Στερνό αντίο σε έναν σπουδαίο Έλληνα…Είναι κάποιοι Άνθρωποι που έρχονται στη ζωή μας για να μπουν για πάντα στην καρδιά μας, αβίαστα, με το μεγαλείο εκείνο της ταπεινότητας που διακρίνει τις φωτεινές προσωπικότητες. Κι όταν φεύγουν από τη ζωή, το αίσθημα της λύπης συνυπάρχει παρηγορητικά με την ευλογία που νιώθεις ότι στάθηκες τυχερός που τους γνώρισες.
Ένας τέτοιος Άνθρωπος υπήρξε για μένα ο Γιώργος Μπίζος, ο οποίος άφησε τη στερνή πνοή του στις 9 Σεπτεμβρίου στο Γιοχάνεσμπουργκ, εκεί στη δεύτερη «Ιθάκη» του, που δεν ξεχώρισε ποτέ από αυτή της καρδιάς. Ήταν γνωστός σε όλη την υφήλιο ως ο Έλληνας δικηγόρος, υπέρμαχος των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αδελφικός φίλος του Νέλσον Μαντέλα, στον οποίο χάρισε τη ζωή, μα κι ενός ολόκληρου Έθνους στη συνέχεια, όταν τον υπερασπίστηκε στην πολύκροτη δίκη της Ριβόνια (1963-1964) στα χρόνια του σκληρού Απαρτχάιντ.
Προσωπικά είχα την τύχη να τον γνωρίσω και να με τιμήσει πολλές φορές, παραχωρώντας μου συνεντεύξεις αρχικά μέσα από τις συχνότητες της ΕΡΑ-5, γνωστή ως «Φωνή της Ελλάδας», για το «Έθνος της Κυριακής», το Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και στη συνέχεια για το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Πάντα ένιωθα δέος όταν μιλούσα μαζί του και με πολλή χαρά τον συναντούσα στην Αθήνα, σε κάθε επίσκεψή του στην Ελλάδα, με τελικό προορισμό τη γενέτειρά του, Βασιλίτσι Μεσσηνίας. Ήταν για όλους μας ένας ζωντανός θρύλος. Ο ίδιος, όμως, ποτέ δεν είδε έτσι τον εαυτό του. Θεωρούσε ότι τα όσα είχε πράξει ήταν το ελάχιστο που μπορούσε να προσφέρει στον αδελφικό του φίλο, τον Μαντέλα, που χωρίς αυτόν, όπως μου έλεγε πάντα, δεν μπορούσε να φανταστεί τη Νότια Αφρική.
Η ιστορία του μεγάλου αυτού Έλληνα μοιάζει μυθιστορηματική. Ξεκινάει τον Οκτώβριο του 1941, όταν παλικαράκι αμούστακο 13 ετών, έφυγε από τον γενέθλιο τόπο, το αγαπημένο Βασιλίτσι Μεσσηνίας, χωρίς να ξέρει πού θα τον οδηγήσει τελικά η μοίρα. Με τον πατέρα του, που είχε διατελέσει κοινοτάρχης του χωριού, καταφέρνουν να ξεγελάσουν τους Γερμανούς και να φυγαδεύσουν με μια βάρκα επτά συμμάχους, Νεοζηλανδούς στρατιώτες που είχαν ξεμείνει εκεί. Τελικός προορισμός η Κρήτη, που πίστευαν ότι είναι ελεύθερη.
Πάντα δάκρυζε ο Γιώργος Μπίζος όταν θυμόταν τη μεγάλη φουρτούνα στην οποία έπεσαν και κινδύνεψαν να χάσουν όλοι τη ζωή τους. Τελικά, ένα αγγλικό πλοίο τους μετέφερε στην Αίγυπτο, όπου μαζί με τον πατέρα του έμειναν περίπου τρεις μήνες. Ο δρόμος της επιστροφής στα πάτρια εδάφη είχε κλείσει για πάντα. Έτσι βρέθηκαν στη Νότιο Αφρική.
Για τον φιλομαθή γιο, ο πατέρας είχε όνειρα να γίνει γιατρός, ο ίδιος όμως επέλεξε να σπουδάσει Νομική. Εκεί γίνεται μέλος του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου και γνωρίζει τον Μαντέλα. Γρήγορα αναπτύσσεται ανάμεσά τους μια βαθιά φιλία, που ενδυναμώθηκε στη συνέχεια με τους αγώνες που έδωσε για να απελευθερωθεί ο Νοτιοαφρικανός ηγέτης, που παρέμεινε 27 ολόκληρα χρόνια στην φυλακή. Δύσκολα, δυσβάσταχτα χρόνια, που κανείς τους όμως όσο ζούσε δεν ξέχασε ποτέ.
Έφερε υπερήφανα τη «ρετσινιά» του υπερασπιστή ενός τρομοκράτη
Αυτό που πάντα με εντυπωσίαζε στον Γιώργο Μπίζο ήταν πως ο ίδιος θυμόταν χωρίς εμπάθεια τα δύσκολα εκείνα χρόνια, όταν είχε απομονωθεί ακόμη και από το σύνολο της ελληνικής παροικίας, καθώς έφερε τη «ρετσινιά» του υπερασπιστή ενός τρομοκράτη. Οι δύο αιτήσεις που κατέθεσε (το 1953 και το 1964) για να πολιτογραφηθεί πολίτης της Ν. Αφρικανικής Δημοκρατίας απορρίφθηκαν, καθώς κρίθηκε ότι δεν ήταν προς το συμφέρον της χώρας. Για είκοσι ολόκληρα χρόνια οι προδικτατορικές κυβερνήσεις και η χούντα του απαγόρευαν να επισκεφθεί την Ελλάδα.
Η πτώση της δικτατορίας στη χώρα μας εμψύχωσε τους αγωνιστές στη Ν. Αφρική και αυτό δεν ήταν τυχαίο. Ο Γιώργος Μπίζος εύστοχα μου θύμιζε τις πολύ καλές σχέσεις που διατηρούσε η χούντα των συνταγματαρχών με το Απαρτχάιντ, καθώς και μερικοί εφοπλιστές και μεγαλέμποροι, οι οποίοι όχι μόνο δεν τήρησαν τις κυρώσεις που είχε επιβάλει ο ΟΗΕ, αλλά συνεργάστηκαν στενά με το βάναυσο καθεστώς.
Παρ’ όλα αυτά δεν έμεινε μακριά από την παροικία. Ήταν άλλωστε, κατά κοινή ομολογία, ο πιο επιτυχημένος Πρόεδρος της Εκπαιδευτικής Εταιρείας, κοντά είκοσι χρόνια, κι ασχολήθηκε με τα εκπαιδευτικά των ελληνοπαίδων στη Ν. Αφρική. Με δική του πρωτοβουλία, άλλωστε, ιδρύεται το 1974 η περίφημη σχολή «Σαχέτι», που θεωρείται πρότυπο στο χώρο της ελληνικής ομογένειας ανά τον κόσμο.
Το «Σαχέτι» ήταν και το πρώτο σχολείο στη Ν. Αφρική που δέχτηκε μαύρους μαθητές σε χρόνους δίσεκτους.
Μετά την πτώση του Απαρτχάιντ, ο Γιώργος Μπίζος δεν δέχτηκε να λάβει θέση στη κυβέρνηση του Νέλσον Μαντέλα, με την πίστη ότι έπρεπε να συνεχίσει απερίσπαστα να κάνει αυτό που είχε μάθει σε όλη του την επαγγελματική σταδιοδρομία: να υπερασπίζεται ανθρώπους, των οποίων καταπατούνταν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ανέλαβε, όμως, επικεφαλής της Συντακτικής Επιτροπής του νέου Συντάγματος της Ν. Αφρικής.
Πολύτιμο πετράδι η αγάπη για την Ελλάδα
Η αγάπη που έτρεφε για την Ελλάδα ο Γιώργος Μπίζος ήταν ένα πολύτιμο διαμάντι, «το πιο λαμπερό», όπως μου είχε πει, κι αυτό τον έκανε να αντέξει τις όποιες δοκιμασίες της ζωής. Με αυτή την αγάπη, άλλωστε, γαλούχησε και τους τρεις γιους και τα εγγόνια, που απέκτησε με την πολυαγαπημένη του σύζυγο Αρετή. Κι έκανε ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει την πατρίδα.
Με πάθος στρατεύτηκε από την πρώτη στιγμή για την επιστροφή στην Ελλάδα των Γλυπτών του Παρθενώνα, ενώ με δική του μεσολάβηση, ήρθε στην Αθήνα το 2002 ο Νέλσον Μαντέλα, για να προσυπογράψει τη Διακήρυξη της Ολυμπιακής Εκεχειρίας. Ας μην ξεχνάμε και την καθοριστική ψήφο της Νοτίου Αφρικής για την ανάληψη της διοργάνωσης της Ολυμπιάδας το 2004.
«Η Ελλάδα», έλεγε ο Μαντέλα, «είναι η μάνα της Δημοκρατίας και η Νότια Αφρική η πιο μικρή κόρη της». Κι αυτή την λατρεία τού την είχε μεταλαμπαδεύσει ο Έλληνας «αδελφός» του.
Αυτός ήταν ο Γιώργος Μπίζος κι έτσι θα τον θυμάμαι πάντα, όπως και μια φράση-στάση ζωής, που συνήθιζε να λέει: «Στη ζωή κάθε ανθρώπου έρχεται πάντα η κρίσιμη στιγμή, όταν καλείται να επιλέξει τελικά αν θα υποκύψει ή θα παλέψει». Η δική του επιλογή παραμένει παράδειγμα φωτεινό για κάθε Έλληνα κι Ελληνίδα, όπου γης.
*Η Διαμαντένια Ριμπά θεωρείται στο δημοσιογραφικό χώρο ως η δασκάλα του Ομογενειακού ρεπορτάζ καθώς ανέδειξε με την πένα της τα προβλήματα αλλά και τους σπουδαίους Έλληνες που ζουν σε κάθε γωνιά της γης. Υπήρξε συντάκτης, αρμόδια για θέματα ομογένειας, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε