Ο Αργεντινός Eduardo Bianco (1892-1958) έμεινε στη μουσική ιστορία ως ο «Βασιλιάς του Ταγκό». Συνέθεσε τραγούδια όπως τα «Κομπαρσίτα», «Πλεγκάρια», «Ποέμα» και «Ντεσίνο», κι ως μαέστρος μεγάλων αργεντίνικων ορχηστρών περιόδευσε ανά τον κόσμο, εμφανιζόμενος στα σπουδαιότερα κέντρα της εποχής μπροστά σε επιφανή μέλη της εκάστοτε κοινωνίας.

Στην Ελλάδα ήρθε πολλές φορές στην εποχή της μεγάλης του δόξας, με την πρώτη στα 1929 εμφανιζόμενος στο αθηναϊκό «Σπλέντιτ», για να ακολουθήσουν τις επόμενες χρονιές εμφανίσεις στο «Κολιζέουμ», το «Καπιτόλ», το «Φεμίνα», κ.ά., ως το 1950 που σκιά πλέον του παλιού του εαυτού έκανε ένα τελευταίο πέρασμα από την ελλαδική πρωτεύουσα μαζί μονάχα με πέντε μουσικούς…

Γράφει ο Ν. Νικηταρίδης, ερευνητής της ιστορίας των Αιγυπτιωτών

Σταθμός των εμφανίσεων του στην Ελλάδα ήταν το 1937 όταν αντί 50.000 δρχ. έγραψε τη μουσική και 22 τραγούδια στην οπερέτα των Σακελλάριου-Ευαγγελίδη «Αρζεντίνα» που ανέβηκε στο θέατρο «Κεντρικόν» του Σαμαρτζή με τεράστια επιτυχία.

Σ΄ αυτές τις παγκόσμιες τουρνέ του λοιπόν, δεν θα μπορούσε να μην επισκεφθεί και την Αίγυπτο, όπως τον Οκτώβριο του 1930 όταν και εμφανίστηκε στο αλεξανδρινό «Grand-Trianon» με τις εφημερίδες να γράφουν τα εξής:

 «Ο διάσημος Εδουάρδο Μπιάνκο, ο επονομασθείς «Βασιλεύς του Ταγκό» και η περίφημος αργεντινή ορχήστρα του, συγκειμένη εκ 14 μουσικών, ων τέσσαρες μουσικοσυνθέται, αρχίζει τας συναυλίας του την προσεχή Κυριακήν ώρ. 10 π.μ. εις το Τριανόν. Η ορχήστρα αύτη, αποτελούμενη από δύο κλειδοκύμβαλα, τρία βιολιά, εν κοντραμπάσο, τέσσαρας αοιδούς κιθαριστάς, τέσσαρας μπαντονεόνες και Τζαζ, είναι ικανή να εκτελέση την δυσκολωτέραν μουσικήν μετ΄ ακριβείας, λεπτότητος και ηδυπαθείας, πρωτοφανούς. Παγκοσμίως γνωστή η ορχήστρα αύτη, η οποία έσχε την υψηλήν τιμήν να παίξη ενώπιον των Βασιλέων της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Ρουμανίας, θα αποτελέση, έπειτα από περιοδείαν εις όλας τας μεγάλας πόλεις της Ευρώπης, την κατακλείδα της σαιζόν εν Αλεξανδρεία. Η Διεύθυνσις του Τριανόν δεν εδίστασεν να προβή εις θυσίας μεγίστας, όπως προσλάβη την ορχήστραν του Εδουάρδου Μπιάνκο, η δια την οποίαν δαπάνη υπελογίσθη εις 35 λίρ. Αιγ. ημερησίως, μη συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων του ταξειδίου του μουσικού τούτου θιάσου. Αλλ΄ η καλλιτεχνιή αύτη ομάς, δεν θα μείνη, δυστυχώς, επί πολύ μεταξύ ημών, καθότι έχει υποχρεώσεις να εκπληρώση αλλού, μόνον δε επί μίαν εβδομάδα θα την απολαύσωμεν και θα την χειροκροτήσωμεν την διάσημον αυτήν Ορχήστραν, την δικαίως ονομαζομένην Ορχήστρα των Βασιλέων και Βασίλισσαν των Ορχηστρών».

Και επειδή η ιστορία γράφεται καλύτερα μέσα από τα λόγια των ίδιων των πρωταγωνιστών της, θα παραθέσουμε συνέντευξη του Μπιάνκο στον υπό το ψευδώνυμο «Σκαραβαίος» αρθρογράφο της αλεξανδρινής εφημερίδας «Ταχυδρόμος», που είδε το φως στις 31/10/1930 υπό τον τίτλο «Ένα τέταρτο με τον Βασιλέα του Ταγκό» :

 «Ένα τέταρτο! Μόνο ένα τέταρτο; Και να ήθελα, είναι ζήτημα αν θα μπορούσα να μείνω περισσότερο με τον συνθέτη των πιο αγαπημένων χορών της εποχής μας, Εντουάρντο Μπιάνκο. Θα νομίζετε, ίσως, ότι ο αρτίστας αυτός έχει όλο τον καιρό στη διάθεση του, όπως οι πιο πολλοί από τους συναδέλφους του στον κλάδο αυτό. Εγώ, ο ίδιος, ο οποίος δεν τον έβρισκα πουθενά στο διάστημα της ημέρας, είχα την ιδέα ότι μετετράπη σε περιηγητή και ότι γυρίζει να γνωρίσει την Αλεξάνδρεια, την οποία επισκέπτεται για πρώτη φορά και μαζί με την πόλη, τους κατοίκους της, μεταξύ των οποίων έχει τόσους θαυμαστές.

Η ιδέα αυτή μου ενισχύθηκε όταν ως ώρα συνεντεύξεως μου όρισε το μεσημέρι ακριβώς. «Δεν μπορώ νωρίτερα, ξέρετε, γιατί κοιμάμαι πολύ αργά». Γλεντά, λοιπόν, και τη νύχτα μετά από τη συναυλία; Όχι! Ούτε την ημέρα, ούτε τη νύχτα! Ο Μπιάνκο εργάζεται στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του, μαζί με τον ιδιαίτερο γραμματέα του, ο οποίος είναι και μουσικός στην ορχήστρα του. Κουβαλάει μαζί του ολόκληρο ντουλάπι με τα κατάστιχα, τα «κλασέρ» με την αλληλογραφία του, τις γραφομηχανές του, τα προγράμματα, τα έντυπα, τις φωτογραφίες, αναμνήσεις από μέρη που πέρασε. Βρίσκεται σε διαρκή αλληλογραφία με το Παρίσι, τη Ρώμη, το Μιλάνο, το Βερολίνο, τη Νέα Υόρκη.

«Τι θέλετε να κάνω», είπε χαμογελώντας όταν διέκρινε την έκπληξη μου για το κινητό αυτό, αλλά οργανωμένο γραφείο. «Έχετε δίκιο ν΄ απορείτε, αλλά πρέπει να σημειώσετε ότι είμαι εγώ ο ίδιος ιμπρεσάριος του εαυτού μου. Ενεργώ, γράφω και δέχομαι προτάσεις εργασίας απ΄ ευθείας. Αλλά μήπως είναι μόνο αυτό. Κρατάω λογαριασμό με τον εκδοτικό οίκο του Παρισιού, για τα δικαιώματα που παίρνω ως συνθέτης, για τους δίσκους των ταγκό και για ένα σωρό άλλα».

«Σας ζητώ συγνώμη για την εμπορική αυτή παρένθεση. Τώρα θα σας πω κάτι άλλο, για να καταλάβετε αν μου περισσεύει καιρός : Θα φύγω από την Αλεξάνδρεια, χωρίς να τη γνωρίσω, όπως έφυγα – ντρέπομαι που το λέω – από την Αθήνα, χωρίς να γνωρίσω τίποτα από τις αρχαιότητες της. Αυτό μας συμβαίνει σχεδόν σε όλους τους τόπους που πηγαίνουμε. Τους αφήνουμε χωρίς να τους γνωρίσουμε, κι έπειτα μετανιώνουμε γι΄ αυτό».

Τον κοίταξα, ενώ μιλούσε. Αυτός ο γλυκύς, ο μαλακός άνθρωπος με το σχεδόν παιδικό χαμόγελο, που τη βρήκε τόση δραστηριότητα!

Μιλούσε σιγά, βαθιά, αισθηματικά, όπως είναι τα τραγούδια της μακρινής του πατρίδας, που ακούσαμε στο «Τριανόν». Ανακάτευε τα γαλλικά του με αρκετά ιταλικά, αλλά και όταν ακόμη σχημάτιζε μερικές στρωτές γαλλικές φράσεις, νόμιζα πως μιλούσε ακόμη ιταλικά. Μα αυτό το ανακάτεμα έχει τέτοια χάρη, που θα μου κακοφαινόταν αν πρόφερε και μιλούσε διαφορετικά.

«Άκουσα ότι η Ευρώπη λικνίστηκε μεθυστικά, χάρις στα δικά σας ταγκό. Σεις λοιπόν πρώτοι εισαγάγατε το ρυθμικό αυτό διάβολο;».

«Ναι. Το Παρίσι χόρευε σχεδόν άσχημα, όταν προ λίγων ετών έφθασα εγώ από το Μπουένος Άιρες. Πήγα μόνος, σχεδόν άγνωστος, χωρίς να ξέρω διόλου γαλλικά. Μολαταύτα, δεν άργησα να τοποθετήσω τις συνθέσεις που έφερα μαζί μου. Δέχθηκα την προσφορά ενός εκδότη για έξι ταγκό και σε λίγο σχετικώς χρονικό διάστημα τα χορευτικά ζεύγη για να εκφράσουν τη νέα ευχαρίστηση που ένοιωθαν, άρχισαν ταυτοχρόνως να τραγουδούν. Το όνομα μου άρχισε να γίνεται λαϊκό. Τότε μου πρότειναν να φέρω από την πατρίδα μου την ορχήστρα. Ήθελαν από τα ταγκό και τα τραγούδια μας να γνωρίσουν το λαό μας, την πατρίδα μας. Και έφερα την ορχήστρα μου για να παίξουμε στο θέατρο «Ολύμπια».

«Ώστε είχατε ήδη σχηματίσει ορχήστρα στο Μπουένος Άιρες προτού κατεβείτε στην Ευρώπη;».

«Δέκα περίπου χρόνια πρωτύτερα. Εκτελούσαμε στα διάφορα κέντρα του Μπουένος Άιρες τα ταγκό που συνέθετα εγώ και άλλοι συνεργάτες μου, μπροστά σ΄ ένα κοινό, το οποίο διαρκώς ενθουσιαζόταν, αφού τόσο τα ταγκό, όσο και τα χαμηλά μας τραγούδια δεν έκαναν άλλο, παρά να εκφράζουν την ψυχή του. Αφού λοιπόν γυμναστήκαμε καλά, αφού βεβαιωθήκαμε ότι είχαμε κάτι δικό μας, κάτι αργεντινό να δείξουμε στους ξένους, αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε. Στην αρχή με ρωτήσατε πότε μου ήρθε για πρώτη φορά η ιδέα της ορχήστρας ταγκό. Θα σας πω αμέσως, για να μη νομίσετε ότι από τον καιρό που γεννήθηκα δεν έκανα παρά ταγκό. Ήμουν κονσερτίστας. Έπαιζα βιολί στα διάφορα κονσέρτα. Μια βραδιά, τη στιγμή κατά την οποία εκτελούσα κάποιο κομμάτι, μου ήρθε νευρική κρίση και το χέρι μου άρχισε να τρέμει τόσο, που στάθηκε αδύνατο να συνεχίσω. Τι να κάνω ! Αισθάνθηκα την ανάγκη να συνθέσω. Να συνθέσω ένα δικό μου ταγκό. Την συνέχεια σας την είπα. Τα ταγκό μου αυτά είχαν την τιμή να εκτελεσθούν μπροστά στους Βασιλείς Ιταλίας, Ισπανίας και Ρουμανίας».

«Πόσο καιρό μείνατε στο Παρίσι;».

 «Τρία χρόνια. Έπαιξα στα καλύτερα θέατρα. Έπειτα ταξίδεψα στις χώρες που σας ανέφερα. Και θα ταξιδέψω ακόμη. Θέλω να παίξω στα μέρη που δεν πήγα. Και πρώτα απ΄ όλα το Λονδίνο. Και όταν γυρίσω όλα τα μέρη, και όταν ξεδιψάσω την περιέργεια όλων των λαών, τότε θα κατευθυνθώ στον τόπο μου και θα πάψω να παίζω. Καιρός να ξεκουραστώ πια».

«Οι συνεργάτες σας στην ορχήστρα είναι, βλέπω, νέοι και συμπαθέστατοι. Δεν πιστεύω να είναι οι ίδιοι με τους οποίους αρχίσατε το στάδιο σας;».

«Βεβαίως όχι. Οι περισσότεροι σκόρπισαν. Έχω όμως τρεις – τέσσερεις από τους παλιούς, πιστούς και αφοσιωμένους. Άλλωστε, διαρκώς φέρνω μεταρρυθμίσεις στην ορχήστρα μου, διαρκώς φροντίζω να την καλυτερέψω».

 «Και είναι όλοι Αργεντινοί;».

 «Όχι… Υπάρχουν μεταξύ αυτών και μερικοί ξένοι, Γάλλοι δηλαδή».

«Πως δε στολίζετε την ορχήστρα σας και με μερικά ζωντανά άνθη της πατρίδας σας ; Αν δεν απατώμαι, σε κάποια παλιά φωτογραφία της ορχήστρα σας διέκρινα μια – δυο γυναίκες».

«Ναι, άλλοτε είχα, μα τις κατήργησα. Έχω μεγάλη πειθαρχία μεταξύ των δικών μου και οι γυναίκες δεν είναι εύκολο να πειθαρχήσουν. Αλλά και αν ακόμα ήταν δυνατό να συμβεί αυτό, πάλι δε θα προσλάμβανα. Τι τα θέλετε, μια γυναίκα είναι πάντα πειρασμός, επικίνδυνος μάλιστα για μας, οι οποίοι είμαστε υποχρεωμένοι ν΄ αλλάζουμε διαρκώς τόπο και να προχωρούμε. Εκείνες αισθάνονται συχνά την όρεξη να σταματήσουν και να μείνουν».

«Και μια τελευταία ερώτηση. Δεν αντέχω τον πειρασμό: Είναι αλήθεια πως σκοπεύετε να πάτε μαζί με την ορχήστρα σας στο Χόλυγουντ;».

«Δηλαδή βρίσκομαι σε διαπραγματεύσεις με δυο-τρεις αμερικανικές εταιρείες, οι οποίες μου πρότειναν να πάω, να γυρίσουμε ένα φιλμ ηχητικό. Με την ορχήστρα μου φυσικά. Δεν έλαβα όμως ακόμα καμία απόφαση».

Τη στιγμή εκείνη, μια αχτίδα που μπήκε από το παράθυρο έσπασε επάνω στη διαμαντένια καρφίτσα της γραβάτας του και με θάμπωσε με μια δεσμίδα λάμψεων που έστειλε πίσω. Έστρεψα το κεφάλι και όταν εκείνος άλλαξε θέση την πρόσεξα. Είχε βασιλικό στέμμα. «Είναι δώρο της Βασίλισσας της Ιταλίας», μου είπε χαμογελώντας. «Δεν είναι το μόνο. Έχω και άλλα δώρα από τους άλλους βασιλείς».

Η τελευταία λεπτομέρεια θα ήταν τελείως περιττή, αν δεν επρόκειτο ν΄ αποδειχθεί ότι η παθητική «Πλεγκάρια» του Εντουάρντο Μπιάνκο έφτασε να γοητεύσει και αυτούς τους εστεμμένους ακόμα. Το ταγκό είναι η εκδήλωση, είναι μια σπίθα της τρέλας της εποχής μας».