Ο υφυπουργός Εξωτερικών αρμόδιος για θέματα Θρησκευμάτων κ. Μάρκος Μπόλαρης σε συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης που παραχώρησε στο «Νέο Φως», την εφημερίδα της Ελληνικής Κοινότητας Καΐρου, μιλά – μεταξύ άλλων – για την αρμονική συνύπαρξη χριστιανών και μουσουλμάνων στην Αίγυπτο. «Οι διαφορές στη θρησκεία δεν αποτέλεσαν ποτέ εμπόδιο αλλά τρόπο αμοιβαίου εμπλουτισμού στην υπηρεσία του ιδανικού της εθνικής ενότητας», λέει χαρακτηριστικά και προσθέτει ότι «Η Αίγυπτος διαθέτει μια ισχυρή ιστορική εθνική ταυτότητα, εντός της οποίας ανέκαθεν υφίστατο πολιτισμική ποικιλομορφία».
Συνέντευξη στην Κάτια Τσιμπλάκη
Ο υφυπουργός Εξωτερικών αρμόδιος για θέματα θρησκευμάτων απαντά εάν μπορεί να υπάρξει ενοποίηση της Ορθόδοξης με την Καθολική Εκκλησία και μιλά για τους τομείς δράσεις και την κοινή συνισταμένη που έχουν οι δύο χριστιανικές εκκλησίες.
Επίσης, ο κ. Μπόλαρης, μιλά για το χαρτοφυλάκιο που έχει αναλάβει καθώς εκτός από θέματα θρησκευτικής – εκκλησιαστικής διπλωματίας, περιλαμβάνει και ζητήματα περιβάλλοντος, κλιματικής αλλαγής, ζητήματα αθλητισμού και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Επίσης, ο υφυπουργός Εξωτερικών καταθέτει την άποψή του για τους πολέμους που γίνονται για θρησκευτικές διαφορές και της μη ανοχής στο διαφορετικό. Τέλος, κάνει και μια προσωπικά εξομολόγηση. Μιλά για τα συναισθήματά του κάθε φορά που επισκέπτεται την Αίγυπτο, το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια.
Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι συμβιώνουν αρμονικά επί εκατοντάδες χρόνια στην Αίγυπτο. Που το αποδίδετε;
«Η Αίγυπτος διαθέτει μια ισχυρή ιστορική εθνική ταυτότητα, εντός της οποίας ανέκαθεν υφίστατο πολιτισμική ποικιλομορφία. Από την αρχαιότητα η έλευση και η εγκατάσταση στα εδάφη της πολλών λαών όπως οι Πέρσες, οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι και οι Άραβες, εμπλούτισαν τον πολιτισμό της Αιγύπτου. Στους χριστιανικούς χρόνους, η Αλεξάνδρεια, που η Εκκλησία της ιδρύθηκε από τον Ευαγγελιστή Μάρκο, γέννησε σπουδαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς όπως ο Κλήμης και ο Ωριγένης και μεγάλους Πατέρες όπως ο Αθανάσιος και ο Κύριλλος. Η έλευση του Ισλάμ έφερε νέα στοιχεία στην τέχνη και την επιστήμη, που είχαν αποφασιστική επιρροή στον αραβικό κόσμο και την Αφρική. Οι διαφορές στη θρησκεία δεν αποτέλεσαν ποτέ εμπόδιο αλλά τρόπο αμοιβαίου εμπλουτισμού στην υπηρεσία του ιδανικού της εθνικής ενότητας».
Κύριε Μπόλαρη, βλέπουμε ότι πολλές σε περιοχές που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση αυτός ο πόλεμος αποδίδεται σε αντιπαλότητα μεταξύ των θρησκειών και λαμβάνει θρησκευτικές διαστάσεις. Έχει λόγο η θρησκεία και ειδικότερα ο Χριστιανισμός στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου;
«Η δυναμική επανεμφάνιση της δημόσιας θρησκείας στην παγκόσμια σκηνή έχει πολύπλοκες επιπτώσεις. Ο κόσμος υφίσταται μία πληθωριστική τάση θρησκευτικών κοινοτήτων, θεολογιών και κινήσεων με ευρύτατες δημόσιες συνέπειες. Και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε, ότι αυτή η κατάσταση θα αλλάξει σύντομα. Από τους κορυφαίους ηγέτες των εκκλησιών μέχρι τα μέλη των λαϊκών οργανώσεων, οι θρησκευτικές κοινότητες θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην προώθηση των διπλωματικών προσπαθειών για την επίλυση των διαφορών ή και των συγκρούσεων. Η κατανόηση της φύσης των συγκρούσεων που σχετίζονται με τη διαφορετικότητα, και η εξεύρεση των μέσων για την ειρηνική τους διευθέτηση με τρόπο που θα ενδυναμώνει και θα προωθεί τη δημοκρατία είναι μία από τις μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές προκλήσεις της εποχής μας».
Ποιο είναι το πιο δύσκολο τμήμα του χαρτοφυλακίου που έχετε αναλάβει;
«Το χαρτοφυλάκιο που έχω την τιμή και την ευθύνη να διαχειρίζομαι αφορά τα θέματα ήπιας πολιτικής και διπλωματίας της χώρας. Ζητήματα πολιτιστικής, θρησκευτικής/εκκλησιαστικής διπλωματίας, θέματα περιβάλλοντος και κλιματικής αλλαγής, ζητήματα αθλητισμού όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες και τα ζητήματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον portfolio, αφού αφορά τις παρεμβάσεις στο διεθνή χώρο της πατρίδας μας, σε ένα τομέα στον οποίο η Ελλάδα έχει εξαιρετικό πλεονέκτημα. Κατά την προσωπική μου ταπεινή άποψη, η Ελλάδα στον τομέα του πολιτισμού είναι μία πυρηνική δύναμη, και αυτό δεν είναι καυχησιολογία δική μου. Είναι κάτι που αναγνωρίζεται από όλους τους λαούς, και όλο τον πολιτισμένο και ακαδημαϊκό χώρο. Συνεπώς η δυσκολία που έχει το χαρτοφυλάκιο, αποτελεί ταυτόχρονα και την πρόκληση, να μπορεί να αξιοποιήσει, να αναδείξει την τεράστια αυτή πολύτιμη κληρονομιά την οποία έχει η χώρα από τους μινωικούς και τους ομηρικούς χρόνους, στους κλασσικούς, ελληνιστικούς βυζαντινούς χρόνους, μέχρι και το σήμερα».
Πόσο ρεαλιστικό είναι το σενάριο να υπάρξει σύγκλιση της Ορθόδοξης με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία;
«Η Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται σε διάλογο με τη Ρωμαιοκαθολική από τη δεκαετία του 1960, όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, εκφράζοντας το σύνολο των Ορθοδόξων Εκκλησιών, και η Εκκλησία της Ρώμης προχώρησαν στην άρση των αναθεμάτων του 1054. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κκ. Βαρθολομαίος, ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας κκ. Θεόδωρος Β’ και οι άλλοι Προκαθήμενοι της Ανατολής προσπαθούν να συνεργάζονται με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία για την προώθηση της προστασίας του περιβάλλοντος, την ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των λαών και τη στήριξη των Χριστιανών στη Μέση Ανατολή. Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί μπορούν να προωθήσουν κοινές πρωτοβουλίες σε τοπικό επίπεδο σε σχέση με αυτά τα ζητήματα, χωρίς να περιμένουν την ημέρα της πλήρους εκκλησιαστικής κοινωνίας. Σε πρόσφατη επίσκεψη του Πάπα και Πατριάρχη Αλεξανδρείας κκ. Θεόδωρου Β’, ενημερώθηκα για το εξαίρετο ιεραποστολικό του έργο στην Αφρική. Πρόκειται για ένα έργο που έχει ως προτεραιότητα για το μέλλον, την ίδρυση νέων σχολείων, κέντρων εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας, και κέντρων υγείας στις αφρικανικές χώρες, αλλά και για το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια, υπάρχουν πρωτοβουλίες για την ανακαίνιση Ιερών Ναών, αλλά και λειτουργία πολιτιστικού κέντρου, ικανού να αναδείξει τον ελληνικό πολιτισμό και την Ορθοδοξία».
Ποια η σχέση των ομογενών με την Εκκλησία;
«Η θρησκεία αποτελεί καθοριστικής σημασίας διπλωματικό πόρο, ως πηγή μείζονος επιρροής. Οι θρησκευτικοί παράγοντες συνεισφέρουν μία νέα διάσταση εμπιστοσύνης και νομιμοποίησης και, ως εκ τούτου, αυξημένης επιρροής στη διπλωματική διαδικασία. Είναι σεβαστοί, συχνά ακόμα και ως παγκόσμια πνευματικά πρότυπα, και μπορούν να καθοδηγήσουν ευκολότερα. Αυτό τους δίνει τεράστια επιρροή σε ορισμένες πολιτικές εξουσίες. Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη φέρουν μαζί τους στη διπλωματική διαδικασία απτούς πόρους, όπως η εξουσία και το κεφάλαιο, οι θρησκευτικοί παράγοντες φέρουν άυλους πόρους, όπως ο σεβασμός, η εμπιστοσύνη και η αφοσίωση. Και οι δύο μπορούν να εργαστούν αποτελεσματικά για την ενίσχυση της θέσης της χώρας στη διεθνή κοινότητα».
Γιατί το Ελληνικό Κράτος, δίνει έμφαση σε θρησκευτικά ζητήματα; Εκτός από το δικό σας χαρτοφυλάκιο στο ΥΠΕΞ και στο υπουργείο Παιδείας, υπάρχει τμήμα που ασχολείται με θρησκευτικά ζητήματα. Επίσης και το Κράτος διορίζει τον πολιτικό Διοικητή του Αγίου Ορους.
«Είναι σαφές ότι η Ελληνική Δημοκρατία έχει μια κρατική υπόσταση, είναι μία πολιτεία η οποία είναι συνέχεια μίας τεράστιας ιστορικής διαχρονίας, του ελληνικού λαού, της ρωμιοσύνης, η οποία διαχειρίζεται, και έχει δικαίωμα να διαχειριστεί και να αναδείξει, στο εσωτερικό της χώρας αλλά και στην παγκόσμια κοινότητα, την τεράστια αυτή κληρονομιά σε θέματα πολιτισμού και τεχνών, την μοναδική υποχρέωση ανάδειξης των ζητημάτων δημοκρατίας και προτεραιότητας του ανθρώπου , κληρονομιά της κλασσικής Ελλάδος, και βέβαια τα ζητήματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας που είναι άρρηκτα δεμένη με την πορεία που έχουμε ως λαός. Είναι συνεπώς εύλογη η έμφαση που πρέπει να δίνεται στα ζητήματα διαχείρισης των εκκλησιαστικών θεμάτων, τα οποία αφορούν τον Οικουμενικό Ελληνισμό, και τη Ρωμιοσύνη».
Κλείνοντας θα θέλαμε να μας διηγηθείτε ένα περιστατικό από τα ταξίδια σας στην Αίγυπτο που σας έχει συγκινήσει και το θυμάστε ακόμη και σήμερα.
«Θεωρώ πάντοτε ιδιαίτερη πρόκληση και αισθάνομαι ιδιαίτερη συγκίνηση ταξιδεύοντας στην Αίγυπτο και την Αλεξάνδρεια, τον χώρο στον οποία δίδαξε, ίδρυσε εκκλησία και μαρτύρησε ο Άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Μάρκος του οποίου το όνομα έχω τη χαρά και την τιμή να φέρω. Πάντοτε ξεκινώντας για την Αίγυπτο, ενθυμούμαι τον Μάρκο, ο οποίος ξεκίνησε παιδάκι από τα Ιεροσόλυμα, για να κλείσει τη ζωή του διδάσκοντας και ιδρύοντας εκκλησίες στην Αλεξάνδρεια. Βέβαια η Αίγυπτος, η Αλεξάνδρεια και το Κάιρο είναι γεμάτες συγκινησιακές αναφορές και ενθυμήσεις για κάθε Έλληνα, αφού η άρρηκτη σχέση των Ελλήνων με την Αίγυπτο περιγράφεται ήδη από τον Πατέρα της Ιστορίας, τον Ηρόδοτο. Έκτοτε, από τις αρχές της καταγεγραμμένης ιστορίας μέχρι και σήμερα, οι Έλληνες ως λαός δεν σταμάτησαν ποτέ να έχουν επαφές, συνεργασίες και συνέργειες με την Αίγυπτο και τους Αιγυπτίους. Βέβαια στην ιστορία μας υπάρχει η κορύφωσή των σχέσεων αυτών, και θεωρώ ως κορύφωση την ίδρυση, από τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα, τον Μέγα Αλέξανδρο, της λαμπρής Αλεξάνδρειας, η οποία σημάδεψε την Ελληνική και την παγκόσμια ιστορία, στον τομέα των γραμμάτων, της φιλοσοφίας και της θεολογίας με ιδιαίτερη βέβαια αναφορά στην περίφημη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Δεν είναι τυχαίο πως Έλληνες των γραμμάτων, των τεχνών, και του πολιτισμού, από τους προηγούμενους αιώνες, όπως ο Καβάφης και ο Παρθένης αλλά και πιο πρόσφατοι καλλιτέχνες, όπως ο Μάνος Λοΐζος και ο Ντέμης Ρούσσος, είχαν είτε ως καταγωγή είτε ως χώρο δράσης και έμπνευσης την Αίγυπτο. Αλλά και άνθρωποι που αποτέλεσαν μέγιστους εθνικούς ευεργέτες της χώρας μας όπως ο Μιχαήλ Τοσίτσας, ο Γεώργιος Αβέρωφ, και οι Εμμανουήλ και Αντώνης Μπενάκης. Εμπνεόμαστε από την πράξεις τους και τους χρωστάμε πολλά. Συνεπώς, κάθε επίσκεψη στην Αίγυπτο έχει ιδιαίτερο συγκινησιακό φορτίο και πυροδοτεί πάντοτε νέες προκλήσεις για να ανταποκριθούμε στην συνέχεια αυτής της λαμπρής διαδρομής σχέσεων και φιλίας που κρατά εδώ και χιλιάδες χρόνια».