Για την πανάρχαια σχέση Αιγύπτου – Αττικής μέχρι τώρα γνωρίζαμε από τη μία την εκστρατεία των Αθηναίων κατά των Περσών στην Αίγυπτο το 462-454 π.Χ., κι από την άλλη πως από τα πολυπληθή ιερά των Αιγυπτίων θεών κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο που κάλυψαν την Ελλάδα, το μόνο που σώθηκε είναι εκείνο του Όσιρι και της Ίσιδας (Ιερό της Μπρεξίζας) στο Μαραθώνα, κτισμένο το 160 μ.Χ. από τον Ηρώδη Αττικό.

Γράφει ο Ν. Νικηταρίδης

Σήμερα όμως, με τη βοήθεια άρθρου του Μ. Παρασκευαΐδη που δημοσιεύτηκε στην αθηναϊκή “Καθημερινή” στις 8/10/1961 και αναδημοσιεύτηκε στο Δελτίο του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών (Αλεξάνδρεια, 11/1961), θα διερευνήσουμε άγνωστες εν πολλοίς ιστορικές στιγμές των Αρχαίων Αιγυπτίων στην Αττική.

Το 1961 λοιπόν, η τότε διευθύντρια του Νομισματικού Μουσείου Αθηνών Ειρήνη Βαρούχα-Χριστοδουλοπούλου προέβη σε ανακοίνωση των συμπερασμάτων που προέκυψαν από την έρευνα που έγινε με αφορμή την ανεύρεση νομισμάτων, βελών, μολύβδινων βλημάτων πολεμικών σφεντόνων και διαφόρων άλλων αντικειμένων της αρχαιότητας στην Άνω Ηλιούπολη, στο Μικρό Καβούρι Βουλιαγμένης και σε διάφορα άλλα σημεία της Αττικής και γύρω νησιών.

Από τα νέα αυτά ευρήματα είχαν προκύψει καινούργια διαφωτιστικά στοιχεία περί του Χρεμωνιδείου Πολέμου της περιόδου 265-262 π.Χ., κατά τον οποίο ο Βασιλέας της Μακεδονίας Αντίγονος Γονατάς πολιόρκησε την Αθήνα, που είχε τότε συμμάχους το Βασιλέα της Αιγύπτου Πτολεμαίο 2ο Φιλάδελφο και το Βασιλέα των Σπαρτιατών Αρέα. Εκ μέρους του Βασιλέα της Αιγύπτου έπλευσε τότε προς την Αττική ο στόλος του με ναύαρχο και στρατηγό τον Πάτροκλο.

Η ονομασία του εν λόγω πολέμου οφείλεται στο γεγονός ότι οι Αθηναίοι αναμίχθηκαν στη μεγάλη σύγκρουση της εποχής εκείνης μεταξύ Μακεδόνων, Πτολεμαίων της Αιγύπτου και Σελευκιδών της Συρίας κατά προτροπή του Αθηναίου Χρεμωνίδη.

Οι σχετικές αρχαίες πηγές δίνουν πολύ αμυδρή εικόνα των γεγονότων του Χρεμωνιδείου Πολέμου, παρόλο ότι με το τέλος του η Αθήνα έχασε οριστικά πλέον την πολιτική της θέση στον αρχαίο κόσμο.

Επί τη βάσει των γραπτών μαρτυριών είχε υποστηριχθεί ότι ο ναύαρχος των Αιγυπτίων Πάτροκλος δεν είχε μπορέσει να βοηθήσει αποτελεσματικά τους πολιορκούμενους από τους Μακεδόνες του Αντιγόνου Γονατά Αθηναίους, διότι περιορίστηκε μόνο στην κατάληψη και οχύρωση της νησίδας του Σαρωνικού που βρίσκεται πλησίον του Σουνίου και φέρει μέχρι σήμερα το όνομα του, δηλαδή “Νήσος του Πάτροκλου”.

Με τα νέα όμως τότε ευρήματα της Άνω Ηλιούπολης, της χερσονήσου Μικρό Καβούρι Βουλιαγμένης και άλλων θέσεων, ανατράπηκε η ισχύουσα εικόνα του Χρεμωνιδείου Πολέμου και προέκυψε από τις έρευνες της Χριστοδουλοπούλου ότι οι πολεμικές επιχειρήσεις των Αιγυπτίων διεξήχθησαν ως εξής :

Κατά την πρώτη φάση, όταν ο Βασιλέας της Μακεδονίας Αντίγονος Γονατάς εισέβαλε στην Αττική και πολιόρκησε την ύπαιθρο (κατά τον Παυσανία Α.1.1. ¨έφθειρε την χώραν…και ναυσίν άμα εκ θαλάσσης κατείργεν…¨) ο ναύαρχος του αιγυπτιακού στόλου Πάτροκλος ορμώμενος από την πλησιέστερη βάση του της νήσου Κέας κατέλαβε πιθανώς πρώτα την παρά το ακρωτήριο Σούνιο νησίδα.

Στη συνέχεια ο Πάτροκλος ενήργησε με τις αιγυπτιακές του δυνάμεις αποβάσεις μεγάλης έκτασης στην Αττική. Δύο χερσόνησοι της, η Κορώνη και το Μικρό Καβούρι, που προστατεύουν τους ασφαλείς όρμους του Πόρτο-Ράφτη και της Βουλιαγμένης, κατελήφθησαν τότε από τα στρατεύματα του Πτολεμαίου 2ου Φιλάδελφου και οχυρώθηκαν με φρούρια και τείχη που προστάτευαν εναντίον επιθέσεων από ξηράς.

Η κ. Χριστοδουλοπούλου θεωρούσε ενδεχόμενο ότι καταλήφθηκε και οχυρώθηκε τότε και η χερσόνησος του όρμου του Μαραθώνα Κυνόσουρα, καθώς και άλλα σημεία της Αττικής προσφερόμενα για οχύρωση. Συγχρόνως, στάλθηκαν τότε από τον Πάτροκλο ενισχύσεις και στο κατεχόμενο ακόμη από τους Αθηναίους φρούριο του Ραμνούντα, βορείως του Μαραθώνα, σύμφωνα με την ανευρεθήσα την εποχή εκείνη επιγραφή που είχε ανακοινώσει ο Διευθυντής Αρχαιοτήτων Ιωάννης Κόντης. Στην επιγραφή αυτή του πρώτου έτους του Χρεμωνιδείου Πολέμου γίνεται λόγος περί διασώσεως του φρουρίου του Ραμνούντα κατά τη διάρκεια του πολέμου, περί φροντίδας για προμήθεια τροφών, περί φροντίδας για οργανωμένη άμυνα και περί κατασκευής εκτάκτων έργων για τη στέγαση των προς βοήθεια αποσταλέντων στρατιωτών του Πατρόκλου (Παρεσκεύασε δε και τοις παρά Πατρόκλου παραγενομένοις στρατιώταις επί την βοήθειαν και στέγας όπως έχωσιν ικανάς).

Κατά τα νέα τότε πορίσματα της Χριστοδουλοπούλου, ο Πάτροκλος, με βάση ανεφοδιασμού τα οχυρά του Μικρού Καβουριού Βουλιαγμένης, της Κορώνης του Πόρτο Ράφτη και άλλων πιθανώς σημείων της παραλίας της Αττικής, προωθήθηκε με τα αιγυπτιακά στρατεύματα του στο εσωτερικό μέχρι την Ηλιούπολη ή και αλλού.

Από την ομοιομορφία των νέων ευρημάτων διαφόρων θέσεων προέκυπτε ότι ο στρατηγός και ναύαρχος του Πτολεμαίου Φιλάδελφου Πάτροκλος διεξήγαγε και κατά ξηρά επιχειρήσεις πρώτη φορά πιστοποιημένες στην κυρίως Ελλάδα. Η βοήθεια του όμως εξαιτίας ατυχών συμπτώσεων ήταν χωρίς αποτέλεσμα και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει βιαστικά τα οχυρά του.

Ο Αντίγονος Γονατάς, διακόπτοντας προσωρινά την πολιορκία της Αθήνας και αποσυρόμενος για να αποκρούσει εισβολή στη Μακεδονία του Βασιλέως της Ηπείρου Αλέξανδρου, γιου του Πύρρου, επέστρεψε κατόπιν στην Αττική και υποχρέωσε τους Αθηναίους να τον δεχθούν στην πόλη τους το 262 π.Χ. Τα νέα τότε ευρήματα των νομισμάτων και των πολεμικών αντικειμένων του στρατού του Βασιλέως της Αιγύπτου Πτολεμαίου του Φιλάδελφου, επί των οποίων η Βαρούχα-Χριστοδουλοπούλου στήριξε τα ανωτέρω αποκαλυπτικά πορίσματα της προέρχονται όχι μόνο από την Άνω Ηλιούπολη, το Μικρό Καβούρι, την Κορώνη του Πόρτο-Ράφτη και το Ραμνούντα, αλλά και από το χωριό Μαρκόπουλο και από τη χερσόνησο των Μεθάνων.

Μεταξύ των ευρημάτων της Άνω Ηλιούπολης είναι και δύο χρυσά τετράδραχμα νομίσματα του Πτολεμαίου 2ου (271-263 π.Χ.), τα οποία από τη μία όψη τους έχουν προτομές του ίδιου και της αδελφής-συζύγου του Αρσινόης 2ης, από την άλλη δε προτομές του Πτολεμαίου 1ου και της Βερενίκης 1ης. Τα περισσότερα από τα πτολεμαϊκά νομίσματα της Ηλιούπολης Αθηνών ήταν χάλκινα.

Από την ομοιομορφία των πτολεμαϊκών αυτών νομισμάτων και των ανευρεθέντων σε Μικρό Καβούρι, Κορώνη, Πόρτο Ράφτη και Μαρκόπουλο προκύπτει ότι προέρχονταν από πληρωμές των στρατιωτών του Πάτροκλου. Τα ανευρεθέντα στα προαναφερθέντα σημεία βέλη είναι όλα χάλκινα και του ίδιου ακριβώς τύπου, ο οποίος χρησιμοποιούταν στην Ελλάδα κατά τον 4ο και 3ο π.Χ. αιώνα.

Στην περιοχή της Ηλιούπολης κατά τις υπώρειες του Υμηττού βρέθηκαν πλείστα θραύσματα αμφορέων, εκείνων που θα χρησιμοποιούνταν για την εξασφάλιση οίνου στους στρατιώτες του Πάτροκλου. Τις οχυρώσεις του Πάτροκλου κατά τον Χρεμωνίδειο Πόλεμο επί της Χερσονήσου Κορώνης του Πόρτο-Ράφτη αποκάλυψαν και ανασκαφές των Αμερικανών αρχαιολόγων Ευγενίου Βάντερπουλ, Μακ Κρέντι και Α. Στάινμπεργκ.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανεύρεση πτολεμαϊκών νομισμάτων στη χερσόνησο της Βουλιαγμένης Μικρό Καβούρι κατά την εκτέλεση την εποχή εκείνη τουριστικών εγκαταστάσεων σ΄ αυτή. Στην ίδια χερσόνησο ανακαλύφθηκαν και άλλα αντικείμενα δυνάμενα να συσχετιστούν με την ύπαρξη εγκαταστάσεων του Πάτροκλου εκεί. Στην ίδια περίοδο μπορεί να αναχθεί και το αποκαλυφθέν από τις ανασκαφές του Γενικού Διευθυντή Αρχαιοτήτων Ιω. Παπαδημητρίου και του συνεργάτη του Ευσταθίου Μαστροκώστα φρούριο επί του λόφου της χερσονήσου Μικρό Καβούρι, ο οποίος βρίσκεται πλησιέστερα στο ¨Λαιμό¨, πρώτος στην ανατολική παραλία της.

Τα ερείπια του φρουρίου αυτού, που είχε σχεδόν τετράγωνους οχυρωματικούς πύργους, δίνουν την εντύπωση ότι πρόκειται περί κατασκευής προϊστορικών χρόνων. Είχαν όμως τότε προκύψει στοιχεία που επέτρεπαν την άποψη ότι το φρούριο αυτό δεν είναι προϊστορικό, αλλά της εποχής του Χρεμωνιδείου Πολέμου. Στην βορειοδυτική γωνία της εξωτερικής πλευράς του τοίχου ενός εκ των δύο πύργων, αυτού προς δυσμάς, παρατηρήθηκε από τον αρχαιολόγο Σπ. Ιακωβίδη λίθος με την επιφάνεια ¨ειργασμένη δια βελονίου¨ ληφθείς πιθανώς από άλλο παλαιότερο του τείχους οικοδόμημα, επιμελημένης κατασκευής των ιστορικών χρόνων. Και από τα εν γένει ευρήματα της χερσονήσου Μικρό Καβούρι προέκυπτε, κατά τη Χριστοδουλοπούλου, ότι το φρούριο αυτό που αποκάλυψαν οι ανασκαφές των Παπαδημητρίου και Μαστροκώστα, είχε κατασκευαστεί πρόχειρα από τους στρατιώτες του ναυάρχου της Αιγύπτου Πάτροκλου χωρίς να αποκλείεται η χρησιμοποίηση του λόφου και κατά την προϊστορική εποχή και μεταγενέστερα.

Στην Άνω Ηλιούπολη Υμηττού δεν βρέθηκαν υπολείμματα οχύρωσης, τα ευρήματα όμως πολεμικών ειδών και πτολεμαϊκών νομισμάτων αποδείκνυαν αναμφισβήτητα ότι ο ναύαρχος Πάτροκλος είχε ιδρύσει στην προκεχωρημένη αυτή θέση πολεμικό στρατόπεδο προφυλασσόμενο εκ νότου από τις απότομες κλιτύς του Υμηττού, πιθανώς δε εξ άλλων σημείων και από τους περιρρέοντες την περιοχή χειμάρρους. Το στρατόπεδο αυτό του Πάτροκλου θα εξυπηρετούταν ίσως και από το εν χρήσει και σήμερα φρέαρ των υπωρειών του Υμηττού, στην περιοχή του οποίου βρέθηκε αφθονία βελών και βλημάτων σφενδόνης.