Τη δεκαετία του ‘70 μετά τη μεγάλη μείωση του αριθμού των Ελλήνων της Αιγύπτου, τη γενίκευση των μεικτών γάμων και την παύση της λειτουργία των περισσοτέρων σχολείων της Ομογένειας κατέστη επιτακτική ανάγκη να λειτουργήσει ένα σχολείο ελληνικής γλώσσας κυρίως για τους Έλληνες που δεν μιλούσαν πλέον ελληνικά, οι οποίοι κατά κανόνα προέρχονταν από μεικτούς γάμους.
Στην κοινότητα της Σούμπρας η διδασκαλία της Ελληνικής ήταν θέμα επιβίωσης, καθώς αρκετοί Ρουμ Ορτοντόξ και πολλοί εκ μεικτών γάμων ζούσαν και εργάζονταν στην Σούμπρα έχοντας ως επίκεντρο των σημαντικών γεγονότων της ζωής τους τον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων. Γι αυτό το Πατριαρχικό Κέντρο εξ αρχής σήκωσε πολύ ψηλά τον πήχη και ξεκίνησε την διδασκαλία των ελληνικών με μεγάλη επιτυχία.
Με πρωτοβουλία του τότε Προέδρου του Πατριαρχικού Κέντρου Απόλλωνος Βλάχου καθιερώθηκε η διδασκαλία της Ελληνικής από το 1983 προτού να εφαρμοστεί θεσμικά η διδασκαλία στα κρατικά πανεπιστήμια και προτού να ξεκινήσει την δική της προσπάθεια η Πρεσβεία της Ελλάδος στο Κάιρο από τον τότε Μορφωτικό Ακόλουθο Κωστή Μοσκώφ.
Η Ελληνική διδάσκονταν στο Πατριαρχικό Κέντρο με κεντρικό διδάσκαλο τον Σαμουέλ Μπισάρα. Πλήθος σπουδαστών διδάσκονταν εντελώς δωρεάν την ελληνική γλώσσα και μυούνταν στη γραφή και την ομιλία της γλώσσας του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα.
Εκείνη την περίοδο πολλοί Ρουμ Ορτοντόξ συρολιβανέζικης καταγωγής αλλά και Κόπτες που προέρχονται από μεικτούς γάμους με Έλληνες και είχαν χάσει την ελληνοφωνία τους προσέρχονταν στις αίθουσες διδασκαλίας του Πατριαρχικού Κέντρου.
Το Πατριαρχικό Κέντρο ξανάνοιξε τις πύλες και τις αίθουσες του Διδασκαλείου της Ελληνικής Γλώσσας στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 με τον ερχομό στην Αίγυπτο του καθηγητή Γιάννη Φουρτούνα που ήταν εξειδικευμένος στην διδασκαλία της Ελληνικής για ξενόγλωσσους σπουδαστές.
Επίσης, διορίστηκε τμήμα διδασκαλίας της αρχαίας Ελληνικής για τους φοιτητές των πανεπιστημίων της αιγυπτιακής πρωτεύουσας. Αυτό γινόταν σαν επιπλέον μάθημα και βοηθούσε στην εμπέδωση της αρχαίας γραμματικής, αλλά και στη μύηση των μυστικών της γλώσσας των αρχαίων ημών προγόνων. Η διδασκαλία αυτή προήλθε μετά από αίτημα ομάδας φοιτητών του παν/μίου του Αΐν Σαμς. Αυτό είχε ωςαποτέλεσμα μεταξύ άλλων την ακόμη περαιτέρω σύσφιξη των δεσμών με το κοπτικό στοιχείο και την ανάδειξη για μια ακόμη φορά της μακραίωνης αλληλοεκτίμησης και αλληλεγγύης μεταξύ των δύο λαών μας.
Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας σε Κόπτες φοιτητές
Η παρουσία Κοπτών φοιτητών από τα αιγυπτιακά πανεπιστήμια αντιμετωπίστηκε με αγάπη και ενθουσιασμό εκ μέρους του Διδασκαλείου του Πατριαρχικού Κέντρου, διότι εκτός της εγγενούς συμπαθείας μεταξύ των δύο λαών υπάρχει μία μεγάλη σχέση μεταξύ ελληνικής και κοπτικής γλώσσας αφού η δεύτερη έχει προσλάβει το ελληνικό αλφάβητο και πληθώρα ελληνικών λέξεων.
Επίσης, είχε διαπιστωθεί ότι στα ελληνικά σχολεία της Αιγύπτου οι μαθητές που δυσκολεύονται στα μαθήματα, είναι τα παιδιά των μεικτών οικογενειών. Τούτο συμβαίνει διότι οι μητέρες που συνήθως είναι Αιγύπτιες, δεν ομιλούν την Ελληνική γλώσσα με αποτέλεσμα να μην μαθαίνουν τα παιδιά την Ελληνική ως μητρική γλώσσα.
Με πρωτοβουλία του κέντρου το Διδασκαλείο καθιέρωσε τμήματα διδασκαλίας αποκλειστικά για τις μητέρες των μεικτών οικογενειών των μαθητών των δύο ομογενειακών μας εκπαιδευτηρίων – της Αχιλλοπουλείου και της Αμπετείου – που ήσαν αιγυπτιακής ή λιβανέζικης καταγωγής και δεν μιλούσαν ελληνικά. Τα αποτελέσματα υπήρξαν θεαματικά, καθώς οι μητέρες και όλα τα μέλη της οικογένειας άρχισαν να μιλούν την ελληνική γλώσσα.
*Το ρεπορτάζ δημοσιεύθηκε στο Νέο Φως στις 13/5/19.