Βασίλης Α. Πουλαρίκας.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που τους κληρώθηκε να φορέσουν «το στενάχωρο κουστούμι» μιας ζωής που δεν ήταν στα μέτρα τους και δυσφορώντας, να προσπαθούνε να επιβιώσουν σε έναν κόσμο σκληρό και άδικο μέσα από μυριάδες τρόπους, μυστικούς και ιδιωτικούς. Ο μεγάλος μας Αλεξανδρινός ποιητής, που στις 29 Απριλίου συμπληρώνονται 90 χρόνια από τον θανατό του, ήταν ένας από αυτούς, τους αποστάτες του ονείρου.
Γεννημένος πολύ πρώιμα, με μια σπάνια καλλιτεχνική ποιότητα σε μια εποχή που δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα της να τον υποδεχτεί, ευλογήθηκε με τον χρωστήρα της υψηλής τέχνης της ποίησης και κατάφερε να συνθέσει στην διάρκεια του βίου του 154 ολοκληρωμένα σχεδιαγράμματα διαφυγής. Αποτελούν ξεκάθαρες «οδηγίες προς ναυτιλομένους» για όσους διακαώς επιθυμούν να μπαρκάρουν στον άγνωστο τόπο μίας χαμένης αίσθησης, ή ευελπιστούν μια κάποια στιγμή να προσεγγίσουν τις ακτές της δική τους Ιθάκη.
Τα ποιήματά του άλλοτε λιτά και περιεκτικά όσο δεν πάει, άλλοτε ηδονικά και αισθησιακά όσο δεν άντεχε ο αιώνας που ζούσε, άλλοτε φιλοσοφικά, βαθυστόχαστα και διδακτικά. Σε κάποια άλλα του ποιήματα που τα έχουν κατατάξει ως «τα ιστορικά» τον βλέπουμε να αναλώνεται με μύθους, ιστορίες και ήρωες ηττημένους από περιόδους που ακροβατούσαν στο μεταίχμιο της αλλαγής.
Και ίσως θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι και ο ίδιος ως άνθρωπος αισθανόταν οικεία με όλους αυτούς τους ιστορικούς χαρακτήρες που ο αναπόφευκτος ηρωισμός τους ανάβλυζε μέσα από την αμφίσημη πηγή της ύπαρξής τους.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, 90 χρόνια από την φυγή του σε κάποια άλλη διάσταση του σύμπαντος, μας κρυφοκοιτάζει και συνεχίζει να μας νουθετεί με την αστική ευγένεια που τον διάκρινε, λέγοντάς μας με έμφαση: «Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου».
Ως Νέο Φώς και ekkairo.org θελήσαμε να τιμήσουμε την μεγάλη αυτή ημέρα. Διαλέξαμε ένα ποίημα του, βαθυστόχαστο μα πάνω από όλα χρήσιμο, για την δύσκολη ώρα, ενός κάποιου αποχαιρετισμού.
“ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ”
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές –
την τύχη σου πού ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
πού βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια πού φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πώς ήταν
ένα όνειρο, πώς απατήθηκεν η ακοή σου
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν πού ταιριάζει σε πού αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, άλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια πού χάνεις