Ο Νέστωρ Τσανακλής γεννήθηκε στις 21 Νοεμβρίου του 1836 στην Κομοτηνή. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε στην ενορία του Αγίου Γεωργίου όπου βρίσκεται και το σπίτι του, στο οποίο στεγάζεται σήμερα ο σύλλογος Σαρακατσάνων.

Παιδί ακόμα 14 ετών βρέθηκε απλός καπνεργάτης στην Αίγυπτο όπου με την εξυπνάδα, την διορατικότητα και την εργατικότητά του έγινε ο πιο κραταιός καπνέμπορος της εποχής του. Το 1859 ίδρυσε στο Σουέζ την πρώτη υποτυπώδη βιομηχανία σιγαρέτων φέρνοντας εργάτες από την Κομοτηνή, επίσης έφερε και μυρωδάτο καπνό από την Βουλγαρία, την Καβάλα, την Σμύρνη, την Σαμψούντα και την Θράκη.

Εκεί ο «πατέρας του αιγυπτιακού χειροποίητου τσιγάρου» πουλούσε κομμένο καπνό σε κουτιά και τσιγαρόχαρτα στους εργάτες, οι περισσότεροι ήταν Έλληνες από την Κάσσο, που εργαζόταν στην εκσκαφή της διώρυγας του Σουέζ. Επειδή τα χέρια των εργατών ήταν γεμάτα λάσπη και άμμο από τις εκσκαφικές εργασίες και δυσκολεύονταν στο στρίψιμο ενός τσιγάρου, ο Νέστωρ Τσανακλής ανέλαβε και έστριβε τα τσιγάρα, τα συσκεύαζε σε πακέτα και τα πουλούσε έτοιμα στους εργάτες.

Το 1869 στο Κάϊρο ανοίγει μαγαζί στο Μούσκι όπου πουλούσε το χειροποίητο τσιγάρο.

Λεζάντα: Ο Ν. Τσανακλής, είναι ο πατέρας του χειροποίητου τσιγάρου. Επίσης αναβίωσε, μετά από 2.500 χρόνια, τους απέραντους αμπελώνες της Κλεοπάτρας.

Ήταν προμηθευτής των ανακτόρων του Χεδίβη Τεουφίκ. Άγγλοι αξιωματικοί του έδωσαν παραγγελία 50.000 σιγαρέτων. Η άριστη ποιότητα και γεύση κέρδισε τους Άγγλους οι οποίοι την επόμενη μέρα αναζήτησαν το “εργοστάσιο” και με έκπληξη τους βρέθηκαν μπροστά σε ένα μικρό μαγαζί. Αυτός όπως διηγείτο, το μαγαζί του είχε τότε τέτοια χάλια που τα χρειάστηκε όταν είδε τις προσωπικότητες αυτές που τον είχαν επισκεφτεί.

Η αύξηση της ζήτησης αναγκάζει τον Τσανακλή γύρω στο 1883-84 να μεταφέρει την επιχείρησή του στο παλάτι του Khairy Pasha (για πολλά χρόνια τα κεντρικά γραφεία του Αμερικανικού Πανεπιστημίου Καϊρου), με 80 περίπου άτομα προσωπικό και με εξαγωγές περίπου τον μήνα στην Αγγλία 50.000, στην Γερμανία 300.000 τσιγάρα, στην Ολλανδία 300.000 τσιγάρα, στην Αυστροουγγαρία 150.000 τσιγάρα και στην Σουηδία – Νορβηγία 500.000 τσιγάρα. Είκοσι χρόνια αργότερα το 1906, μετέφερε το εργοστάσιο του σε ένα άλλο ανακαινισμένο ανάκτορο όπου απασχολούσε 400 εργάτες προσωπικό.

Το εργοστάσιο αυτό έγινε η “μητέρα” μιας σειράς μεγάλων εργοστασίων διασπαρμένων σε διάφορες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις που παρήγαγαν ημερησίως τέσσερις χιλιάδες κιλά αιγυπτιακών σιγαρέτων, ο καπνός των οποίων ήταν κατά 80% ελληνικός και για την αγορά του οποίου τότε εισερχόταν στην Ελλάδα 1.500.000 χρυσές λίρες το χρόνο.

Κοντά του είχε την Αθηνά Μπελαμόρε, την γυναίκα που αγάπησε και γνώρισε μαζί του την θριαμβευτική άνοδο, την αριστοκρατία και τον πλούτο. Γεννημένη στην Αλεξάνδρεια, κόρη φτωχής Ελληνίδας που πωλούσε τσιγάρα, ορφανή από πατέρα, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση αλλά προικισμένη με ομορφιά. Πορεύτηκαν πολλά χρόνια μαζί, ωστόσο η Αθηνά φαίνεται πως υπέκυψε στους πειρασμούς που προκαλούσαν η ομορφιά και τα πλούτη της.

Λεζάντα: Εικόνες από τις εργασίες αποκατάστασης του Ι.Ν των Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης. Φωτό: Ε.Κ.Κ.

Πολυσυζητημένα τα ταξίδια της στις λουτροπόλεις, ενώ “οι ερωτικές της περιπέτειες έκαναν τον γύρο της Ευρώπης φέρνοντας γύρω της και άλλους θαυμαστές”, ο γάμος τους διαλύθηκε το 1911. Έτσι η Αθηνά Μπελαμόρε που τα χρόνια είχαν σβήσει πλέον την ακτινοβολία της ομορφιάς της και τα κοσμήματα είχαν πάρει και αυτά την οδό της απώλειας. Έφυγε μόνη, χωρίς φίλους, άπορη και φιλοξενούμενη στο πτωχοκομείο των Αθηνών τον Ιούνιο του 1939.

Ο Τσανακλής όταν μετακόμισε στο Κάϊρο έγινε και ο 2ος πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας χορηγώντας μάλιστα σημαντικά χρηματικά ποσά για την οικοδόμηση του ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ενώ ενίσχυσε την λειτουργία των ελληνικών σχολείων για την εκπαίδευση των νέων ομογενών.

Η επιχειρηματική του ευφυΐα και η βαθειά γνώση της ιστορίας της περιοχής τον έστρεψε και στην αμπελοκαλλιέργεια, παρά τις επιφυλάξεις των ομογενών φίλων και συναδέλφων του. Αγόρασε 25.000 στρέμματα στην έρημο και με την βοήθεια της Αιγυπτιακής κυβέρνησης αρδεύτηκε αυτή η περιοχή αφού άνοιξε ένα πηγάδι πενήντα μέτρων βάθους. Έτσι ο Τσανακλής κατόρθωσε μέσα σε λίγο χρόνο να μετατρέψει την έρημο σε κήπο.

Η “τρέλα” αυτή του ήρθε διαβάζοντας προ τριάντα ετών, την ιστορία της Αιγύπτου, οπότε πληροφορήθηκε ότι, στην εποχή των Πτολεμαίων των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου ένα μέρος της καλλιεργημένης Αιγύπτου απλωνόταν βορείως του Δέλτα και προς δυσμάς έως την Μεσόγειο. Εκεί, έλεγαν οι ιστορικοί, υπήρχαν οι περίφημοι κήποι της Κλεοπάτρας, εκεί υπήρχαν οι μεγάλοι ελαιώνες και απέραντα αμπέλια, εκεί παραγότανε ο εξαίσιος στην ελληνική εποχή μαριώτης οίνος, τον οποίον ο Αθηναίος εκθειάζει ως “κάλλιστον, λευκόν τε, εύπνουν και ευανόδοτον ” και ο επίσης περίφημος Ζαινιωτικός οίνος.

Λεζάντα: Εικόνες από την αποκατάσταση του Ι.Ν των Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης. To παρεκκλήσι του Αγ. Νέστορος βρίσκεται μέσα στο ναό εις μνήμην του Νέστορα Τσανακλή. Φωτό: Ε.Κ.Κ.

Προχωρώντας στην ιστορία ο Τσανακλής έμαθε ότι όλη εκείνη η έκτασις, ερημώθηκε από την επιδρομή των Αράβων το 600 μ.Χ., οπότε είχε εγκαταλειφθεί από τους ανθρώπους και ότι το κανάλι του Νείλου, που το άρδευε είχε προσχωθεί στην άμμο. Με την βοήθεια μεγάλων Ευρωπαίων οινολόγων δοκίμασε 73 ποικιλίες σταφυλιών δαπανώντας πολύ μεγάλα ποσά για τις έρευνές του και το 1931, λίγο πριν το θάνατό του, παρουσίασε στην Διεθνή Έκθεση Κρασιών στο Παρίσι τις πρώτες ποικιλίες για τις οποίες και βραβεύτηκε.

Επιστρέφοντας πάλι στην παραγωγή των τσιγάρων βλέπουμε τον Τσανακλή λόγω της αυξημένης ζήτησης των σιγαρέτων του στην Βοστώνη να ιδρύει εκεί ένα εργοστάσιο το οποίο αργότερα το μεταφέρει στη Νέα Υόρκη. Επίσης ιδρύει άλλα δύο εργοστάσια, ένα στην Φραγκφούρτη και ένα στην Γενεύη.

Λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του ο οίκος Παπαστράτου εξαγόρασε την επιχείρηση και τίθεται επικεφαλής της. Η νέα διοίκηση όμως δεν μπόρεσε να επιτύχει αφού η παραγωγή χειροποίητων σιγαρέτων πολυτελείας διέφερε από την παραγωγή τσιγάρων μαζικής κατανάλωσης που κατασκεύαζαν οι Αμερικανοί. Έτσι σταδιακά σταμάτησε την παραγωγή μέχρι την τελική απόσυρσή της από την αιγυπτιακή αγορά το 1955.

Ο Τσανακλής έφυγε από την ζωή στο Κάιρο το 1932, σε ηλικία 82 ετών τιμώμενος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με το οφφίκιο του Μεγάλου Άρχοντα.

Καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του δεν ξέχασε και την γενέτειρά του. Με δαπάνες του αναγέρθηκε το 1906-1907 στην Κομοτηνή η Τσανάκλειος Σχολή” ή “Ελληνική Αστική Σχολή Νέστωρος Τσανακλή“. Αυτή κόστισε περίπου 10.000 χρυσές λίρες και διέθετε κάθε χρόνο το ποσό των 300 χρυσών λιρών για την συντήρησή της. Η Σχολή αρχικά, το 1908, λειτούργησε ως Αστική Σχολή Αρρένων. Αργότερα, το 1929-1954 στο κτίριο λειτούργησαν οι υπηρεσίες της Γενικής Διοίκησης Θράκης. Από το 1954 – 1972 στεγάστηκε η Νομαρχία Ροδόπης και από το 1972 – 1975 η Μέση Τεχνική Σχολή Εργοδηγών. Από το 1975-2000 στεγάστηκε η Πρυτανεία του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.

Το κτίριο είναι γνωστό στους κατοίκους ως “Παλιά Πρυτανεία”. Το διάστημα 1913-1919 επί βουλγαρικής κατοχής στεγάστηκε και η Μητρόπολη Μαρωνείας και Κομοτηνής, αλλά και το υποτυπώδες βουλγαρικό στρατιωτικό νοσοκομείο. Σήμερα το εμβληματικό αυτό κτίριο έχει σχεδόν ανακαινιστεί και σύντομα θα αποτελέσει ένα ακόμη αρχιτεκτονικό και ιστορικό κόσμημα της πόλης μας. Πρόκειται για ένα τριώροφο διατηρητέο κτίριο εμβαδόν 1145 τ.μ. σε οικόπεδο επιφανείας 3509 τ.μ. Το 1905 έγινε η αγορά του και ήταν δημοτικός κήπος του Μιλλιέτ Μπαχτσέ.

Τα νεότερα χρόνια το 1985 στην Κομοτηνή έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Νέστορα Τσανακλή με πρωτοβουλία του δραστήριου Ροταριανού Ομίλου επί προεδρίας Σωκράτη Κεσανίδη και ακούραστου γραμματέα Ανέστη Βακιάνη.

Τον Απρίλιο του 2011 μάλιστα ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιώργος Πεταλωτής τέλεσε μνημόσυνο στον τάφο του Ν. Τσανακλή στο ελληνικό κοιμητήριο του Αγίου Γεωργίου στο Κάϊρο. Ο Νέστορας Τσανακλής τιμήθηκε για την μεγάλη του προσφορά και την φιλανθρωπική του δράση από το ελληνικό κράτος με παράσημο. Ο Δήμος Κομοτηνής ονοματοθέτησε μια οδό προς τιμή του.

Η σπουδαία αυτή προσωπικότητα με την επιχειρηματική του ιδιοφυΐα και την φιλανθρωπική του δράση τίμησε το ελληνικό όνομα, τη Θράκη αλλά και την γενέτειρά του, την Κομοτηνή.

Πηγή: xronos / Παράσχος Ανδρούτσος