Πέθανε τη Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020 σε ηλικία 98 ετών ο μεγάλος αγωνιστής Μανώλης Γλέζος.
Ο Μανώλης Γλέζος νοσηλευόταν σε ιδιωτικό θεραπευτήριο όπου και κατέληξε από καρδιακή ανεπάρκεια. Νοσηλευόταν από τις 18 Μαρτίου και παρά την εντατική θεραπευτική αγωγή, ο οργανισμός του δεν ανταποκρίθηκε.
Εμβληματική μορφή της Αριστεράς αλλά και της αντίστασης κατά των ναζί κατακτητών στη διάρκεια της κατοχής, ο Μανώλης Γλέζος γεννήθηκε στην Απείρανθο, το ορεινό χωριό της Νάξου, στις 9 Σεπτεμβρίου 1922, το οποίο και «προίκισε» με μια μοναδική συλλογή πετρωμάτων από όλον τον κόσμο (ήταν απαράμιλλη η αγάπη του για τη γεωλογία). Ένιωθε, από την άλλη, μισός Ναξιώτης και μισός Παριανός, με ιδιαίτερη αγάπη για την Πάρο, αφού από εκεί καταγόταν η μητέρα του, Ανδρομάχη Ναυπλιώτου. Στην Πάρο, άλλωστε, συνήθιζε να περνά τα καλοκαίρια του τα τελευταία χρόνια. Ο πατέρας του, Νικόλαος Γλέζος ήταν δημόσιος υπάλληλος και δημοσιογράφος.
Τα παιδικά του χρόνια ο Μ. Γλέζος τα έζησε στο χωριό του, όπου τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 η οικογένειά του μεταναστεύει στην Αθήνα και το 1940 ο εκλιπών περνά στην ΑΣΟΕΕ. Ως μαθητής ακόμη πρωτοστάτησε στη δημιουργία αντιφασιστικής ομάδας για την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς αλλά κατά της δικτατορίας του Μεταξά. Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής δίνει το «παρών» στην αντίσταση του λαού μας μέσα από τις τάξεις της ΟΚΝΕ, του ΕΑΜ Νέων και της ΕΠΟΝ, με αποτέλεσμα να υποστεί φυλακίσεις, βασανιστήρια και διώξεις.
Όμως, η πλέον τολμηρή ενέργεια ήταν εκείνη της νύχτας της 30ής προς την 31η Μαΐου 1941, όταν μαζί με τον Απόστολο Σάντα, σκαρφάλωσαν στα βράχια της Ακρόπολης, κατέβασαν από εκεί το μισητό σύμβολο του κατακτητή, τη σβάστικα, με μοναδικά τους «όπλα», ένα φαναράκι και ένα σουγιά. Και οι δύο έφηβοι έχουν περιγράψει σε κατοπινές συνεντεύξεις τους πώς ανέβηκαν, πού κρύφτηκαν αμέσως μετά (στις σπηλιές του Βράχου που είναι ταυτισμένος με το ιδανικό της Δημοκρατίας), πώς έκρυψαν στον κόρφο τους ένα κομμάτι από τη σημαία… Η θέα της σημαίας που λείπει από τον ιστό, προκαλεί την επομένη εκνευρισμό στον κατακτητή, δίνει κουράγιο στον κατακτημένο αλλά αδούλωτο λαό της Αθήνας και όλης της Ελλάδας. Η ποινή, ερήμην σε θάνατο.
Ακολουθεί η Απελευθέρωση και η δραστηριοποίηση του Μανώλη Γλέζου, διαδοχικά μέσα από τις τάξεις του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, αλλά και η ενασχόλησή του με το δημοσιογραφικό επάγγελμα, σε διευθυντικές θέσεις πρώτα στο «Ριζοσπάστη» αμέσως μετά την απελευθέρωση, και μια δεκαετία αργότερα, στην «Αυγή». Συνολικά παραπέμφθηκε σε 28 δίκες για αδικήματα Τύπου, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του ’40 καταδικάσθηκε δις εις θάνατον, καταδίκες που δεν εκτελέστηκαν μετά από ελληνική και διεθνή καμπάνια. Το 1950 οι θανατικές ποινές μετατράπηκαν σε ισόβια και τελικά αποφυλακίστηκε στις 16 Ιουλίου 1954.
Στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951, παρότι φυλακισμένος, εκλέχθηκε βουλευτής Αθηνών με την ΕΔΑ. Ξεκινά απεργία πείνας, με αίτημα την αποφυλάκιση των δέκα εξόριστων εκλεγμένων βουλευτών της ΕΔΑ. Σταμάτησε την απεργία πείνας τη 12η ημέρα, με την απελευθέρωση κάποιων από αυτούς. Ακολουθεί η δίκη για «εσχάτη προδοσία» το 1958, ενώ στις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961 εξελέγη και πάλι βουλευτής Αθηνών με την ΕΔΑ, παρά το γεγονός ότι βρισκόταν στη φυλακή.
Με την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου, ο Μ. Γλέζος συλλαμβάνεται μαζί με άλλους πολιτικούς ηγέτες και ακολουθούν φυλακίσεις σε Γουδή, Πικέρμι, Γενική Ασφάλεια, Γυάρο, Παρθένι Λέρου, Ωρωπό, από όπου αποφυλακίζεται το 1971. Συνολικώς, 16 χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε εξορίες και φυλακές.
Μεταπολιτευτικά δραστηριοποιείται πολιτικά μέσα από τις τάξεις της ΕΔΑ και του ΠΑΣΟΚ -στα ψηφοδέλτια του οποίου εξελέγη, ως συνεργαζόμενος, βουλευτής και ευρωβουλευτής τη δεκαετία του ’80.
Όμως, ο Μ. Γλέζος ποτέ δεν τα είχε καλά με θητείες και μονιμότητες, και στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές του 1986 επιστρέφει στην αγαπημένη του Απείρανθο, όπου οι συγχωριανοί του τον εκλέγουν κοινοτάρχη και εκείνος, από τη δική του πλευρά, εισαγάγει το θεσμό της Άμεσης Δημοκρατίας.
Στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2002 κατέρχεται επικεφαλής του συνδυασμού «Ενεργοί Πολίτες» για τη διευρυμένη Νομαρχία Αθηνών-Πειραιώς, που υποστηρίχθηκε από το Συνασπισμό και εκλέγεται νομαρχιακός σύμβουλος.
Επανέρχεται στην κεντρική πολιτική σκηνή το 2012, όταν στις διπλές εκλογές της 6ης Μαΐου και της 17ης Ιουνίου εκλέγεται βουλευτής Επικρατείας με το ΣΥΡΙΖΑ. Με το ίδιο κόμμα εξελέγη ευρωβουλευτής στις ευρωεκλογές της 25ης Μαΐου 2014, κάνοντας ως κεντρικό θέμα της θητείας του τις γερμανικές οφειλές προς την Ελλάδα. Έγραψε, άλλωστε, και βιβλίο για το θέμα, υπό τον τίτλο, «Και ένα μάρκο να ήταν…» (Εκδόσεις Λιβάνη). Χαρακτηριστική, ωστόσο, της προσωπικότητάς του, η κίνησή του το καλοκαίρι του 2017 να δώσει εκείνος το στεφάνι στο Γερμανό πρεσβευτή Γενς Πλέτνερ, στο μνημείο εκτελεσθέντων κατοίκων του Διστόμου. Τελευταία εμπλοκή του με την ενεργό πολιτική, στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας της Λαϊκής Ενότητας, το Σεπτέμβριο του 2015.
Ο Μ. Γλέζος δεν ήθελε να τον αποκαλούν «ήρωα», για εκείνον ήρωας ήταν ο μικρότερος αδελφός του, Νίκος, που εκτελέσθηκε από τους Γερμανούς στην Καισαριανή το Μάιο του ’44, αφήνοντας πίσω του το εξής σημείωμα για τη μάνα τους: «Αγαπητή μητέρα σας φιλώ, χαιρετισμούς, σήμερα πάω για εκτέλεση. Πάω. Πέφτοντας για τον ελληνικό λαό». Ήταν ένας καημός μέσα του ο πρόωρος χαμός του αγαπημένου του Νίκου, ένας καημός για τον οποίον σπάνια τον άκουγες να μιλά.
Η τελευταία, ίσως, δημόσια παρουσία-παρέμβαση του Μ. Γλέζου, ήταν στη δίκη της Χρυσής Αυγής, το 2018, όταν με τη συμπλήρωση πέντε χρόνων από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, ο Μανώλης Γλέζος πήγε και κάθισε στο πλευρό της μητέρας του, Μάγδας.
Από σήμερα, ο «Τελευταίος Παρτιζάνος» -όπως τιτλοφορείται το ντοκιμαντέρ του Ανδρέα Χατζηπατέρα για τον Μανώλη Γλέζο- δεν είναι πια ανάμεσά μας.