Το 2019 ανατέλλει για την Ελλάδα υπό όρους που δικαιολογούν εύλογες ελπίδες, πλην όμως θέτουν εξίσου όλους μας προ των ευθυνών μας, τονίζει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος στο μήνυμά του προς τους Έλληνες του Εξωτερικού με την ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.

Παράλληλα, ο Πρόεδρος επισημαίνει ότι ύστερα από μια μακρά περίοδο βαθιάς και επώδυνης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, μπορούμε και πρέπει να βρούμε τον εθνικό μας βηματισμό, διδασκόμενοι από τα λάθη μας αλλά και, πρωτίστως, αναλογιζόμενοι τις τεράστιες δυνατότητες των Ελλήνων στον σύγχρονο ταραγμένο κόσμο.

Εξίσου, σημαντικά τα μηνύματα που στέλνει αναφερόμενος στα εθνικά μας θέματα και τις προτεραιότητες της εξωτερικής μας πολιτικής εν όψει και της νέας χρονιάς.

Ειδικότερα στο μήνυμά του ο κ. Παυλόπουλος σημειώνει τα εξής:

«Ελληνίδες και Έλληνες του Εξωτερικού,

Θέλω να σας διαβεβαιώσω -και ως προς τούτο είμαι, απέναντί σας, απολύτως ευθύς και ειλικρινής- ότι αυτή η κατ’ έτος επικοινωνία μας, με την ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους, αφενός μου δημιουργεί εύλογα αισθήματα Εθνικής Υπερηφάνειας. Αφετέρου δε με στηρίζει, και μάλιστα πολλαπλώς, κατά την επιτέλεση της αποστολής μου για την υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος υπέρ του Λαού μας και του Έθνους μας.

Τα αισθήματά μου αυτά τα δημιουργεί η δική σας αξιοθαύμαστη πορεία στις Χώρες όπου ζείτε και αναπτύσσετε την προσωπικότητά σας, καθώς και η ανεκτίμητη διαχρονική προσφορά σας στην Πατρίδα μας. Προσφορά, την οποία η απόστασή σας απ’ αυτήν όχι μόνον δεν μειώνει αλλά, όλως αντιθέτως, ενισχύει ολοένα και περισσότερο, όπως αποδεικνύετε αδιαλείπτως και εμπράκτως.

Το 2019 ανατέλλει για την Ελλάδα μας υπό όρους που δικαιολογούν βεβαίως εύλογες ελπίδες, πλην όμως θέτουν εξίσου όλους μας -και κυρίως όσους από εμάς επωμιζόμαστε το βάρος για τις αποφάσεις ως προς το μέλλον του Τόπου μας- προ των ευθυνών μας.

Με την έννοια ότι, ύστερα από μια μακρά περίοδο βαθιάς και επώδυνης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, μπορούμε και πρέπει να βρούμε τον Εθνικό μας βηματισμό, διδασκόμενοι από τα λάθη μας αλλά και, πρωτίστως, αναλογιζόμενοι τις τεράστιες δυνατότητες των Ελλήνων στον σύγχρονο ταραγμένο Κόσμο.

Διευκρινίζω μ’ έμφαση ότι ο καιρός των ελπίδων που ανοίγεται μπροστά μας μπορεί ν’ αποδώσει καρπούς για την Πατρίδα μας μόνον εφόσον έχουμε πλήρη συναίσθηση ότι ο δρόμος μας παραμένει ανηφορικός καθώς και ότι η Ελλάδα, με βάση την Ιστορία της και τον Πολιτισμό της, καταξιώνεται όταν αγωνίζεται όχι μόνο για τον Λαό μας και το Έθνος μας αλλά και γι’ αυτό που της αναλογεί, ως αναπόσπαστου μέλους της Διεθνούς Κοινότητας και της Μεγάλης Ευρωπαϊκής μας Οικογένειας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τις ελπίδες που προεξέθεσα και την αποστολή που περιέγραψα αιτιολογούν όχι μόνον η ανυπέρβλητη Εθνική μας Κληρονομιά αλλά και η σύγχρονη, άκρως ισχυρή, γεωστρατηγική θέση της Ελλάδας, ως “προκεχωρημένου φυλακίου” της Δύσης και της Ευρώπης προς την Ανατολή. Θέση, η οποία μας παρέχει πλέον τα μέσα ν’ αγωνισθούμε, αποδεικνύοντας τι σημαίνει Ελλάδα και τι μπορούν να πράξουν οι Έλληνες, όχι μόνο για τον Λαό μας και το Έθνος μας. Αλλά και για την ολοκλήρωση του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος και την άμυνά του απέναντι στα λαϊκιστικά μορφώματα που το επιβουλεύονται, καθώς και για την εμπέδωση, στο πεδίο της Διεθνούς Κοινότητας, των θεμελιωδών αρχών και αξιών της Ειρήνης, του Ανθρωπισμού, της Δημοκρατίας και της Δικαιοσύνης, κατ’ εξοχήν δε της Κοινωνικής Δικαιοσύνης.

Υπ’ αυτό το πνεύμα, ήτοι της Ελλάδας που κατανοεί πλήρως τον ρόλο της ως Χώρας, η οποία έχει ιστορικό χρέος έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Διεθνούς Κοινότητας, ιδίως στους χαλεπούς καιρούς μας, εμείς, οι Έλληνες, υπερασπιζόμαστε και τα Εθνικά μας Θέματα, έχοντας την πεποίθηση ότι μέσω αυτών υπερασπιζόμαστε, με συνέπεια και ανιδιοτέλεια, και την ευρωπαϊκή και την διεθνή νομιμότητα. Και το πράττουμε υπό όρους αρραγούς ενότητας, αναλογιζόμενοι πως ό,τι μεγάλο και σημαντικό το επιτύχαμε ενωμένοι, ενώ οι διχασμοί μας στοίχισαν τραγωδίες, ακόμη και κομμάτια του Εθνικού μας Κορμού. Επειδή δε η συμπαράστασή σας στην υπεράσπιση των Εθνικών μας Θεμάτων ήταν και είναι διαχρονικώς ανεκτίμητη, επιτρέψατέ μου να υπενθυμίσω τις αντίστοιχες θέσεις μας ως προς τα εξής τρία εξ αυτών:

Ως προς το Κυπριακό -και με την αυτονόητη βεβαίως διευκρίνιση ότι αυτό αποτελεί διεθνές και, κυρίως, ευρωπαϊκό ζήτημα- επιδιώκουμε, το συντομότερο δυνατό, την δίκαιη και βιώσιμη λύση του. Όμως η Κυπριακή Δημοκρατία, ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι νοητή με περιορισμένη κυριαρχία, την οποία θα προκαλούσαν στρατεύματα κατοχής και αναχρονιστικές εγγυήσεις τρίτων. Τούτο είναι αντίθετο προς κάθε έννοια Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου, ιδίως δε αντίθετο προς τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ήδη έχουν εφαρμοσθεί έναντι της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Επιπλέον δε, θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο ως και καταστροφικό προηγούμενο για την κυριαρχία κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ως προς τις Eλληνοτουρκικές σχέσεις, επιδιώκουμε αποδεδειγμένως σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας και ευνοούμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Τούτο, όμως, προϋποθέτει εκ μέρους της Τουρκίας ειλικρινή σεβασμό του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου -αναπόσπαστο μέρος του οποίου είναι και το πρόγραμμα «NATURA 2000»– και του συνόλου του Διεθνούς Δικαίου. Άρα και οι διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης και της Συνθήκης των Παρισίων του 1947-οι οποίες είναι απολύτως σαφείς και πλήρεις και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για γκρίζες ζώνες- πρέπει να γίνονται απ’ όλους πλήρως σεβαστές. Πολλώ μάλλον όταν η αμφισβήτησή τους οδηγεί σε αμφισβήτηση των συνόρων όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, ιδίως ως προς την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, η Τουρκία οφείλει να σέβεται το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως ισχύει με βάση την Συνθήκη του Montego Bay του 1982. Το οποίο την δεσμεύει, μολονότι δεν έχει προσχωρήσει σ’ αυτό, διότι, κατά τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, παράγει πλέον γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.

Έναντι της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, είμαστε απολύτως σαφείς και απολύτως ειλικρινείς. Επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας, καλής γειτονίας και εμπράκτως αποδεικνύουμε ότι ευνοούμε την προοπτική της στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως προς αυτό, όμως, υπάρχει μια σημαντική προϋπόθεση: Η επίλυση του ζητήματος του ονόματος σύμφωνα με την Ιστορία και με το Διεθνές Δίκαιο. Για να γίνει αυτό – όπως καταστήσαμε σαφές και είναι θέση αποδεκτή και από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από το ΝΑΤΟ– πρέπει η γειτονική μας χώρα να επιφέρει και τις αναγκαίες αλλαγές στην έννομη τάξη της, πρωτίστως δε στο σύνταγμά της. Και πράγματι, ανέλαβαν αυτή την υποχρέωση.

Κατόπιν τούτου, περιμένουμε την εκπλήρωσή της. Μόνον όταν τελειώσει οριστικά όλη αυτή η διαδικασία και αφού διαπιστωθεί ότι η συνταγματική αναθεώρηση εμπεριέχει όλες τις εγγυήσεις, για τις οποίες μίλησα προηγουμένως, τότε είναι δυνατό να υπάρξει πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ καθώς και οιαδήποτε έναρξη συζητήσεων, σε ό,τι αφορά την ενταξιακή πορεία της ΠΓΔΜ προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης, μόνο τότε είναι δυνατό να οριστικοποιηθεί και το περιεχόμενο της Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ και να έρθει προς κύρωση στην Βουλή των Ελλήνων. Και εδώ θέλω να τονίσω το εξής, το οποίο είναι σαφές από την πλευρά μας, ιδίως ενόψει ορισμένων εντελώς ανακριβών δηλώσεων, από την πλευρά αξιωματούχων της ΠΓΔΜ: Δεν είμαστε διατεθειμένοι, ενόψει της οριστικοποίησης της Συμφωνίας αυτής και πάντως πριν από την κύρωσή της, ν’ αποδεχθούμε ερμηνείες της Συμφωνίας των Πρεσπών, οι οποίες είναι αυθαίρετες ή αποπνέουν αλυτρωτισμό, διότι τίποτα δεν έχει ακόμη τελειώσει.

Με αυτές τις σκέψεις σας μεταφέρω τα ειλικρινή αισθήματα αγάπης, ταυτοχρόνως δε και ευγνωμοσύνης, τα οποία μας διακατέχουν για όλους εσάς, τις Ελληνίδες και τους Έλληνες του Εξωτερικού που-θα το επαναλάβω ως έχω χρέος- διαπρέπετε ως σημαιοφόροι της Εθνικής μας Υπερηφάνειας. Εύχομαι δε σε καθεμιά και καθέναν από εσάς Καλά Χριστούγεννα, Καλή Χρονιά, με υγεία, ευημερία και προσωπική επιτυχία».