτιώτης της συντροφιάς δυναμίτιζα την μνήμη των συνδαιτημόνων ρωτώντας συνεχώς για τις οικογενειακές ιστορίες. Για τα παιδικά χρόνια και τις μνήμες από το Σουέζ, για την κυρία Μαρία που παντρεύτηκε στον Άγιο Σάββα τον Αλεξανδρινό σύζυγό της Γιώργο και αφού βάφτισαν τον γιό τους έφυγαν για Ελλάδα και δεν ξαναγύρισε ποτέ, για την κυρία Ηρώ που έφυγε 7 χρονών για να ζήσει με την νονά της στο Κάιρο, για της πολλές και ζωηρές αναμνήσεις της από το Αχιλλοπούλειο Παρθεναγωγείο, αλλά και για τον γάμο της στον Άγιο Γεώργιο με τον σύζυγό της Ηρακλή και για την ζωή τους στην Αυστραλία.

Ιστορίες για την ζωή της κυρίας Καίτης στον Ελληνικό Νοσοκομείο, αλλά και αφηγήσεις για τα πολλά χρόνια του συζύγου της στα Γραφεία της Ελληνικής Κοινότητας του Καΐρου. Ανάμεσα σε δύο τσουγκρίσματα με λευκό κρασί ξετυλίχτηκε και η ζωή του αδελφού της Άρη, «του μικρού» όπως τον χαρακτήριζε τρυφερά η κυρία Καίτη, και απλώθηκε με λέξεις γεμάτες συναίσθημα και η δική του πορεία στην ζωή, από τις γειτονιές του Σουέζ, και την επώδυνη φυγή με τα γεγονότα του ’67, μέχρι την Αυστραλία που και αυτός, όπως και η αδελφή του Ηρώ έζησαν το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής τους. Κάθε ιστορία γεννούσε δέκα άλλες μακρύτερες. Κάθε ανάμνηση έφερνε χαμόγελα, αλλά και κάποιες φορές θλίψη στα πρόσωπα όλων που με κάθε τσούγκρισμα των ποτηριών, ξέφευγε αθόρυβα με έναν αναστεναγμό.
Αφού τόσα και τόσα είχαν πιά ειπωθεί στο οικογενειακό τραπέζι ένα διάλλειμα ήταν απαραίτητο. Το κλίμα άλλαξε μονομιάς και το τραπέζι γέμισε με διάφορα γλυκά και μια μεγάλη τούρτα που στο κέντρο της είχε δύο κεράκια. Ένα χρυσό και ένα άσπρο, που με την φλόγα τους φωτίζανε τα 86 χρόνια της κυρίας Ηρώς. Τα έσβησε με μια ευχή και πολλά χαμόγελα και αγκαλιές από όλους.       

Αυτό το γελαστό απόγευμα στην Τάλαντ Χάρμπ, στο σπίτι της κυρίας Καίτης Γεωργίου συμπυκνώθηκε σε μια στάλα καθαρής ζωής όλη την πορεία του Αιγυπτιώτη Ελληνισμού. Ένα απαράλλακτο σημείο διεπαφής, με αναχωρήσεις και αφίξεις από και προς το ίδιο για όλους κέντρο αναφοράς. Την Ελλάδα και την Αίγυπτο.